HomeCinemaΚριτική ταινίαςΚριτική Ταινίας: “Shame” | Η μία και...

Κριτική Ταινίας: “Shame” | Η μία και μοναδική ερωτική απόχρωση

Σκηνοθεσία: Steve McQueen

Ηθοποιοί: Michael Fassbender, Larey Mulligan

Ο Μπράντον Σάλιβαν ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη ως μεγάλο στέλεχος διαφημιστικής εταιρίας. Είναι πλούσιος, είναι όμορφος (του πάνε ακόμη και τα γυναικεία καπέλα), είναι επιθυμητός, είναι γοητευτικός. Έχει όλα όσα ο ίδιος θα ήθελε και κάτι παραπάνω. Ο Μπράντον Σάλιβαν δεν μπορεί να κοιμηθεί τα βράδια. Περιφέρεται γυμνός στο άδειο, πάλλευκο σπίτι του αναζητώντας κάτι που ούτε ο ο ίδιος δεν ξέρει τι είναι. Στη ζωή του μόνο ένα πράγμα έχει νόημα. Μια αργά ψυχαναγκαστική, οδυνηρή πολλές φορές συνήθεια, που τον κρατάει δέσμιο, τον τραβάει όλο και πιο βαθιά στη μοναξιά και την απομόνωση, που βυθίζει την ύπαρξή του στο ατέλειωτο μαύρο του εθισμού και της κατάθλιψης. Το σεξ.

Ο Στιβ Μακουίν μετά το, για κάποιους αρρωστημένα σαδιστικό, για άλλους πάλι άκρως ρεαλιστικό και καλλιτεχνικό Hunger, επανέρχεται με μια ταινία η οποία θα διχάσει, θα πυροδοτήσει συζητήσεις, άλλους θα προβληματίσει και άλλους θα ξενίσει, άλλα σίγουρα δεν θα περάσει αδιάφορη. Πάνω σε έναν ωχρό καμβά αστικού τοπίου, σύγχρονης παγκοσμιοποίησης γεμάτης θέλω και πρέπει, στη Νέα Υόρκη του σήμερα που μοιάζει όμως τόσο πολύ με πόλεις post-apocalyptic ταινιών όπως το προφητικό Blade Runner του Σκότ, ο σκηνοθέτης σκιαγραφεί τη ζωή ενός επιτυχημένου εργένη εθισμένου στο σεξ. Ενός ανθρώπου που ακροβατεί επικίνδυνα ανάμεσα στη λογική και την τρέλα, ενός χαρακτήρα που γοητεύει με το βλέμμα και το σοβαρό παρουσιαστικό του, κάτω από το οποίο όμως κρύβονται θλίψη, απόγνωση, ανάγκη για (όχι σαρκική) επαφή. Μιας ψυχαναγκαστικής συμπεριφοράς που φτάνει στα όρια της σωματικής και ψυχικής κατάρρευσης όταν του ζητηθεί να σχετιστεί πραγματικά με κάποιον. Ο δημιουργός πληροφορεί από την αρχή τους θεατές για την κατάσταση του Μπράντον, τους καθιστά γνώστες της πραγματικότητας, και στη συνεχεία απλώς εμβαθύνει βαθμιαία στην προσωπικότητα του κεντρικού ήρωα επιδεινώνοντας διαρκώς την κατάσταση, έτσι ώστε να μην βρίσκεται κανένας στην αίθουσα που να μην έχει καταλάβει το βάρος, την οδύνη, τη θλίψη, την απομόνωση. Στο τέλος ο άνθρωπος, απογυμνωμένος συναισθηματικά, καταρρέει, αγκαλιάζει την ψύχωση και η ηδονή μετατρέπεται σε οδύνη. Η μοναξιά τον ακολουθεί, συνοδευμένη από κλασική μουσική (Μπαχ, καθώς ο πρωταγωνιστής βγαίνει για τρέξιμο στη μεγαλούπολη), το τεχνητό φως δεν λυτρώνει και το σκοτάδι πέφτει πιο βαθεία. Οι λιγοστές συναισθηματικές εκτονώσεις της ταινίας είναι τόσο έντονες που δεν αντέχονται και ο ρεαλισμός (όπως έξαλλου και η ίδια η αλήθεια) φανερώνει τις πιο σκοτεινές, πιο ανείπωτες επιθυμίες, οι οποίες τελικά τρομάζουν και περισσότερο.

Το φιλμ παρουσιάζεται τεχνικά άψογο. Η γραμμική, ομαλή ροή του κορυφώνει το δράμα δίνοντας την αίσθηση ότι τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν χειρότερα απ' ότι είναι (ξεκάθαρα κοινό σημείο με το Ρέκβιεμ του Αρονόφσκι), με την κάθαρση (;) να αποτελεί το αναπόφευκτο σεναριακό αποκορύφωμα. Η εικονογράφηση εναλλάσσει αποχρώσεις του γκρι, του μαύρου και του μπλε, το φως αλλού περιορίζεται από την ίδια τη σκιά και αλλού γίνεται ηλεκτρικό, ενοχλητικό ή και τρομακτικό πολλές φορές, όμοιο με αυτό ανακριτικής λάμπας ή ψυχιατρικής κλινικής. Η πόλη ποτέ δεν έδειχνε τόσο αφιλόξενη, τα κτίρια μοιάζουν να συγκλίνουν και οι δρόμοι να στενεύουν. Οι λήψεις των πρόσωπων, όλες ιδιαίτερα κοντινές, σαν να προσπαθεί η κάμερα να μπει μέσα στους πρωταγωνιστές, να τους ξεσκεπάσει, να αποκαλύψει την πραγματικότητα.

Πολλές φορές πάλι, τα πλάνα μένουν σταθερά και δεν εναλλάσσονται, ακολουθώντας μια πιο ευρωπαϊκή κινηματογραφική προσέγγιση. Η μουσική άλλου τοποθετείται διακριτικά, με ορχηστρικά επαναλαμβανόμενα θέματα, και άλλοτε κυριαρχεί επιθετικά, σκεπάζοντας όλους τους ήχους του υπόβαθρου, μετατρέποντας αυτό που κάποιος θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ως πορνογραφία, σε τέχνη.

Η σκηνοθεσία, σχεδόν πάντοτε στα μέτρα της, δεν εντυπωσιάζει αλλά ούτε και απογοητεύει. Ο Μακκουίν προσπαθεί επιμελώς να αποφύγει το μελόδραμα χωρίς να πλατειάζει (αν και δεν τα καταφέρνει πάντα), αφήνοντας ξεκάθαρα τα ηνία στις ερμηνείες. Εδώ λοιπόν λάμπει απόλυτα το άστρο του Μάικλ Φασμπέντερ. Είναι αυτός που απογειώνει το όλο εγχείρημα ξεχωρίζοντας από όλες τις απόψεις. Δίνοντας την καλύτερη ερμηνεία της έως τώρα πλούσιας καριέρας του, οδηγεί το φιλμ σε παράσταση για έναν ρόλο. Πέρα από την αναμφισβήτητα αρρενωπή εξωτερική του εμφάνιση, ο Γερμανοιρλανδός ηθοποιός αποκαλύπτει σπάνιες υποκριτικές αρετές, ενσαρκώνοντας χωρίς υπερβολές και με απόλυτη φυσικότητα έναν εθισμένο και προβληματικό χαρακτήρα. Γεμίζει τα πλάνα με την παρουσία του, το βλέμμα του ενσαρκώνει την επιθυμία και το πρόσωπό του βγάζει άλλοτε μια αδιάλλακτη σκληρότητα και ακαμψία και άλλοτε βαθύτατο συναίσθημα, ιδιαίτερα στην απεικόνιση της σχέσης με την αδελφή του (Λάρει Μάλιγκαν). Μεταλάσσεται διαρκώς μέσα στην ίδια την ταινία και από μοναδικός κυρίαρχος γίνεται θήραμα, διαλύεται κάτω από το βάρος της αρρωστημένης έλξης, καταστρέφει τα πάντα στο πέρασμά του και καταστρέφεται και ο ίδιος. Οι διάλογοι με την εξίσου εξαιρετική Μάλλιγκαν στο ρόλο της αδερφής του Μπράντον (οι επιλογές της συγκεκριμένης ηθοποιού πάνε από το κάλο στο καλύτερο), αποδεικνύονται σχεδόν ψυχαναλυτικά εύστοχοι, ενώ η διακριτική ερμηνεία της κορυφώνεται στην σπαρακτική σκηνή του τραγουδιού, ίσως στην ομορφότερη εκτέλεση του New York, New York που ακούστηκε ποτέ …

Συνοψίζοντας, το Shame είναι μια δύσκολη ταινία, όπως εξίσου δύσκολος είναι και ο τίτλος της (Ντροπή). Ενα σύγχρονο δράμα για τη μοναξιά, την απομόνωση, την έλλειψη σχέσεων μέσα στην παγκοσμιοποιημένη καταναλωτική αστική κοινωνία. Ειναι όμως και πολλά περισσότερα από αυτό. Πρόκειται για μια σπουδή πάνω στις ανθρώπινες επιθυμίες, στα τέρατα που ο καθένας κρύβει μέσα του. Ενα φιλμ που βυθίζεται αργά μέσα στο σεξουαλικό μαρτύριο και μαζί του παρασέρνει και εμάς. Αδιαφορώντας πλήρως για τις κριτικές τις οποίες δέχτηκε για τις τολμηρές σκηνές του, δεν μπορείς πάρα να νιώσεις ότι πρόκειται για μια πολύ δυνατή κινηματογραφική εμπειρία, επίκαιρη και δυσοίωνη, διαταγμένη και πέρα ως πέρα ειλικρινής.

Related stories

Στην Κονσέρβα ήπιαμε στην υγειά της αιώνιας καψούρας

Μπορεί να έχεις ακούσει για τον Χάρη της Κονσέρβας,...

ΘΕΑΤΡΟ | Τα 39 Σκαλοπάτια του Patrick Barlow στην Θεσσαλονίκη

«Τα 39 Σκαλοπάτια», το κωμικό θρίλερ κατασκοπείας που παρουσιάστηκε...

Η Μαρία που έγινε Κάλλας: Αξίζει να το δείτε;

Η σειρά «Η Μαρία που έγινε Κάλλας» ξετυλίγει τη...

Αστικοί Θρύλοι | Το 1ο Γυμνάσιο

της Μαρίας Ράπτη Εκείνοι που δεν γεννήθηκαν ποτέ, παίζουν στα...