Μια νοσηρή απεικόνιση ενός ολόκληρου συστήματος σχιζοειδών αξιών,
υπάρξεων, ανθρώπων. Το Hollywood σκιώδες – εξ αντικειμένου πραγματικό,- ένας χάρτης, αν όχι για τα
αστέρια που εκπίπτουν, αλλά για τα μονοπάτια της θλιβερής ματαιότητας που
ανασαίνει μέσα στο λαμπρό της βούρκο. Μια παρακμή, ένα παλούκωμα της
φιλοδοξίας, ένα κλειστό κύκλωμα αδιέξοδο, πλαισιωμένο από χαρακτήρες σκιές του
εαυτού τους,- αλλοτριωμένοι – μη γοητευτικοί, σαθροί. Σε ρυθμούς ηθολογικού
τρόμου, αποστειρωμένου περιβάλλοντος από το φως, τους ζωντανούς ήχους, τους
ειλικρινείς ανθρώπους. Η αλαζονεία, η εσώτερη βρωμιά, η συνολική ανάγκη για
απόκρυψη της, πράγμα αδύνατο στην απάτη του φαίνεσθε – ενώ τα περιττώματα της
Βιομηχανίας ανθρώπων, σκέψεων, ζωών αναδίνουν την ζοφερή τους οσμή και έτσι το
ποίημα του Paul Elyard «Ελευθερία» ακούγεται τόσο μα τόσο άκαιρο μα
και παραδεκτώς ζωντανό.
Αυτό κάνει ο σκηνοθέτης. Βάζει όλη του την δύναμη να δώσει στο κοινό την
άποψη του για τούτο το παρακμιακό σύστημα – που είναι δομημένο εφιαλτικά. Όλο
το στόρι, γεμάτο χαρακτήρες αποκρουστικούς, σχεδόν μη υπαρκτούς, συνηγορούν
στην δημιουργία ύφους και γενικής άποψης. Η δομή πολυδιασπασμένη, μη συμβατική,
κάθε χαρακτήρας και ένα κομμάτι του puzzle της Χολιγουντιανής ασχήμιας. Τίποτα όμορφο, τίποτα θελκτικό, τίποτα
ζωντανό, μια σήψη προϋπάρχουσα και μονίμως αναπτυχθείσα. Οι γωνίες λήψεις
ξερές, αντιαισθητικές, οι ερμηνείες κρότοι σκότους στο σκοτάδι. Μακελειό και
θάνατος. Συμβολισμοί φανεροί και αόρατοι, πρόβα για μια μυθολογία, για μια
παράσταση μέσα σε κλειστούς χώρους όπου κάθε πράξη, κάθε συναίσθημα ολισθαίνει
στο να γίνεται αποκρουστικό. Κομψότητα καμία.
Όμως κάτι δεν κολλάει. Φλυαρία το λες, κόπος να δώσει ξανά και ξανά, με κάθε
δυνατό τρόπο, την ίδια θέση. Οι διάλογοι, οι σχέσεις των χαρακτήρων, το
παρελθόν και τα φαντάσματα του, είναι απλά διαφορετικές εκφράσεις του ίδιου
αρχικού προβληματισμού. Αυτός δεν εξελίσσεται καθόλου. Μένει η αρχική εντύπωση,
μη δίνοντας την δυνατότητα σε εμάς, να πάμε ένα δυο βήματα παραπέρα.
Ο Cronenberg έχει φάει το
σινεμά με το κουτάλι. Έχει δημιουργήσει, μέσα στα χρόνια νέους όρους και νέους
κανόνες στο μέσο. Η ανταπόκριση του στην σινεματική γλώσσα, δεν μπορεί παρά να
σφύζει από μορφική ποιότητα – το άγγιγμα του, γενικά, είναι άγγιγμα στιβαρό,
σίγουρο, βλέπει την ζωή μέσα από το μονόκλ του κινηματογραφικού δημιουργού .
Αυτό όμως δεν ορίζεται, εν τέλει σε μια άκριτη στάση μπρος στο τελευταίο έργο
του. Γι’ αυτό παρά τις όποιες μορφικές και ιδεολογικές του προσεγγίσεις το
2014, δημιουργεί έναν μύθο που εύκολα μπορεί να θεωρηθεί υπέρμετρος – ευκόλως
ξεθεμελιωμένος από το ίδιο το σύστημα στο οποίο προσπαθεί να ασκήσει τούτη την
νοσηρή κριτική.
Θα πρότεινα να δούμε το “Birdman (Η απρόσμενη αρετή της άγνοιας)” του Inarritu (Biutiful, Babel) , που βγαίνει την
ίδια μέρα. Παρόμοιο θέμα αλλά άλλου τύπου οπτική. Φρέσκια, ζωντανή, στιβαρή και
οργανωμένη με απόλυτη δόμηση μέσα στην αυτοσχεδιαστική του ένταση, του ίδιου
αδηφάγου συστήματος, της ανόδου και πτώσης των φιλοδοξιών αλλά χωρίς την εγωκεντρική
μεμψιμοιρία του κυρίου Cronenberg. OInarritu, κάνει βήματα μπροστά στις εκφραστικές
δυνατότητες του μέσου, παίρνει μια ιστορία, την αφηγείται με σίγουρη ματιά,
διαυγέστατη, τις δίνει όλες μορφικές ανάγκες του περιεχομένου και δημιουργεί
ένα αριστούργημα.