Σκηνοθεσία:
Marianne Tardieu
Ηθοποιοί:
Reda Kateb, Adèle Exarchopoulos, Rashid Debbouze
Μικροί άνθρωποι, που ζουν μικρές ζωές, σκοτεινές και μίζερες. Μια διαδρομή που φαντάζει αιώνια, καθώς το λεωφορείο που τους πηγαίνει στη δουλειά, την οποία αναγκάζονται να υφίστανται για να επιβιώσουν, περνά πάντα από τις ίδιες στάσεις, από τα ίδια πανομοιότυπα ασφυκτικά μπλοκ πολυκατοικιών, αντικατοπτρίζοντας πάντοτε την ίδια θλίψη στο πρόσωπο αυτών που κάθονται κοντά στο παράθυρο. Οι οικουμενικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης τρυπώνουν στην καρδιά των πολιτών της χαμηλής τάξης, δηλητηριάζοντας την ήδη χαμένη τους αυταξία, καθιστώντας τους ανήμπορους να αντιδράσουν, υπονομεύοντας οποιαδήποτε ανάγκη δημιουργικότητας και φορτώνοντάς τους με βάρη που κάνεις δεν θα μπορούσε να σηκώσει. Οι ικανότητες και τα προτερήματα παραβλέπονται σκόπιμα ή χάνονται, ποδοπατούνται και καταστρέφονται συστηματικά. Γειωμένο όσο τίποτε, το φιλμ της Μαριάν Ταρντιέ, αναζητά τη χαμένη αξιοπρέπεια μέσα στην πνιγηρή ρουτίνα της καθημερινότητας. Παρότι σε μερικές στιγμές μοιάζει να παρεκκλίνει προς την (άστοχη) ηθικολογία, διατηρεί το ευδιάκριτο στίγμα των ευρωπαίων κοινωνικορεαλιστών δημιουργών (η ατμόσφαιρα των Νταρντέν πλανάται στον αέρα), που κατορθώνουν να πνίξουν, εξαφανίζοντας σχεδόν κλειστοφοβικά οποιαδήποτε μικρή αχτίδα οπτιμισμού.
Στο πρόσωπο του Σερίφ (ολοκάθαρα σαρκαστικό το όνομά του) εντυπώνονται η βάθια ανάγκη του καταπιεσμένου για μια σημαντική ανατροπή στη ζωή, αλλά και η ματαιότητα της συνειδητοποίησης της μοναξιάς αυτών που πραγματικά προσπαθούν για μια τίμια αλλαγή των συνθηκών, τη στιγμή που οι περισσότεροι κυνηγούν μανιωδώς μια παράκαμψη. Μετά την σοκαριστική παρουσία του στο (κατά τα άλλα) στρατευμένο και ανιαρό Zero Dark Thirty, ο Γάλλος ηθοποιός Ρεντά Κατέμπ υποδύεται στιβαρά έναν χαρακτήρα αναπόδραστο, καθώς η απογοήτευση και το συναισθηματικό αδιέξοδο του χτυπούν διαρκώς την πόρτα. Αναγκασμένος να υφίσταται καθημερινά την απόρριψη και το χλευασμό (δουλεύει ως ιδιωτικός φύλακας σε ένα πολυκατάστημα, εξ ου και ο αλληγορικός τίτλος που παραπέμπει σε συνθήκη αδικαιολόγητης αναστάτωσης) βλέπει τη ζωή του να συμπιέζεται σε ένα πνιγηρό καθημερινό γολγοθά, ανασαίνοντας μόνο μέσα από κλεφτές ματιές μιας δειλής ρομαντικής προοπτικής. Ο ηθοποιός παρότι στήνει ερμηνευτικά τον αντιήρωα μέσα από τα υπόκωφα, απελπισμένα βλέμματα, καθιστώντας την παρουσία του τόσο άχρωμη όσο και το πλαίσιο του φιλμικού κάδρου, εντούτοις συναντά περιορισμούς που τον αποσυνδέουν με την συναισθηματική ταύτιση, λόγω κυρίως του μεγαλύτερου δομικού προβλήματος της ταινίας, που δυστυχώς είναι το σενάριο. Οι συσχετισμένες εικόνες παραπέμπουν σε μια σκηνοθετική προσέγγιση που μοιάζει να μην έχει αποφασίσει προς τα που η υπόθεση θα στραφεί και κυρίως πώς θα τελειώσει. Μία δε, άλογη και υπερβολικά δραματοποιημένη σκηνή ληστείας, παίζοντας το ρόλο του παράνομου λάθους – ασύνδετη και κακά φωτισμένη ειρήσθω εν παρόδω- αποτυγχάνει να αποτελέσει την κορύφωση ή έστω την απόπειρα ανατροπής ενός ήδη ξεχειλωμένου στόρι που παρά τα σκάρτα ενενήντα λεπτά, θα ταίριαζε και θα αξιοποιούνταν περισσότερο σε μια μικρού μήκους δημιουργία. Μακριά από αυτό που θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει ως υποστηρικτικό ρόλο βρίσκεται και η γυναικεία παρουσία της (κατά τα άλλα πανέμορφης) Αντέλ Εξαρχόπουλος (Η Ζωή της Αντέλ), ουσιαστικά για πρώτη φορά μετά τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ των Καννών. Η ίδια της εμφανίζεται -σχεδόν τιμητικά- μόνο για λίγες σεκάνς, ως η αμυδρή συναισθηματική διέξοδος του Σερίφ αλλά χάνεται στη συνεχεία, παραμένοντας άοσμη στο μπαγκράουντ, με το τρέιλερ (προφανώς για εμπορικούς λόγους) να υπερτιμά εσκεμμένα την ελάχιστη συμμέτοχη της στο φιλμ.
Αφήνοντας έκτος οποιαδήποτε προσπάθεια να πείσει στο σασπένς και την αγωνιά, το Σε επιφυλακή παρουσιάζεται ως ένα δράμα κάλων προθέσεων, που ακολουθεί κατά γράμμα έναν κλασικό ζοφερό τρόπο αφήγησης, ο οποίος με τη σειρά του καθιστά απόλυτα πιστική την απεικόνιση της ρεαλιστικής χαμηλόμισθης κοινωνίας των προάστιων και των μεταναστών (ξεκάθαρος ο υπαινιγμός του), αλλά δυστυχώς παραμένει, από την αρχή μέχρι το φινάλε, μια μισοψημένη και ελαφρώς ανεπιτυχής δημιουργία. Χαρακτηριστικό δείγμα της προβληματικότητάς της αποτελεί το γεγονός ότι μία και μοναδική (έξοχη παρεμπιπτόντως) σκηνή, αυτή του αυτοσχέδιου πάρτι των εργαζόμενων της εταιρίας κέτερινγκ, που με τα ρούχα της εξαντλητικής τους εργασίας χορεύουν σχεδόν θεατρικά, γιορτάζοντας ουσιαστικά με αυτά που περισσέψαν, θα μπορούσε να περιγράψει όσο περισσότερο γλαφυρά και τραγικά γίνεται αυτό που ολόκληρη η διάρκεια της ταινίας προσπαθεί βασανισμένα να στοχεύσει.
Η ταινία προβάλλεται στη Θεσσαλονίκη, στον κινηματογράφο Βακούρα 2