ΕΛΛΑΔΑ, 2020, ΕΓΧΡΩΜΟ, ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 111', ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΟΣ, ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ ΟΙ: Γιάννης Τσιμιτσέλης, Κατερίνα Γερονικολού
Μια απαλή ρομαντκή δραμεντί, remake της τουρκικής ταινίας του 2014 Μόνος για πάντα του Τσαγκάν Ιρμάκ. Η τάση στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο τα τελευταία χρόνια, όσο αφορά την διασκευή παλαιών ταινιών είναι αισθητή, με την επιτυχημένη προσπάθεια του Θοδωρή Αθερίδη το 2017 Τέλειοι Ξένοι, να ξεχωρίζει.
Το σενάριο το οποίο για πρώτη φορά στην καριέρα του επιμελήθηκε ο Γιάννης Τσιμιτσέλης βασίζεται πάνω σε δύο πρόσωπο, τον Πέτρο και την Ζωή, με τα γεγονότα να διαδραματίζονται στην πόλη της Αθήνας.
Ο Πέτρος είναι ένας επιτυχημένος Σεφ 35 ετών, εθισμένος στο αλκοόλ , το ευκαιριακό σεξ και τις εφήμερες σχέσεις με διάφορες γυναίκες ταυτόχρονα. Στην ταινία ο Πέτρος παρουσιάζεται ως ένας άνθρωπος που αγαπά την μοναξιά του, είναι κατά του γάμου, δύσκολα επιτρέπει στις γυναίκες να εισέλθουν στον προσωπικό του χώρο, στο σπίτι του και όταν αυτό συμβαίνει τον βλέπουμε εμμονικά να καθαρίζει τον χώρο του, να περνάει ώρες κάτω από το ντουζ και να αλλάζει σεντόνια στο κρεβάτι του. Κινήσεις που συμβολίζουν την ενοχική του στάση απέναντι στο επιδερμικό μοτίβο ζωής που έχει υιοθετήσει. Έχει έναν αδερφό που είναι παντρεμένος και έχει παιδιά.
Η ταινία ξεκινά με μια ιστορική αναδρομή στην παιδική του ηλικία που κατά κάποιο τρόπο μας αιτιολογεί το πρόβλημα δέσμευσης που εμφανίζει ο χαρακτήρας στην πορεία. Ο Πέτρος είναι μάρτυρας ενδοοικογενειακής βίας και μεγάλωσε με έναν αυταρχικό πατέρα. Αυτό τον οδήγησε να απεχθάνεται κάθε μορφή ουσιαστικής επαφής, να έχει εκρήξεις και μεταβολές στην συμπεριφορά του, ενώ ακόμη και με την μητέρα του που την αγαπάει πολύ όπως αναφέρει, δεν είναι καθόλου εκδηλωτικός. Ένας ακόμη συμβολισμός του πληγωμένου συναισθηματικού κόσμου του Πέτρου από τον πατέρα του, είναι η εξουσιαστική έως και βίαιη συμπεριφορά που εκδηλώνει κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης με οποιαδήποτε γυναίκα έρθει σε επαφή με στόχο την ικανοποίηση του.
Από την άλλη πλευρά η Ζωή, είναι μια νέα κοπέλα απόφοιτη της σχολής Καλών Τεχνών, είναι σκηνογράφος, λατρεύει το σινεμά, να διαβάζει βιβλία και την φωτογραφία. Η φύση της είναι ρομαντική, αέρινη έως και αθώα για τα δεδομένα του Πέτρου και της πλευράς της Αθήνας που ο ίδιος έχει επιλέξει να έρχεται σε επαφή. Την Ζωή την βλέπουμε περισσότερο χωμένη στα βιβλία και τις φίλες της. Δεν επιδιώκει κάποια ερωτική επαφή ή να είναι αρεστή και να κάνει αίσθηση στο πέρασμά της.
Αυτό είναι και το στοιχείο που θα κινήσει την προσοχή του Πέτρου. Την ερωτεύεται κεραυνοβόλα καθώς την παρατηρεί τυχαία σε ένα βιβλιοπωλείο και την ψάχνει παντού σε όλη την Αθήνα, προσπαθώντας να μάθει κάποια στοιχεία για εκείνη, για την ζωή της και να έρθει κοντά της. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί πως η ταινία στην αισθητική της αλλά και στο ρεπεραζ που έχει κάνει, θυμίζει έντονα το ύφος του Χριστόφορου Παπακαλιάτη με χαρακτηριστική την σκηνή που ο Πέτρος κυνηγά την Ζωή στην Πλάκα και τα Αναφιώτικα. Μια ατυχής επιλογή από τον σκηνοθέτη Γιάννη Παπαδάκο ( Bachelor 2 & 3 ) να ακολουθήσει την πεπατημένη και να μην πειραματιστεί καθόλου με τις τοποθεσίες γυρισμάτων και την χρωματική παλέτα της ταινίας. Είναι αναμφισβήτητο ότι ο Παπακαλιάτης έχει δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο κινηματογραφικό στυλ όσο αφορά τις ρομαντικές ταινίες στην Ελλάδα.
Η σκηνή που οι δύο χαρακτήρες γνωρίζονται στο βιβλιοπωλείο καθώς και ο τρόπος που η Ζωή μαθαίνει τον αριθμό τηλεφώνου του Πέτρου, μέσα από τα περιεχόμενα ενός λογοτεχνικού βιβλίου, θυμίζει αρκετά τις ρομαντικές κωμωδίες Μια βραδιά στο Notting Hill (1999) με την σκηνή της Τζούλια Ρόμπερτς και του Χιου Γκραντ στο βιβλιοπωλείο και την ταινία Serendipity (2002) με το βιβλίο που κάνει τον γύρο της πόλης και στο τέλος ενώνει τους δύο χαρακτήρες. Περιττά φαντάζουν αρκετά κοντινά εμβόλιμα πλάνα στα χέρια των δύο ηρώων που γνωρίζονται για πρώτη φορά καθώς και το slow motion στον Πέτρο όταν κυνηγά την Ζωή. Η αισθητική της ταινίας κινείται ούτως ή αλλιώς σε ρομαντικά πλαίσια ώστε αυτές οι τεχνικές να παρουσιάζονται ως αρκετά επεξηγηματικές προς τον θεατή.
Στην πορεία ο Πέτρος και η Ζωή είναι μαζί και απολαμβάνουν πρωτόγνωρες εμπειρίες μεταξύ τους. Ο Πέτρος συνειδητοποιεί πως είναι η αληθινή ένωση αφού η Ζωή άθελα της του εμπνέει έναν διαφορετικό εαυτό και θα λέγαμε πως τον εξημερώνει. Του δείχνει μια διαφορετική οπτική της ζωής πιο θετική και φωτεινή με χαρακτηριστική την ατάκα μεταξύ τους Από τη Μέρα που σε γνώρισα υπάρχει Παντού μια Ευτυχία. Σαν να έχουμε γιορτή. Γνωρίζει την μητέρα του η οποία έρχεται να επισκεφθεί τον γιο της. Ακόμη και η μητέρα είναι προσεκτική στον τρόπο που μιλάει στον Πέτρο αφού φοβάται όπως αναφέρει να μην κλειστεί ξανά στον εαυτό του. Η αλληλεπίδραση της με την Ζωή είναι υπέροχη, αφού πηγαίνουν μαζί για ψώνια, η μητέρα του συμβουλεύει την Ζωή για το πως να τον χειριστεί και η Ζωή την συνοδεύει σε έναν οικογενειακό τους γάμο που κανονικά στην θέση της θα έπρεπε να είναι ο Πέτρος.
Σε αυτό το σημείο ο Πέτρος συνειδητοποιεί πως η σχέση του με την Ζωή αρχίζει να σοβαρεύει και αισθάνεται άβολα με αυτό. Μέσα στην νύχτα ενώ κοιμούνται την αφήνει μόνη της και βγαίνει για περπάτημα στην νυχτερινή Αθήνα. Την επόμενη μέρα ξαφνικά την χωρίζει .
Πρώτη φορά βλέπουμε την ρομαντική και ήρεμη Ζωή να βγαίνει εκτός εαυτού με τις αντιδράσεις της όταν ο Πέτρος της ζητάει ξαφνικά να χωρίσουν. Ο χαρακτήρας σε αυτό το σημείο ψάχνει εξηγήσεις, προσπαθεί να καταλάβει που έσφαλε. Έχει υποστεί ένα μεγάλο συναισθηματικό σοκ αφού η σχέση τους πήγαινε περίφημα. Ο Πέτρος της εξηγεί την συναισθηματική του αναπηρία που τον χαρακτηρίζει γενικότερα, λέγοντάς της ότι δεν της αξίζει.
Το φινάλε του κάθε δράματος από την αρχαιότητα είναι η κάθαρση της ψυχής του θεατή ο οποίος συμπάσχει με τον ήρωα. Εδώ, το τέλος δεν είναι αυτό που περιμέναμε. Ο Πέτρος επιλέγει να γυρίσει πίσω στην σκοτεινή του πλευρά. Βάζει πάνω από αυτό που νιώθει τον εγωισμό του και τις συνήθειες του και προτιμά να χάσει την Ζωή καθώς έχει την ψευδαίσθηση πως η ελευθερία του προϋποθέτει την μοναξιά του. Οι δύο χαρακτήρες έρχονται σε επαφή μετά από καιρό και δεν έχουν ξεπεράσει ο ένας τον άλλον αφήνοντας μας με ένα ερωτηματικό για το πως θα διαχειριστούν αυτό το γεγονός.
Το Για πάντα θα λέγαμε πως είναι ένα σχόλιο για το πως ο σύγχρονος άνθρωπος αντιλαμβάνεται τις διαπροσωπικές του σχέσεις, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο τοποθετεί αυτές μέσα στην καθημερινότητά του. Η πρεμιέρα της ταινίας έγινε την πρώτη μέρα του 2020 και της νέας δεκαετίας που διανύουμε. Θα κλείσω με την αγαπημένη μου φράση αυτής της ταινίας Οι μεγάλες πόλεις ξεγελούν τους ανθρώπους. Στη φασαρία αυτή ο άνθρωπος δεν καταλαβαίνει ότι είναι μόνος του και η ζωή φεύγει.