Σκηνοθεσία:
Richard Glatzer, Wash Westmoreland
Ηθοποιοί:
Julianne Moore, Kristen Stewart, Alec Baldwin, Kate Bosworth
“Μια πτώση στο κενό, αλλά αντίστροφα. Καθώς
η Λίντια απαγγέλλει κομμάτι από το εκπληκτικό “Angels in America (αποτίοντας
έτσι ιδιότυπα φόρο τιμής στον μεγάλο απόντα Μάικ Νίκολς) περιγραφεί ίσως άθελα
της το κενό στο βλέμμα της μητέρας της. Τους ήχους που βγαίνουν από το στόμα
της, το σκοτάδι που τυλίγει σιγά σιγά την ύπαρξη, τον αποπροσδιορισμό αυτού που
χαρακτηρίζεται σχεδόν από τη γέννηση μας ως εαυτός. Η Άλις της Τζούλιαν Μουρ
πέφτει αργά αλλά αναπότρεπτα στην τρυπά του λαγού, εκεί που κυριαρχεί η λήθη, μακριά
από τη χώρα των θαυμάτων. Μπαίνει στον ίλιγγο της δίνης, χάνοντας την αίσθηση
του τόπου, του χρόνου και του προσανατολισμού. Βλέποντας τις λέξεις, τις
αναμνήσεις, την ίδια της τη ζωή να σβήνεται μπροστά στα μάτια της, παύει να
βρίσκεται, να ορίζεται από αυτά που την αντιπροσωπεύουν.
Την πνευματικότητα, τη
διανόηση, την αγάπη. Με έναν ζεστό, συμπονετικό, αλλά απόλυτα ειλικρινή τρόπο η
παρουσία μετατρέπεται σε απουσία, μέσα από την πάλη μιας γυναικάς απέναντι στην
μοιραία και προαιώνια κατάληξή της.
Δίνοντας μια αίσθηση τελείως προσωπική (ίσως
γιατί ένας εκ των δύο σκηνοθετών από το 2011 πάσχει από Πλάγια Αμυοτροφική Σκλήρυνση,
που τον αναγκάζει να ζει καθηλωμένος σε καροτσάκι) η ταινία των Ρίτσαρντ
Γκλέιζερ και Γουός Γουέστμορλαντ αφηγείται με σαφήνεια και όσο δυνατόν
λιγότερους μελοδραματισμούς την ιστορία την Άλις, μιας δυναμικής και
γοητευτικής καθηγήτριας γλωσσολογίας στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, η οποία
ανακαλύπτει πως πάσχει από Αλτσχάιμερ πρώιμου σταδίου. Διασκευάζοντας και
προσαρμόζοντας το μπεστ σέλερ της Λίζα Τζένοβα αποφασίζουν να κρατήσουν μια
ευθεία αφηγηματική πορεία, αντικρίζοντας με δύναμη και ειλικρίνεια τον τρόμο
της ίσως πιο σκληρής νευρολογικής διαταραχής, αυτής που διαγραφεί -στην
προκειμένη περίπτωση σχεδόν μονομιάς- προσωπικότητα, εσωτερικές σταθερές και
δεσμούς με την πραγματικότητα. Παρότι δεν πειραματίζεται, ούτε καινοτομεί
πουθενά, η σκηνοθεσία αντιμετωπίζει ένα θέμα που αποτελεί σκοτεινό αντικείμενο,
με μια ματιά γεμάτη κατανόηση, αλλά και πλήρη γνώση των συνεπειών. Πετυχαίνοντας
να δημιουργήσει αναστάτωση, χτυπώντας δυνατά σε σημείο που δεν μπορείς να
αναπνεύσεις, αφήνει την τραγωδία να μιλήσει από μόνη της, δίχως να εκπέσει σε
επιτακτικούς και αξιοθρήνητους συναισθηματισμούς προσπαθώντας να περιγράψει το
προφανές. Χωρίς να χρονοτριβεί σχεδόν καθόλου, μπαίνει πολύ γρήγορα στο θέμα
που δεν είναι άλλο από την ταχύτατη εξέλιξη της αρρώστιας, καθιστώντας μας
γνωστό ότι τα χειρότερα έρχονται και ο αγώνας να μείνεις συνδεδεμένος με το
παρόν μοιάζει με μάχη με το ανίκητο, καθώς ο “εγκέφαλος πεθαίνει, η ζωή που
τρεμοπαίζει, όπως τα παλιά ερασιτεχνικά οικογενειακά βίντεο, αρχίζει και
ξεγλιστρά μέσα από τα χέρια και ο χρόνος που σε στιγμές θέλεις να σταματήσει, δεν
αφήνει περιθώρια για εναλλακτικές, για “backup plan. Αυτό που καταφέρνει
περίτρανα, είναι να διευρύνει το φιλμικό αντικείμενο από το ατομικό στο
οικουμενικό, ίσως και στο δυστοπικό, εγχέοντας σχεδόν βιωματικά μέσα μας τον
ορό κοινωνική αναπηρία, μην αφήνοντάς μας να ελιχθούμε γύρω από το πρόβλημα, μην
επιτρέποντας την αποφυγή της κατανόησης της “τέχνης του να χάνεις.
Χωρίς δεύτερη σκέψη το φιλμ αποτελεί την
ερμηνευτική αποθέωση της κεντρικής του πρωταγωνίστριας, της Τζούλιαν Μουρ. Όλοι
οι προβολείς εστιάζουν πάνω στο πρόσωπο της Άλις, που αναλαμβάνει να μας
οδηγήσει βάθια μέσα της, καθώς το φως φεύγει στα σιγά από τα μάτια της. Ενώ η
εικόνα θολώνει, τα πλαίσια παραμορφώνονται και γίνονται ασαφή, η κάμερα μένει
κοντά της, ρίχνοντας ενδοσκοπικές ματιές στον καμβά των συναισθημάτων της, η
καλύτερα στην απουσία αυτών. Η ίδια η ηθοποιός θριαμβεύει το ρόλο της, κάνοντας
τις μικρές σκηνοθετικές απόπειρες δραματικής κορύφωσης (όπως η κληρονομικότητα
της ασθένειάς της) να μοιάζουν μη απαραίτητες. Ό,τι χρειάζεται αυτο εδώ το φιλμ
το έχει η Μουρ και κανένας άλλος. Παραθέτοντας μια εκπληκτικής λεπτομέρειας
ερμηνεία, κατορθώνει να εκφράσει την εύθραυστη φύση που ισορροπεί παράλληλα με
τη δύναμη, προσπαθώντας να κρατηθεί με νύχια και με δοντιά μακριά από τη
νοητική παρακμή (ερεθίζοντας τη μνήμη με παιχνίδια λέξεων), επιθυμώντας μέχρι
τέλος να αντιμετωπίσει το αναπόφευκτο με αξιοπρέπεια και γενναιότητα. Το
τραγικότερο όλων βέβαια είναι ότι δεν θα το θυμάται ούτε αυτό.
Πλαισιωμένη από ένα εύστοχο καστ ηθοποιών, από
τον διαρκώς σε άρνηση σύζυγο (Άλεκ Μπόλντγουιν), μέχρι την επιτυχημένη αλλά
ευάλωτη κόρη (Κέιτ Μπόσγουορθ), μένοντας ιδιαίτερα στην απρόσμενα πειστική και
μεστή ερμηνεία της Κρίστεν Στιούαρτ, (η οποία στο ρόλο της μικρής κόρης της
οικογένειας υποστηρίζει και περιβάλλει ιδανικά την πρωταγωνίστρια θυμίζοντας
εκείνη τη μικρή άλλα καταλυτική της εμφάνιση στο “Into the wild) και με μια
Τζούλιαν Μουρ στον καλύτερο ρόλο της μέχρι τώρα γεμάτης καριέρας της, το “Still
Alice βγαίνει μπροστά ατρόμητo, απαιτώντας να δούμε την αλήθεια κατάματα, εκεί
που η ζωή με τις ανατροπές της ξεπερνά οποιαδήποτε δραματική μυθοπλασία. Αγγίζοντας
σχεδόν τη φθορά, απλώνοντας ένα δίχτυ πάνω μας, η ταινία μιλά στην ψυχή για όλα
αυτά που χάθηκαν, αλλά και για αυτά που δεν πρόκειται ποτέ να χαθούν, όπως το
μοναδικό πανανθρώπινο συναίσθημα, που και μόνο στον ήχο του ονόματός του, ακόμη
κι αν ψελλίζεται ακατάληπτα από ένα ανήμπορο και σαστισμένο χαμογελαστό στόμα, έχει
τη δύναμη να μας χαρίσει ένα από τα ομορφότερα και πιο συγκινητικά φινάλε που
έχουμε δει εδώ και καιρό.