Δράμα κοινωνικών
δικαιωμάτων, δωματίων και δρόμων.
Σκηνοθεσία: Ava
DuVernay
Ηθοποιοί: David Oyelowo, Carmen Ejorgom, Tim Roth, Tom Wilkinson
Η
Σέλμα, η μικρή αμερικάνικη κωμόπολη της Αλαμπάμα, εκεί που διαδραματίσθηκε μια
από τις σημαντικότερες πορείες του αγώνα των μαύρων για τη διεκδίκηση των
πολιτικών τους δικαιωμάτων, θα μπορούσε άπλα να είναι ένας τόπος όπου η ιστορία
έζησε σκοτεινές, αλλά ξεχασμένες στιγμές. Τα γεγονότα θα μπορούσαν να έρχονται
στη μνήμη ως μια δυσάρεστη ανάμνηση βίαιων αλλά κερδισμένων αγώνων. Η νέα
ταινία της Άβα Ντι Βερνέ ωστόσο, αποπνέει την αίσθηση μιας ανολοκλήρωτης μάχης.
Μιας μάχης που ακόμη δίνεται. Ίσως όχι με τους ίδιους όρους, αλλά το ίδιο
απαιτητική, το ίδιο συλλογική, το ίδιο αναγκαία. Μια μάχη που στο πρόσωπο ενός
από τους μεγαλύτερους πολίτικους και κοινωνικούς ηγέτες στην παγκόσμια ιστορία,
βρήκε τον μεγάλο εκφραστή της, το ισχυρότερο ηθικό στήριγμα. Αυτόν που
εναντιώνεται στη βια ζητώντας ισότητα, δικαιοσύνη και κυρίως ελευθερία. Που
αντιλαμβάνεται ότι χωρίς τα ίσα πολιτικά δικαιώματα, χωρίς το ουσιαστικό και
από καιρό κατοχυρωμένο δικαίωμα στην ψήφο “τότε δεν υπάρχεις, τότε δεν μπορείς
να λογαριάζεσαι άνθρωπος ….
Η
ταινία εντοπίζει πολύ γρήγορα στο περιεχόμενό της, την καθημερινότητα δηλαδή
μιας ταραγμένης εποχής. Πολύ εύστοχα, έχει ως κεντρικό άξονα την μεγαλειώδη ειρηνική
πορεία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και των συναγωνιστών του από τη Σέλμα στο
Μοντγκόμερι και κυρίως την απόπειρα τους να διασχίσουν τη γέφυρα Έντμουντ Πέτις
προτού αναχαιτιστούν βίαια από την αστυνομία και την πολιτοφυλακή της Αλαμπάμα.
Παράλληλα, εστιάζει στην λεπτομερώς οργανωμένη ηγεσία του Δρ. Κινγ στο κίνημα, την
πίστη του στο ότι μια ειρηνική μορφή διαμαρτυρίας έχει τη δυνατότητα να
αποκτήσει τεράστιων διαστάσεων δύναμη και μπορεί να αποβεί περισσότερο
αποτελεσματική από έναν ένοπλο αγώνα (η σχέση του με τον άλλο ηγέτη των μαυρών,
τον Μάλκομ-Χ, τυγχάνει ελάχιστης αναφοράς), αλλά κυρίως στις εξαντλητικές
διαπραγματεύσεις, τις συμφωνίες και τους πολίτικους συμβιβασμούς που γίνονται
σε γραφεία υπό το βλέμμα επιμελώς τοποθετημένων πορτρέτων παλαιότερων προέδρων.
Η μάχη φτάνει να δίνεται κυρίως στα παρασκήνια, καθώς ο Κινγκ προσπαθεί
απεγνωσμένα να πείσει έναν αμφιλεγόμενης ηθικής και μη ιδιαίτερα συνεργάσιμο
πρόεδρο Λύντον Τζόνσον (μακιαβελική φιγούρα του Τομ Γουίλκινσον που κοιτά
κυρίως να προστατεύσει τη φήμη και την επανεκλογή του) σε τέτοιο βαθμό όμως, που
φτάνεις σε σημείο να νομίζεις ότι χάνεις τελικά τις σκηνές των πραγματικών
γεγονότων. Σε εκείνες τις στιγμές, έρχεται ο φλογερός λόγος του πρωταγωνιστή να
ανυψώσει το εγχείρημα, ενώ οι περιορισμένες μεν, αλλά ουσιώδεις σκηνές βιας και
καταστολής, σε κάνουν να αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν ένας ολόκληρος λαός, που
έχει υποστεί τόσα πολλά, να συμφωνεί τελικά στην ιδέα ότι η απάντηση στη
βαρβαρότητα είναι η ειρηνική και γεμάτη αυταπάρνηση συμμέτοχη. Ο Βρετανός
Ντέιβιντ Ογιελόγο, ερμηνεύει υπέροχα, εντοπίζοντας τη χρυσή τομή ανάμεσα στο
θάρρος και την ψυχική ευαλωτότητα, αναλαμβάνοντας έναν φύση δύσκολο ρόλο, στον
οποίο όμως κατορθώνει να προσδώσει τη στιβαρότητα, το χάρισμα αλλά και τη
διακριτικότητα ενός μύθου. Οι προσωπικές στιγμές αμφισβήτησης (την κρίσιμη
στιγμή που ο αγώνας ζήτα συλλογικές και όχι προσωπικές θυσίες), δίνουν τη θέση
τους στην μοιραία και συγκλονιστική παραδοχή ότι ο κόσμος που ακολουθεί, ενεργεί
πια συνειδητά και είναι αποφασισμένος, είναι έτοιμος για όλα. Εκεί λοιπόν είναι
που ο χαρακτήρας αποκτά μεγάλο ειδικό βάρος πετυχαίνοντας απόλυτα τη
συναισθηματική σου εμπλοκή.
Η
αφήγηση αναζωογονητική, διακόπτεται εύστροφα από μικρές δακτυλογραφημένες
προτάσεις που εμφανίζονται στην οθόνη, δίνοντας την αίσθηση ότι όλες οι δράσεις
του κινήματος παρακολουθούνται. Το μοναδικό ίσως μεμπτό της στοιχείο, είναι
ουσιαστικά το ίδιο από το οποίο πάσχουν σχεδόν όλες οι δραματοποιημένες
ιστορικές ταινίες. Είναι αδύνατο να εισάγει ο σκηνοθέτης την προσωπική του
σφραγίδα, να πάρει ρίσκο, να διακινδυνέψει κινηματογραφικά. Εμποτισμένη με τη
λάμψη και τη δόξα της προσωπικότητας που αποπειράται να περιγράψει, το φιλμ
τελικά υπονομεύει τη ρεαλιστικότητά του, αφού φαντάζει περισσότερο στολισμένο
απ' ότι χρειάζεται. Σ΄ αυτό σίγουρα δε βοήθα και ο διδακτισμός ή η δυσκαμψία
ενός φιλμ με πολιτικό περιεχόμενο (φέρνει στο νου το βραβευμένο “Lincoln του Σπίλμπεργκ), αποτελώντας το υπέρτατο τίμημα της
αποτύπωσης μεγάλων στιγμών της ιστορίας. Παρόλες τις αστοχίες όμως, το “Selma είναι μια ενστικτώδης ταινία με αξιοθαύμαστη εσωτερική
δύναμη, που πέφτει στην άσφαλτο όπως και οι κατατρεγμένοι διαδηλωτές, αλλά με
γενναιότητα ξανασηκώνεται και προχώρα μπροστά. Είναι τουλάχιστον αδικαιολόγητη
η σχεδόν ολοκληρωτική απουσία της από τα Όσκαρ, με ισχυρότερη αυτή του
πρώτου ανδρικού ρόλου (υποψηφία για καλύτερη ταινία και τραγούδι), καθώς
η Ακαδημία -η οποία ειρήσθω εν παρόδω απαρτίζεται κατά 90% από λευκούς και κατά
76% από άνδρες- επέλεξε το στρατευμένο, προπαγανδιστικό λόγο του “American sniper του Ίστγουντ. Μπορεί τελικά η δικαίωση που αποπνέει ο επίλογος, η αίσθηση
της διαβεβαίωσης ότι η μάχη έχει πια κερδηθεί, να μοιάζει αν όχι δυνητικά
επικίνδυνη τότε σίγουρα άβολα απατηλή.
***