Σκηνοθεσία: Ira Sachs
Ηθοποιοί: John Lithgow, Alfred Molina,
Marisa Tomei
Είναι
η αγάπη παράξενη τελικά; Μήπως είναι η ζωή παράξενη; Μήπως πάλι, ο τρόπος που
αγαπάμε είναι παράξενος και όχι το ίδιο το συναίσθημα; Κατά τον Άιρα Σακς, βραβευμένο
ανεξάρτητο Αμερικάνο σκηνοθέτη, η αγάπη έχει μοναδικότητα. Σ’ αυτό το τρυφερό
φιλμ, καθένας από τους ήρωες αγάπα μοναδικά. Και αυτό είναι που ουσιαστικά τους ενώνει.
Αυτή
η συγκινητική και εξαιρετικά ερμηνευμένη ιστορία έχει να κάνει με την αγάπη, τη
φίλια, ίσως και λίγο με τις τιμές των ακινήτων στη Νέα Υόρκη. Οι δυο βασικοί
πρωταγωνιστές, ο Τζορτζ (Άλφρεντ Μολίνα) καθηγητής μουσικής σε ένα καθολικό
σχολειό, και ο Μπεν (Τζον Λίθγκοου), συνταξιούχος και επίδοξος ζωγράφος, αποφασίζουν
να παντρευτούν μετά από μια σχέση σαράντα ετών. Την ρομαντική και αδέξια τελετή
διαδέχονται οι θλιβερές συνέπειες. Ο Τζορτζ απολύεται από τη δουλειά του, μόνο
η σύνταξη του Μπεν δεν φτάνει για να συντηρήσουν το κομψό διαμέρισμά τους κι
έτσι αναγκάζονται να το πουλήσουν, ζητώντας παράλληλα φιλοξενία από κοντινούς
φίλους και συγγενείς. Τελικά καταλήγουν σε ξεχωριστά σπίτια, με τους φίλους
τους να δέχονται με χαρά να τους φιλοξενήσουν, αλλά με λιγότερη χαρά να τους
έχουν όλη μέρα ανάμεσα στα πόδια τους.
Η
σκηνοθεσία αφήνοντας πίσω την κατάφωρη κοινωνική αδικία της απόλυσης του γκέι
δάσκαλου, εστιάζει την προσοχή της πάνω σε άλλα, εξίσου ενδιαφέροντα θέματα. Η
πρόκληση που αντιμετωπίζει κάνεις κατά τη συμβίωση με άλλους είναι από τους
πυρήνες του φιλμ, με μια συνεχή αλληλεπίδραση (και ίσως εντάσεις) ανάμεσα σε
αυτούς που προσπαθούν να βοηθήσουν και σ’ αυτούς που προσπαθούν να μην γίνουν
βάρος, αποδομένη όμως με εξαίσια διακριτικότητα και τρυφερό, υπόγειο χιούμορ. Το
σενάριο ακουμπά με σεβασμό πάνω στους κύκλους μιας αγάπης που ανθίζει με το
χρόνο, ανακαλύπτοντας τις διαδραστικές σχέσεις τριών γενεών, μιας ώριμης και
πιο ολοκληρωμένης, μιας κάπου στη μέση που προσπαθεί να καταλάβει τι θέλει και
πώς τελικά επιβιώνει ο ένας απ’ τον άλλο, αλλά και μιας μικρότερης που ανακαλύπτει
το συναισθηματικό δέσιμο -ερωτικό ή μη- για πρώτη φορά. Με παστέλ τόνους (όμοιους
με τους πινάκες του Τζον) φωτογραφείται η Νέα Υόρκη από τον εξαιρετικό Έλληνα
κινηματογραφιστή Χρήστο Βουδούρη, προσθέτοντας ζωή σε μια πόλη που παίζει
αφενός πρωταγωνιστικό ρόλο, προσφέροντας το ιδανικό σκηνογραφικό καμβά, αφετέρου
ξέρει να μένει στη αφάνεια για να αφήσει με τη σειρά της τους δυο εξαιρετικούς
θεατρικούς ηθοποιούς (και στην πραγματικότητα πολύ κάλους φίλους) να διαπρέψουν.
Επενδυμένο
με βελούδινες μελωδίες του Σοπέν, αφήνοντας ένα εύστοχο σχόλιο πάνω στην
πολυφυλετικότητα της μουσικής που δεν κάνει διακρίσεις (πανέξυπνη η σκηνή του
κονσέρτου), η ταινία αποδίδει σχεδόν σε όλους τους τομείς, πάρα ίσως την
υπερβολική feel-good διάθεση που αποπνέει. Με απόλυτο πρωταγωνιστή έναν συγκλονιστικό και
υπόγεια μελαγχολικό Τζον Λίθγκοου, που αποδεικνύει ότι η καλοσύνη, πάρα το
οποιοδήποτε κόστος, είναι αυτή που μένει τελικά, η ταινία καταφέρνει να πετύχει
το στόχο της, συγκινώντας με αυτό που ίσως πολλές φορές θεωρούμε δεδομένο: την
παρουσία.
*Αναδημοσίευση από το cine.gr