Σκηνοθεσία : Lenny Abrahamson
Ηθοποιοί : Michael Fassbender, Domhnall Gleeson, Maggie Gyllenhaal
Είναι το δίχως άλλο συγκλονιστική και μονό η παραδοχή ότι η έμπνευση, η καινοτομία και η αυθεντικότητα είναι βάσανο. Μια ατέλειωτη δοκιμασία, ποτισμένη με απογοητεύσεις, ματαιώσεις και ελάχιστες στιγμές εσωτερικής ολοκλήρωσης. Ο καλλιτέχνης γίνεται έρμαιο των πιο θεμελιωδών φόβων και αναστολών, καθώς εκτίθεται απέναντι πρωτίστως στον εαυτό του και στη συνεχεία σε άλλους. Όμως αυτό το ατέλειωτο παιχνίδι ανάμεσα στη διάνοια και την παραφροσύνη που προσφέρει η δημιουργία, ίσως είναι και αυτό για το οποίο αξίζει να μένει κάνεις ζωντανός. Ίσως ο συντονισμός με άλλες αγωνιούσες ψυχές, να έχει τη δύναμη να γιατρεύει, ή έστω να απαλύνει την βια και το μαύρο του κόσμου, φτάνοντας τελικά στο σημείο να τους αγαπάς όλους. Μπορεί να μην μπορούν όλοι να σε καταλάβουν, να σε νιώσουν, ίσως πάλι σε φοβούνται, σε θεωρούν παράλογο.
Όπως παράλογος είναι και ο άνθρωπος του Τζόρτζ Μπέρναρντ Σο: Αυτός που επιμένει να προσπαθεί να προσαρμόσει τον κόσμο επάνω του και όχι να προσαρμοστεί αυτός στο κόσμο. Συνεπώς όλη η πρόοδος εξαρτάται από τον παράλογο άνθρωπο …
Ίσως η νέα ταινία του ξεχωριστού, ανεξάρτητου δημιουργού Λένι Αμπραχάμσον, θέλει να μιλήσει για έναν τέτοιο παράλογο, που έχει ισομερώς μοιρασμένα τόσα προβλήματα όσο και ταλέντο. Το σενάριο το οποίο υπογραφούν οι Τζόν Ρόνσον και Πίτερ Στράχαν, βασίζεται ελευθέρα στην γνωριμιά του πρώτου με τον Φρανκ Σάιντμποτομ (άλτερ έγκο του ιδιόρρυθμου Βρετανού μουσικού και περφόρμερ της δεκαετίας του ογδόντα Κρις Σίβι) και το διάστημα στο οποίο υπήρξε μέλος του μουσικού του γκρουπ. Η αλήθεια είναι πάντως ότι δεν πρόκειται επ' ουδενί για βιογραφική ταινία του Φρανκ, άπλα δανειζόμενος το χαρακτήρα και εμπλουτίζοντάς τον ο σκηνοθέτης κατασκευάζει μια εναλλακτική πραγματικότητα στην οποία οι εκφράσεις του πρόσωπου περιγράφονται με λόγια (ο Φρανκ φοράει ένα τεράστιο κεφάλι με δυο μεγάλα έκπληκτα ματιά και μισάνοιχτο στόμα, το οποίο δεν αποχωρίζεται ποτέ, ούτε όταν κοιμάται) και δεν φαντάζει τελείως παράξενος αυτός που ελκύεται σεξουαλικά από κούκλες βιτρίνας καταστημάτων.
Το φιλμ ξεκινά όταν ο Τζον (Ντόμναλ Γκλίσον, γιος του Μπρένταν), ένας Ιρλανδός επίδοξος μουσικός, γίνεται κατά τύχη μέλος ενός πειραματικού συγκροτήματος με το απρόφερτο όνομα Soronprfbs, του οποίου ηγέτης και πνευματικός γκουρού είναι ο Φρανκ (Μάικλ Φασμπέντερ), ένας απίθανος χαρακτήρας, χαμένος στο προσωπικό του σύμπαν. Αφού περνά οντισιόν με συνοπτικές διαδικασίες ( ξέρεις να παίζεις ντο, φα και σολ;) αποφασίζει να ακολουθήσει τους υπόλοιπους σε μια καλύβα, στην οποία μένουν για δεκαοχτώ μήνες γράφοντας το άλμπουμ που θα μείνει στην ιστορία της μουσικής. Ο Τζον γίνεται εξαρχής ανεπιθύμητος από τα υπόλοιπα μελή του γκρουπ, ιδίως από την Κλάρα (Μάγκι Τζίλενχαλ), την υπερπροστατευτική ερωμένη του Φρανκ. Μέσα από ακατάληπτους στίχους, ήχους και τριγμούς, αποκομμένο από την καθημερινότητα, το συγκρότημα αναζητεί την έμπνευση δημιουργώντας τραγούδια κυριολεκτικά από το τίποτα. Τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν όταν γίνονται τελικά δεκτοί σε ένα μεγάλο φεστιβάλ εναλλακτικής μουσικής στην Αμερική, χάρη στα βίντεο που ο Τζον κρυφά ανεβάζει στο ίντερνετ. Ο ίδιος θα προσπαθήσει να πείσει τους υπόλοιπους ότι η δημοσιότητα τελικά θα τους κάνει κάλο και ένα τέτοιο γεγονός θα απογειώσει τη μουσική τους, θα τους κάνει πιο likable.
Ο Αμπραχάμσον, πανέξυπνος παρατηρητής της οριακής συμπεριφοράς στήνει μια ταινία που κινείται υπέροχα στο σημείο εκείνο που η παραφροσύνη και η δημιουργικότητα συγκλίνουν, ψάχνοντας την καλλιτεχνική απελευθέρωση. Με λεπτές, διακριτικές αναφορές γύρω από την πνευματική εκπόρνευση που προσφέρουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή το πώς ο καθένας από εμάς ορίζει την επιτυχία, ο σκηνοθέτης παίρνει το ρίσκο να περιγράψει μια καλτ μουσική φιγούρα και ταυτόχρονα τη βασανισμένη ψυχή αυτού που κρύβεται πίσω από τη μάσκα, κυκλώνοντας σταδιακά την πλοκή γύρω από τον αντιήρωα, αποκαλύπτοντας τον κομματιασμένο του κόσμο, με μια σάτιρα που κόβει όλο και πιο βαθιά καθώς, ιδιαίτερα στην τελευταία πράξη, το αστείο μετατρέπεται σε θλιβερό, σε τραγικό. Είναι αλήθεια ότι το φιλμ θα μπορούσε αυτάρεσκα να επαναπαυθεί στην ιδιορρυθμία του, αυτό όμως ευτυχώς δεν συμβαίνει, οδηγώντας με συνεπεία και ευαισθησία αυτήν την αντισυμβατική παράσταση μέχρι το λυρικό φινάλε, που μας αφήνει τόσο έκπληκτους, όσο και συγκινημένους.
Αυτός που κουβαλάει αναμφισβήτητα το βαρύτερο φορτίο ερμηνευτικά είναι ο Φασμπέντερ. Για ακόμη μια φορά λοιπόν αποδεικνύει, πέρα από την ευστοχία στις επιλογές του, γιατί θεωρείται (καθόλου άδικα) από τους μεγαλυτέρους ηθοποιούς της γενιάς τού. Η μάσκα -την οποία και φοράει στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας- τον απελευθερώνει αντί να τον περιορίζει. Αφήνει τη λιπόσαρκη φιγούρα του να περιπλανάται σε σκοτεινούς δρόμους παντομίμας και την παραποιημένη του φωνή μέσα από το χάρτινο καβούκι, να συμπληρώνει έξοχα αυτό που οπτικά δεν φαίνεται. Ψάχνει την ερμηνεία διαρκώς, πειραματίζεται, την μεταβάλλει και την ορίζει ξανά από τη αρχή, κινούμενος από τα παράλογα γέλια στα τρυφερά δάκρυα. Αναμφισβήτητα ο ρόλος του στο Shame παραμένει άπιαστος, παρόλα αυτά εδώ φτάνει πολύ κοντά, κάνοντας την αγωνία για την επομένη δουλειά του ακόμη μεγαλύτερη, επιβεβαιώνοντας παράλληλα πόσο ερμηνευτικά εύκαμπτος είναι.
Πλαισιωμένο από ένα αφοσιωμένο καστ, με τραγούδια που παίζονται ζωντανά από τους ίδιους τους ηθοποιούς τη στιγμή των γυρισμάτων, το Frank αναρωτιέται φωναχτά, σχεδόν εκκωφαντικά, εάν η τρέλα, η φυσιολογικότητα και η δημιουργία μπορούν να συνυπάρξουν. Μπορεί να μην είναι για όλους, όπως εξάλλου ούτε ο πραγματικός Φρανκ ήταν, όσοι όμως νιώσουν τι μεταδίδει η ασυνήθιστη, αινιγματική και συγκινητική ποπ φιγούρα μέσω αυτής της παράξενης ταινίας, θα αισθανθούν σίγουρα ένα μελαγχολικό χαμόγελο να σχηματίζεται σ' αυτό που κάτω από άλλες συνθήκες θα έμοιαζε με μια πολύ σοβαρή ανοιχτή πληγή.