HomeCinemaΚριτική ταινίαςΚριτική Ταινίας | ONE THOUSAND TIME GOOD...

Κριτική Ταινίας | ONE THOUSAND TIME GOOD NIGHT/ΧΙΛΙΕΣ ΦΟΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ:

Σπουδαία υποκριτική, δυνατή φωτογραφία, πειστική αφήγηση, μα ταινία ουσιαστικά
ανώδυνη και κινηματογραφικά μονοεπίπεδη. Η αφηγηματική αντιπαράθεση, παραμένει μονοθεματική
καθ’ όλη την διάρκεια. Ο δημιουργός είχε προθέσεις, μα αδυνατεί να
προβληματίσει, να ερμηνεύσει και έτσι αυτοκαταναλώνει τις όποιες ιδέες μέσα στο
χώρο και τον χρόνο που λειτουργεί το φιλμ. Οι συνειρμοί σταματούν την στιγμή,
που πέφτει και η αυλαία.

ΑΝΑΛΥΣΗ:

Όλη η ταινία βασίζεται σε μια αρχική
και μόνιμη σύγκρουση
. Η Juliete Binoche επαγγελματίας
φωτορεπόρτερ πολεμικών συρράξεων, η Juliete Binoche μητέρα και
σύζυγος. Ένταση και γαλήνη, θα πούμε αρχικά. Αλλά μήπως τα πράγματα τελικά
είναι ανάστροφα; Ή μια κάποια σύνθεση αυτών των δυο «εχθρικών» στάσεων ζωής; Ο
δημιουργός σε όλη την διάρκεια του φιλμ, προσπαθεί, να αγαπήσουμε, να
συμπαθήσουμε ίσως και να συλλογιστούμε πάνω σε τούτη την αντιπαράθεση κι αυτό
εν τέλει είναι το θέμα της ταινίας.

Ως κεντρικό άξονα αφήγησης
έχει το φωτορεπορτάζ. Η ταινία, όμως, δεν στοχεύει στον εκθειασμό της
φωτογραφίας ως τέχνης ή ως τεκμήριο, ασχέτως που ασυναίσθητα – και λανθασμένα,
προς την πρόθεση του περιεχομένου – το κάνει. Δείχνει την πλευρά του
φωτορεπόρτερ συρράξεων, όταν δεν βρίσκεται στην ώρα του καθήκοντος. Μια πλευρά
ολότελα διαφορετική, την ανθρώπινη, την καθημερινή, την οικογενειακή. Μια
πλευρά όπου μεταφράζει το «μετά», την στιγμή που ο άνθρωπος αδυνατεί να σηκώσει
το συμπυκνωμένο βάρος στις πλάτες του. Το βάρος της «ενοχής» παράγωγο της
αποτυπωμένης εικόνας.

Η αντιπαράθεση μεταφέρεται παράλληλα σε πολλά επίπεδα αν και τριτεύοντα.
Άνδρας – γυναίκα, φωτογραφία – καθημερινότητα, χαρά – λύπη, σπίτι οικογένειας
(κλειστοί χώροι) – άπω Ανατολή (ανοιχτοί). Η ταινία βασίζει λοιπόν, όλη της την
αφήγηση σε, τέτοιου τύπου, ασύμφωνα μεγέθη και αξίες. Όμως αυτό γίνεται
επαναλαμβανόμενα και χάνει, εν τέλει την δυναμική του.

Η κόρη της Juliete,
ζει την ανεξαρτητοποίηση της, μέσα από την ανάγκη να βρίσκεται πιο κοντά στην
μάνα. Υπάρχει μια σχέση ανάγκης (και μη), επαφής, ανάμεσα στις δύο. Και η μάνα,
αυτή που αν και όλο λείπει, είναι ωστόσο πιο κοντά στις κόρες της, είναι μια
γυναίκα φωτορεπόρτερ πολέμου, ένα από τα πιο ριψοκίνδυνα επαγγέλματα, είναι άρα
σύμβολο γυναικείας χειραφέτησης, ανεξαρτησίας και αγώνα για ισοτιμία.  Ο πατέρας από την άλλη είναι ο αποτρεπτικός
παράγοντας, ο συντηρητισμός, που προσπαθεί να κρατήσει την κατάσταση σε όσο το
δυνατό ερμητικά πλαίσια, καθαρότητας, αποφυγής του μοιραίου και των προστριβών
που αυτό γεννά. Μοιάζει και είναι κτητικός, συναισθηματικά υποκριτής, ψυχικά
ιδιοτελής, «μικρός» μέσα στην εγωπαθή σφαίρα του, έχει το ρόλο του μη αναγκαίου
προστάτη, χαρακτηρισμός που κάποτε (σε παλιότερα χρόνια) έφεραν οι γυναίκες.
Για να φέρει όμως ο δημιουργός στην επιφάνεια το ζήτημα της ισότητας των φύλων,
με σχετικά αφελή τρόπο, δίνει στον άντρα ένα ρόλο που δεν τον έχει. Μοιάζει
περισσότερο με εύκολη σεναριακή λύση για την εξεύρεση περιεχομένου.


Ζητήματα προβληματισμού, η ταινία, φέρει επίσης αρκετά. Υπάρχουν
ηθικά όρια σε τούτο το επάγγελμα; Τι σημαίνει προτεραιότητα στην ζωή; Ο
φωτογράφος, μοιάζει να είναι το συλλογικό μάτι των γεγονότων και των καιρών, το
τεκμήριο της αλήθειας. Ποια είναι η ευθύνη του; Με μια σειρά σεκάνς
πυροβολισμών (shooting)
και φωτογραφικών κλικ (πάλι shooting) μας έρχεται στο μυαλό, άλλο ένα ερώτημα. Είναι η πένα πιο δυνατή από το
ξίφος;

Είναι αλήθεια πως η Juliete Binoche για άλλη μια φορά
μας αφήνει άφωνους με τις υποκριτικές
ικανότητες
της. Σηκώνει το βάρος του ανθρώπινου στεναγμού. Μαεστρικά και
βαθιά δραματικά σαν ηρωίδα σε τραγωδία. Η ταινία έχει τούτο τον στόχο, ούτος ή
άλλος. Ο τρόπος χειρισμού της φωνής, των εκφράσεων θλίψης, μελαγχολίας και
εσωτερικής προσπάθειας να ορθοποδήσει μπρος σε ένα καθημερινό μαρτύριο. Τον
ρόλο της μάνας, της συζύγου και παράλληλα τον ρόλο της χειραφετημένης γυναίκας.
Μια σύνθεση του γυναικείου φύλου. Πέρα από μελετημένη ηθοποιός η Juliete είναι μια σπουδαία κινηματογραφική
φυσιογνωμία. Αλλά εδώ μπαίνει το ερώτημα, που έχει μπει πολλάκις στο σινεμά.
Κατά πόσο δηλαδή, μπορεί μια ερμηνεία να εκτοξεύσει, να υπερβεί μια ιστορία
σχετικά μη ισοδύναμη.

Έχει γενικά μεγαλεπήβολη γραφή, καλό
ρυθμό και καλή αντίληψη της αφήγησης
. Αριστοτελική και δίχως άλματα ή αφαιρέσεις.
Είναι ρεαλιστικά δομημένη και παρακολουθείται με μεγάλη ευκολία. Αλλά μήπως από
όλη αυτή την κλασική δομή, τελικά δεν πέφτει τόσο βάρος στην βαθιά ουσία, που
θα μπορούσε – και μπορεί – να έχει το θέμα; Η ταινία, αν και προσπαθεί για κάτι
άλλο, εμμένει σε ένα προσωπικό και ενδοοικογενειακό δράμα, και τα στοιχεία της
κοινωνικής πραγματικότητας, αν και εισέρχονται κάθε τόσο σε δεύτερο, φυσικά,
πλάνο, μένουν ξεκρέμαστα και ανολοκλήρωτα. Με αποτέλεσμα το κοινό να αποκομίζει
τελικά μόνο την σπουδαιότητα, τις «ανείπωτες» δυσκολίες και την αυταρέσκεια του
ριψοκίνδυνου φωτογράφου, παρά του κόσμου που φωτογραφίζει και πραγματικά
μαρτυρεί!

Διεύθυνση φωτογραφίας: Σύνθεση πάλι των αντιθέτων. Από την μία, τον
ρεαλισμό της καθημερινότητας, με κίνηση και φωτισμό γήινο και τρυφερό καθώς και
με ευρυγώνια πλάνα τύπου ύστερου Malick υφολογικής αναζήτησης. Από την άλλη με γρήγορες ασταθείς κινήσεις, ζουμ
και φλουταρίσματα, προσπαθεί να δώσει εικονικά την δυναμική ένταση του
φωτορεπορτάζ και της ψυχικής κατάστασης της ηρωίδας. Και το πετυχαίνει.
Συμβατικά μεν, πειστικά δε.

Αρνητικά


Πρώτον: Δεν μας συγκρατεί η μη εφευρετικότητα, η δυσχέρεια ερμηνείας οικουμενικών
ζητημάτων και το κατρακύλισμα στο μελό. Μοιάζει πρώτα να αποφάσισε την ιδέα και
το κάδρο των στοιχείων του φιλμ και μετά να αναρωτήθηκε τα κεντρικά ζητήματα,
το ζουμί. Ο κινηματογράφος όμως λειτουργεί αντίστροφα, όπως και κάθε τέχνη.
Πρώτα ο δημιουργός αποφασίζει τι θέλει να πει και μετά βρίσκει τον τρόπο.

Δεύτερον: Ο δημιουργός μοιάζει να γνωρίζει κάπως τα σύγχρονα κοινωνικά
και πολιτικά ζητήματα, αφού μελετάει σε ένα βαθμό την θέση των φύλων. Δεν μπορώ
να πω όμως πως το ίδιο συμβαίνει και για το σύνολο των αξιών, αρχών και ιδεών
που διατρέχουν το έργο. Δεν ξέρω ποια είναι η πρόθεση, πέρα από την συγκίνηση,
αλλά σημασία σε ένα έργο δεν έχει η άγνωστη πρόθεση του δημιουργού, αλλά οι
ιδέες του ίδιου του έργου, συμπυκνωμένες με τρόπο ώστε να γίνονται αντιληπτές
από το κοινό. Σε τούτο τον τομέα το έργο μπορεί να δεχτεί σοβαρή κριτική.

Τα
επιφανειακά, γιατί για τέτοια μιλάμε σχόλια πάνω στην λογοκρισία, την δύναμη
και την ευθύνη των πολυεθνικών. μοιάζουν εντελώς αυθαίρετα, αδύναμα και κάπως
ρομαντικά αναφερθέντα, αν όχι παραπλανητικά. Και το λέω αυτό γιατί σαν σύνολο η
ταινία, έχει λανθασμένα ιδεολογήματα. Τα πρώτα εισέρχονται στο φιλμ με διάλογο
– άρα μειωμένης κινηματογραφικής δύναμης -, ενώ τα δεύτερα με ισχυρή εικόνα και
παραστατισμό, μέρος συστατικό, δηλαδή, του φιλμ.

Τρίτον: Η κοινωνιολογική αντίληψη είναι ελλιπής. Η οδύνη του φωτογραφούμενων
γυναικόπαιδων κάτω από τον φόβο της πείνας και του πολέμου πως μπορεί να
συγκριθεί με την προσωπική οδύνη του φωτογράφου; Γιατί η Κένυα να είναι ένα
στιγμιαίο γεγονός, ενώ η απόγνωση της μάνας, όλη η ιστορία; Αυτό αναγκαστικά,
δημιουργεί συνειρμούς προτεραιοτήτων για το κοινό. Το προσωπικό πρώτο και το
κοινωνικό μετά. Δηλαδή από όλη την ταινία εμείς πρέπει να πούμε μπράβο στην
οικογενειακή συμφιλίωση και ψυχική αυτογνωσία ή αυταρέσκεια ενώ ο κόσμος –
αυτός που καταγράφει η φωτογραφική εικόνα – συνεχίζει να εισπράττει το
μακελειό;

Και τέλος κάτι που θεώρησα απαράδεκτο. Το φινάλε είναι επιτομή της
αμερικάνικης αντίληψης θεωρία περί Ισλαμικού φονταμενταλισμού τύπου. Η ηρωίδα,
σαν να μετράει τις δικές μας αντιδράσεις, πέφτει στα γόνατα σε απόγνωση είθε να
δείξει πως η τραγωδία δεν έχει τέλος και δεν υπάρχει καμιά προοπτική, σαν
ύμνος, για καθαρά συγκινησιακούς λόγους, στην αποτυχία της ανθρωπότητας, παρά
σαν αναγκαία κατάληξη του φιλμικού στόρι.

Related stories