Σκηνοθεσία: Paul
Tomas Anderson
Ηθοποιοί: Joaquin Phoenix, Josh Brolin, Owen Wilson, Katherine Waterston
Αρκετές
από τις ομολογουμένως ιδιαίτερες δημιουργίες ενός από του αυθεντικότερους auter του αμερικάνικου σινεμά, του Πολ Τόμας Άντερσον, ξεκινούν
με πολύπλοκες νοηματικές θεωρήσεις και επιτηδευμένες πλοκές, που καταλήγουν
όμως σε άπλες άλλα ταυτόχρονα ουσιαστικές εσωτερικές παραδοχές, πολλές φορές
επενδυμένες από τη μελαγχολία του ονείρου, που είτε μετατρέπεται σε εφιάλτη (“Θα
χυθεί αίμα”), είτε οδηγείται σε σουρεαλιστική κορύφωση, παραδοχή του κενού και
ισοπεδωτική εξιλέωση (“Μανόλια”). Το ίδιο κατά κάποιον τρόπο συμβαίνει και εδώ,
όταν η ταινία αποφασίζει να σταματήσει να παραληρεί και μπαίνει στην τελική της
ευθεία, ολοκληρώνοντας κάτι που κάνεις δεν θα μπορούσε να προβλέψει από την
αρχή της: το γεγονός ότι μια τόσο φαινομενικά δυσνόητη και άναρχη κατασκευή, αποσυναρμολογείται
σε κάτι που μοιάζει ονειροπόλο και μελαγχολικό. Ένα φιλμ με τόση λεπτότητα που
θα μπορούσε κάλλιστα να εκληφθεί ως μια χαριτωμένη, αλλά επικίνδυνη ιστορία
αγάπης -όσο κι αν ακούγεται περίεργο- σε
μακρινούς καιρούς συναισθηματικής αθωότητας.
Ο
Άντερσον προσαρμόζει και μεταφέρει στο σινεμά, το πολύκροτο μυθιστόρημα του
Τόμας Πίντσον (ενός από τους σημαντικότερους Αμερικάνους λογοτέχνες της γενιάς
του) προσπαθώντας, όπως σχεδόν σε όλα τα έργα του, να κρύψει τη χολιγουντιανή
καταγωγή του εγχειρήματος. Κατέχοντας μια εντυπωσιακή αίσθηση του χώρου, αλλά
κυρίως του χρόνου, μας μεταφέρει στη Νότια Καλιφόρνια των ΄70s, εκεί που όλα επιτρέπονται, ή καλύτερα, εκεί που όλοι
μπορούν να πειραματίζονται. Ο βασικός χαρακτήρας, ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ
ονόματι Λάρι “Ντοκ” Σπορτέλο (Γιόακιν Φίνιξ), αναλαμβάνει ύστερα από παράκληση
μιας παλιάς ερωτικής του φλόγας, να ερευνήσει την αιφνίδια εξαφάνιση του νυν φίλου
της, του μεγιστάνα Μίκι Γούλφμαν. Η αποκάλυψη του βασικού κορμού της υπόθεσης (κάτι
που γίνεται ήδη από … το τρέιλερ) οδηγεί πολύ γρήγορα στη διαπίστωση ότι αυτό
δεν φαίνεται να παίζει κανένα απολύτως ρόλο. Έξαλλου, σχεδόν σε κάθε καρέ, προστίθενται
ολοένα και νέα στοιχειά, τα οποία με τη σειρά τους μπορεί να μην έχουν
ιδιαίτερο νόημα, περιπλέκοντας ακόμη περισσότερο τα πράγματα και κάνοντας
τελικά οποιαδήποτε προσπάθεια αποκρυπτογράφησης μάταιο κόπο.
Μέσα σε αυτή τη
σκηνοθετική δίνη γεμάτη σεναριακές αλυσιδωτές αντιδράσεις, μας συστήνονται
σταδιακά όλοι οι χαρακτήρες, από την ατίθαση εισαγγελέα Πέννυ (Ρίς Γουίδερσπουν)
και τον εκδικητικό μπάτσο Μπίγκφουτ Μπιόρσεν (Τζος Μπρόλιν), έως τον
“νεκραναστημένο” σαξοφωνίστα Κόι Χάρλινγκεν (Όουεν Γουίλσον), σκιτσάροντας
παράλληλα ένα ακριβέστατο πορτρέτο του αντικομφορμισμού, της υποτιθέμενης
επαναστατικότητας, της παράνοιας και της ατελείωτης μαστούρας, της “groovy” δεκαετίας του εβδομήντα. Ο θρίαμβος του εξωφρενικού
ολοκληρώνεται με στιγμιότυπα που φανερώνουν τις νουάρ καταβολές του φιλμ, όπως
το γυναικείο voice-overή την σχεδόν ολοκληρωτική ανατροπή της προηγούμενης σκηνής από την αμέσως
επόμενη. Ο δημιουργός μοιάζει να απολαμβάνει αυτό το νοηματικό ντελίριο
μένοντας ευρέως πιστός στο διήγημα (δυστυχώς χωρίς τις “αγγλόφιλες” αναφορές
και υπαινιγμούς του Πίντσον), χαρίζοντας μοναδικά κουλ στιγμιότυπα φάνκι
διαλόγων και τραγικωμικών σεκάνς, στην προσπάθεια αυτού του μικρού χίπη να βρει
στοιχειά που θα τον οδηγήσουν (μαζί του και εμάς) στη λύση του μυστήριου. Το αποτέλεσμα
παρουσιάζεται τόσο σαρκαστικό, όσο το γεγονός ότι μια αντικομουνιστική πλύση
εγκεφάλου μπορεί να σε επαναφέρει στο δρόμο της αρετής, αλλά ταυτόχρονα και
τόσο αιχμηρό, όσο η παρομοίωση της ίδιας της Αμερικής με μια μόνιμα “φτιαγμένη”
μάνα.
Ολόκληρο
το ονειρικό παραλήρημα, στήνεται αλλά και αποτυπώνεται μέσα από τον κεντρικό
χαρακτήρα της ταινίας, τον οποίο ενσαρκώνει σχεδόν ενστικτωδώς ο Φίνιξ. Η θαμπή
περσόνα με το αδιόρατο, ευγενικό χαμόγελο (το οποίο εξαφανίζεται ή μετατρέπεται
σε μάσκα τρόμου σε σκηνές ανθολογίας), εκφράζει έξοχα τη διάχυτη μελαγχολία, την
πίκρα που κρύβει κατά κύριο λόγο ο Πίντσον και κατ΄επεκταση ο Άντερσον. Τη θλίψη για ένα αμερικάνικο όνειρο, που
κάνει μια στάση μέσα σε μια ψυχεδελική λάμπα λάβας, που αποκτά χρώμα και ξεχειλώνεται
όπως ένα μικροσκοπικό, γυναικείο ελαστικό σορτσάκι, όμως τελικά πνίγεται και
απομυζάται μέσα στην παραίσθηση της ελευθεριότητας, στις αθώες και υπέροχες
παρενθέσεις μιας γενιάς που τελικά μετατράπηκε σε αυτό που η ίδια χλεύαζε και
απαξίωνε: Σε “ηλίθιους που ακούνε έναν ηλίθιο”.
Το σίγουρο πάντως είναι, ότι
ερμηνεύοντας κάτι ανάμεσα στη φάρσα και την σχεδόν προφητική σοβαρότητα, την
αφέλεια και την ιδιοφυΐα, ο ταλαντούχος ηθοποιός αποδεικνύεται το καταλληλότερο
εργαλείο μετάδοσης της βιωματικής αίσθησης που το φιλμ αποπνέει.
Παρόλες
τις αστοχίες, τη δαιδαλώδη χάραξη της πορείας του, τον ελαφρώς αυτάρεσκο ρυθμό
στον οποίο κινείται, και κυρίως τη φαινομενικά χαοτική δομή του, το “Inherent Vice” πρόκειται αναμφίβολα για την πιο διαφορετική ταινία που έχουμε δει
τελευταία. Ένα ηλιόλουστο νουάρ, που ο σκηνοθέτης του θα ήθελε περισσότερο να
“σνιφάρεις”, παρά να δεις. Είναι γεγονός ότι το φιλμ μπορεί να σε χάσει κάπου
στην πορεία, καθώς η υπομονή (ιδιαίτερα των μη οικείων στο έργο του σκηνοθέτη) αρχίζει
να εξαντλείται, όμως χωρίς δεύτερη σκέψη, πρόκειται για ένα δημιούργημα υψηλού
κινηματογραφικού επιπέδου -αυστηρά γυρισμένο σε τριανταπεντάρι “επεξεργασμένο”
φιλμ- που δίνει την αίσθηση ότι κυλά ανοργάνωτο και διχασμένο, ενώ στην
πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Μοιάζει να φλυαρεί, να αναλώνεται
σε πάρα πολλά, ενώ ουσιαστικά καταλήγει στα λίγα. Ίσως τελικά σε αυτο το
“έμφυτο ελάττωμα” που σε κάνει να αναζητείς λύσεις ασύλληπτες, σε κάνει να
κυνηγάς ανεμόμυλους, σε κάνει να γελάς και να κλαις αυθόρμητα, όπως μια ταινία
των αδελφών Μαρξ.
Η ταινία προβάλλεται στη Θεσσαλονίκη στον κινηματογράφο“Μακεδονικόν”