Σκηνοθεσία: Ridley Scott
Ηθοποιοί: Christian Bale, Joel Edjerton,
Ben Kingsley, Aaron Paul, John Turturro
Ο Νείλος πνίγεται στο αίμα καθώς η οργή του Θεού των Εβραίων (η μήπως οι κροκόδειλοι) πέφτει με μανία πάνω στην πρωτεύουσα της Αιγύπτου, στη νέα ταινία του μεγάλου δημιουργού Ρίντλεϊ Σκοτ. Ο εβδομήντα επτάχρονος σκηνοθέτης, οραματιστής της εικόνας και ένας από τους πατέρες του σύχρονου επικού σινεμά, αναλαμβάνει να μεταφέρει για ακόμη μια φορά στον κινηματογράφο την πασίγνωστη ιστορία του βιβλίου της εξόδου της Παλαιάς Διαθήκης. Κρατώντας ως πυρηνική σεναριακή ιδέα την ύβρη της προσποίησης της αθανασίας, αποπειράται να πείσει μέχρι και τον ίδιο του τον εαυτό (ο Σκοτ είναι εκφρασμένος αγνωστικιστής) μέσα από τις θεϊκές παρεμβάσεις, την κατ’ επίφαση δικαιολογημένη βια και τις θυσίες που πρέπει να υποστεί ένας ολόκληρος λαός πριν την δικαιολογημένη επανάσταση. Το αποτέλεσμα είναι ένα φιλμ που θυμίζει σε πολλά σημεία τα ευρείας οθόνης, τεχνικολόρ βιβλικά δημιουργήματα του 1950, άλλα υπολείπεται ψυχής και κυρίως ρυθμού.
Ο σκηνοθέτης έχει επανειλημμένα αποδείξει στην πολυετή καριέρα του ότι ξέρει να διηγείται ιστορίες και σίγουρα είναι γνωστής των μεγάλων ειδικών εφέ. Εδώ όμως μοιάζει να μπερδεύει τα σκηνικά μεγάλης κλίμακας – απεικονίζοντας ξανά και ξανά τα πριαπικά μνημεία της Μέμφιδος- με την αυθεντική μεγαλοπρέπεια και το δέος που αυτή δημιουργεί. Η επίμονη χρήση της ομολογουμένως τελευταίας λέξης της οπτικής τεχνολογίας, η οποία μοιάζει πρώτη προτεραιότητα, φτάνει σε σημείο να μην προκαλεί σχεδόν καμία αίσθηση καθώς η εικόνα αντί να σε καλεί να την ακολουθήσεις και να μπεις μέσα της, μοιάζει να σε πλακώνει. Οι πιθανές αλληλουχίες τρόμου και αγωνιάς εξελίσσονται σε παράταιρες και στιλιζαρισμένες
ψηφιακές μεγαλοπρέπειες, απομακρυσμένες τελείως από τα φοβερά αποτελέσματά τους,
έχοντας μεταμορφωθεί σε κάτι που θυμίζει sci-fi αποκάλυψη. Το τελικό προϊόν φαντάζει αισθητικά παραγεμισμένο και πολύ φανταχτερό, προσφέροντας πάρα πολλά στο τεχνικό κομμάτι και πολύ λίγα στην αναζήτηση των χαρακτήρων και του δράματος.
Όσο αντέχει, η ταινία έχει την κινηματογραφική φόρμα μιας προκλητικής σπουδής πάνω
στη δύναμη, την αφοσίωση και την αμφισβήτηση της πίστης. Αυτό από μόνο του θα μπορούσε να φτάσει, θα ήταν αρκετό. Το σενάριο όμως, δυστυχώς αφήνει πολύ λίγο
χώρο για την ανθρώπινη διαστάση της ιστορίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σκηνή του μαστιγώματος του Τζόσουα (Άαρον Πολ που υποβιβάζεται εσκεμμένα σε απλό ακόλουθο του Μωυσή), η οποία αν και πρόκειται ίσως για την πιο διορατική και συντονισμένη με την ευρηματικότητα του σκηνοθέτη, περνά σχεδόν απαρατήρητη. Οι διάλογοι, θυσιασμένοι στο βωμό της προσβασιμότητάς τους, αγγίζουν εύστοχα άλλα υποτυπωδώς διάφορα οικουμενικά ζητήματα, ενώ το άστοχο ιντερλούδιο ρομάντζου και οικογενειακής ζωής του ήρωα άπλα βοήθα το φιλμ να χάσει το βήμα του, ξεκουράζοντας παράλληλα τα ματιά πριν από την καταιγιστική συνεχεία. Παρόλα αυτά όταν η αμφισβήτηση της θεϊκής παρέμβασης έρχεται μοιραία στη σκέψη, όταν ο πανικός με τις μαζικές εκτελέσεις Ισραηλιτών αναζητεί παρηγοριά στις σφαγές των πρωτότοκων γιων των Αιγυπτίων, όταν τελικά η εθνική απελευθέρωση και η οργάνωση της κοινωνικής ταυτότητας του λαού των Εβραίων, συμβαδίζει αλλά και οδηγείται από την ψυχαναγκαστική σχέση εξάρτησης με έναν Θεό απαιτητικό, ακλόνητο, που δεν συγχωρεί, τότε είναι που το “Exodus” ξαναγίνεται ενδιαφέρουσα ταινία, φέροντας την σφραγίδα του δημιουργού της.
Ο σκηνοθέτης μέσω του κεντρικού χαρακτήρα μοιάζει να αναρωτιέται ποιος Θεός είναι πιο αποτελεσματικός στους σκοτωμούς. Επιλέγει πάντως να μην υιοθετήσει τον έντονο συμβολισμό του Αρονόφσκι και του “Νώε” (το άλλο βιβλικό έπος της χρονιάς, με το οποίο γίνονται αναπόφευκτα συγκρίσεις) βαδίζοντας σε πιο συμβατικά μονοπάτια. Ο Μωυσής δείχνει απρόσωπος -παρότι ερμηνεύεται με συνεπεία από τον σχεδόν πάντοτε πειστικό Μπέιλ-, ακριβώς στον αντίποδα του φανατισμένου, αλλά ανθρώπινου και βασανισμένου από τους προσωπικούς του δαίμονες Ράσελ Κρόου. Αν και η φράση ακούγεται σε αυτήν την ταινία, εντούτοις φαίνεται ότι το παράξενο και απόκοσμο δημιούργημα του Αρονόφσκι “παλεύει με το Θεό” περισσότερο από την ασφαλή, περπατημένη, άλλα σίγουρα λιγότερο ενδιαφέρουσα οπτική γωνία του Σκοτ. Σε αυτό σίγουρα συνηγορεί και η πλήρως άστοχη επιλογή του ρόλου του Ραμσή, άτυπου αδερφού του Μωυσή και μεγάλου εχθρού του λαού του. Παρότι έχει κάνει στο παρελθόν αξιοπρόσεχτη ερμηνευτική δουλειά (υπέροχος στο “Warrior” του Γκάβιν Ο’ Κόνορ) ο Τζόελ Έτζερτον δεν πείθει ούτε στο ελάχιστο. Δίνοντας την αίσθηση ότι νιώθει μόνιμα άβολα με το ρόλο του, μάλλον προκαλεί αμηχανία, μοιάζοντας με γκρινιάρικο παιδί που δεν τον αφήνουν να είναι ο παντοδύναμος Θεός που θα ήθελε. Εξάλλου η αδερφική αντιπαλότητα πάνω στην οποία βασίζεται μεγάλο κομμάτι της εξέλιξης της πλοκής, δίνει ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχειά, ενώ η αρθουρική ρητορική της (η μυθοπλασία περιλαμβάνει και ένα αντικείμενο κλειδί) εξαντλείται χωρίς να διαβιβάζεται πουθενά. Τέλος, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η Σιγκούρνι Γουίβερ, η οποία συναντιέται ξανά με τον μέντορα της από τον καιρό του “Alien”, στο ρόλο της μητέρας του Ραμσή, έχει χωρίς υπερβολή δυο ατάκες.
Παρόλο που η συγκεκριμένη σκηνοθετική επιλογή της προσωποποίησης του Θεού μόνο τολμηρή και ριζοσπαστική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, το “Exodus: Gods and Kings” μοιάζει με μια ταινία που προσπαθεί να χωρέσει στο αφηγηματικό καλούπιτου “Μονομάχου”, μια θρησκευτική ιστορία που προσπαθεί να ευχαριστήσει τους πάντες, Χριστιανούς και μη. Αποπειράται να θέσει ερωτήματα για την πίστη, το φανατισμό και τη μεταφυσική διαστάση της πνευματικότητας, αλλά με τέτοιο υποτονικό τρόπο, που μοιάζει να χάνεται επίτηδες μπροστά στην υπερβολή της εικόνας. Σίγουρα ακούγεται εξωπραγματικό να μιλήσει κάνεις για χαμένη ιδιοφυΐα, όμως αυτή η -πιο ομαλή και γυαλιστερή από ότι αναμενόταν- δημιουργία ενός σκηνοθέτη που σίγουρα πάντως δεν έχει να αποδείξει τίποτε σε κανέναν, αποτελεί απλούστατα ένα μπλογκμπάστερ και δυστυχώς ελάχιστα παραπάνω.