λίγες σκέψεις πάνω στην φόρμα του
Ξεπερνώντας το θέμα και την διαχείριση του που είναι μια απόλυτα
ουσιαστική μελέτη πάνω στην πτώση στην εγκληματική βία και την ολίσθηση στην
αποκτήνωση των νέων ανθρώπων (με φυσιογνωμίες «άσχημες», νοσηρές, ακαλλιέργητες
κοινωνικά), μιας χώρας – της Ουκρανίας – που νιώθει το μέλλον της δίπλα στην
«δημοκρατική και ειρηνική» Ευρώπη, που ο ναζισμός σηκώνει το φιδίσιο κεφάλι
του, μολύνοντας με το δηλητήριο του τα μυαλά – κάνοντας τα εργαλεία για
μακελειό, ξεπερνώντας, λοιπόν, το θέμα που μπορεί να γίνει βάση για μια ακόμη
πιο ουσιαστική συζήτηση και προβληματισμό, σε τούτη την κριτική θα ασχοληθώ
περισσότερο με κάποιες πλευρές (επιφανειακά ίσως) της κινηματογράφησης τούτου
του ζητήματος που ως κυρίαρχο σημείο του, είναι η πρωτοποριακή του αφήγηση. Μια
αφήγηση όπου λείπει παντελώς ο διάλογος, μιας και η όλη η δράση ξετυλίγεται
φιλμικά στην νοηματική. Δεν αποτελεί ταινία για ανθρώπους με ειδικές ανάγκες –
δικαίωμα αδιαπραγμάτευτο – μα μια δημιουργία ενός ευφυέστατου μυαλού – στην
πρώτη του ταινία που ξεπερνάει τα όρια του σινεμά και επιβεβαιώνει ότι αποτελεί
μέρος την υψηλής τέχνης. Χρησιμοποιεί μια φόρμα όπου εξάγει το ουσιώδες
περιεχόμενο με μεγαλύτερη δύναμη και ένταση – δύναμη που θα περιεχόταν ούτως ή
άλλως, – ακόμη και αν η ταινία ήταν δομημένη με την συμβατική φόρμα των
διαλόγων. Όμως η παντελής απουσία τους, ενισχύει την δύναμη της εικόνας, την
οπτική αίσθηση, της κίνησης των χαρακτήρων, της συνεκτικότητας των πράξεων, την
ερμητική μη ελλειπτικότητα των δράσεων που βήμα βήμα, με χειρουργική ακρίβεια
και μελέτη αγγίζει τα πραγματικά όρια του ρεαλισμού – όχι ως νατουραλισμός –
αλλά ως πραγματικότητα στην βαθιά της ουσία. Θα έλεγα, πως δεν αποτελεί ταινία,
με την στενή έννοια, αλλά βίωμα, παιχνίδισμα νοσηρό με τα αισθητήρια όργανα μας
και την συνείδηση μας.
Ο ήχος στην ταινία, υπάρχει. Παίζει σημαίνοντα ρόλο. Φυσικός του
περιβάλλοντος, χτύποι, βόμβοι. Ο θεατής, δεν βλέπει, λοιπόν, μια βουβή ταινία. Βλέπει
μια ταινία δομημένη με ανθρώπινες σιωπές. Δεν υπάρχει η γλωσσική επικοινωνία.
Υπάρχει όμως επικοινωνία και αυτή γίνεται με νέα μέθοδο. Την νοηματική – όπου
όλοι οι ηθοποιοί είναι κωφάλαλοι, (εντυπωσιακή, λοιπόν, και η σκηνοθετική του
καθοδήγηση από πλευράς δημιουργού) – τις εκφράσεις των χαρακτήρων και τις
πράξεις τους. Άρα για να κατανοήσουμε τις προθέσεις, τα κίνητρα και τον τρόπο
που αυτά γίνονται δράση, δεν παίζει κανένα μα κανένα ρόλο η γλώσσα. Η κίνηση
του σώματος είναι ικανή να αφηγηθεί τα πάντα, και εδώ ο δημιουργός τα
καταφέρνει όχι απλά περίφημα, μα και σε υψηλότερο ποιοτικό βαθμό, από άλλες κλασικές/συμβατικές
προσπάθειες.
Λόγω έλλειψης διαλόγων, εισερχόμαστε σε ένα κόσμο, αρχικά μη συμβατό με
τις αισθήσεις μας. Κάτι δεν κολλάει. Μοιάζουμε με παρατηρητές μιας ζωής, ξένοι
προς αυτή, μιας πραγματικότητας έξω από εμάς, ενός μικρόκοσμου σαν αδιέξοδη
ποντικότρυπα που η δράση του αποτυπώνεται στο πανί, ανίκανοι να μπορέσουμε να
αντιδράσουμε, ανήμποροι να κραυγάσουμε (να βγάλουμε και εμείς λοιπόν ήχους) στις
σοκαριστικές, αλλοτριωμένα κτηνώδης και απάνθρωπες πράξεις των χαρακτήρων. Μαζί
με την σπουδαία αργή (όχι με την αρνητική του έννοια) χρήση του φιλμικού χρόνου
των πλάνων και των σκηνών, μας δίνεται η πιο μεγάλη χρονική δυνατότητα να
εισέλθουμε προοδευτικά και επίπονα, ως ξένοι όπως είπα αρχικά, στον κόσμο του
φίλμ να βαπτισθούμε μαζί με τους χαρακτήρες στην σκληρότητα (με απίστευτα
αμείλικτες σκηνές), και να αποκτήσουμε βαθιά ταύτιση, με ότι συμβαίνει.
Η ταινία δεν έχει ορατές αντιθέσεις. Δεν έχει απότομες ανόδους και
καθόδους στην αφήγηση της. Δεν δείχνει στεγνά, κοφτά και σχηματικά αντίθετες
έννοιες, όπως αγάπη και μίσος, καλό και κακό, τρυφερό και σκληρό, αλλά τα
δέχεται ως μια κοινή πλευρά μιας ίδιας επιφάνειας, σαν εικόνας της ροής μιας ζωής
αργής, φυσικής, ανεμπόδιστης, όπου όλες οι πλευρές ενυπάρχουν,
αλληλοσυμπληρώνονται. Η σεξουαλική πράξη των παιδιών και η αποτρόπαια δολοφονία
άλλων τεσσάρων, αν και πράξεις απολύτως ασύμφωνες, στην ταινία δρούνε στα ίδια
αισθητικά και νοηματικά επίπεδα.
Ο σκηνοθέτης είναι μεγάλο ταλέντο και διαθέτει μεγάλο τσαμπουκά. Έχει μελετήσει
τους ανθρώπους, τις αντιδράσεις, έχει ζήσει την πραγματική ζωή, έχει βγάλει
ζουμί από αυτή, έχει διαυγείς προθέσεις και πάει και παρακάτω. Δημιουργεί νέου
τύπου σινεμά, έχει μανιέρα προσωπική, ξεπερνά τα αφηγηματικά όρια του μέσου,
πρωτοπορεί στην φόρμα, πετάει στο καλάθι των αχρήστων, περιττά αφηγηματικά
εργαλεία, επαναθεμελιώνει τις εκφραστικές δυνατότητες του φωτός, της κίνησης,
της δράσης, των σιωπών, του φιλμικού χώρου και χρόνου, πράγμα υποχρεωτικό και
αναγκαίο για κάθε καλλιτέχνη που θεωρεί τον εαυτό του τεχνίτη. Κι αυτό είναι.
Ένας τεχνίτης που σμιλεύει πάνω σε έτοιμα μοτίβα, καινούρια. Και αυτά πρέπει να
μελετηθούν, ενδελεχώς.