Σκηνοθεσία:
Alejandro González
Iñárritu
Ηθοποιοί:
Michael Keaton, Zach Galifianakis, Edward Norton,
Emma Stone
Σε έναν κόσμο πλήρως αναληθή, σίγουρα η αλήθεια
φαντάζει ενδιαφέρουσα, γίνεται αντικείμενο μελέτης, όχι τόσο ως άξια, άλλα ως
κάτι το μακρινό, το ανέφικτα προσβάσιμο, το ακαδημαϊκά αξιοσημείωτο. Οι
χαρακτήρες του ασύλληπτα πολυεπίπεδου “Birdman”, ακροβατούν ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και την
παραπλάνηση που τους προσφέρει η μυθοπλασία. Ακραίοι, ριψοκίνδυνοι, εθισμένοι
στην αναγνωρισιμότητα, καταντούν να αναζητούν τον ίδιο τους τον εαυτό μέσα στην
φόρμα των ρόλων που συνειδητά υποδύονται. Μετά από αυτό (ίσως και μέσω αυτού) το
να πετάς ή το να νομίζεις ότι μπορείς να πετάξεις, μοιάζει τελικά το ίδιο
πράγμα. Η πραγματικότητα μετατρέπεται σε ψυχωσικό όνειρο και αυτό με τη σειρά
του σε λυρικό παροξυσμό, διατηρώντας ταυτόχρονα τη ναρκισσιστική μοναξιά, αλλά
και την ανάγκη να αγαπηθεί (προσέξτε τι λέξη σχηματίζουν οι τίτλοι της αρχής) αυτός
που ουσιαστικά στηρίζει την άξια του και τη σημαντικότητά του στους άλλους.
Ο Μεξικανός Αλεχάντρο
Γκονζάλες Ινιάριτου σκηνοθετεί ένα τεχνικά υπέροχο άλλα και συναισθηματικά
πλήρες φιλμ, το οποίο στοχάζεται πανέξυπνα πάνω στον γυαλιστερό αλλά άδειο
κόσμο του θεάματος και της δόξας, αλλά παράλληλα μιλά και για τα πολύπλοκα ανθρώπινα
συναισθήματα που γεννώνται μέσα από την ολοκληρωτική αδυναμία του να μπορείς να
ξεπεράσεις τη μία και μοναδική σου επιτυχία. Η κάμερα του Εμανουέλ Λουμπέσκι (στενού
συνεργάτη του Αλφόνσο Κουαρόν και βραβευμένου με Όσκαρ για το “Gravity”), σαν ζωντανός
οργανισμός, γλιστράει στους σκοτεινούς διαδρόμους και στα παρασκήνια του
θεάτρου στου Μπρόντγουεη, άλλοτε ακολουθώντας και άλλοτε προπορευόμενη,
κρυφακούγοντας διαλόγους, παρατηρώντας ηθοποιούς που υποδύονται ότι υποδύονται (ολόκληρη
η ταινία παίζει με την μεταμυθοπλαστική αίσθηση μιας τεράστιας πικρόχολης
φάρσας), ισορροπώντας σε ένα τεντωμένο σκοινί, όμοια με τον εσωτερικό κόσμο του
πρωταγωνιστή του φιλμ. Ο Ινιάριτου, σαφέστατα στην καλύτερη στιγμή της καριέρας
του, κατασκευάζει μια ταινία- έκρηξη, που δίνει την αίσθηση ότι γυρίστηκε από
την αρχή μέχρι το τέλος με μια ανάσα. Στήνει έναν λαβύρινθο από λήψεις αδύνατες,
μακρόσυρτες, σχεδόν χορογραφημένες, μέσα στον οποίο σχηματίζεται η εικόνα του
προσώπου του βασικού του πρωταγωνιστή, αλλά και του στοιχειωμένου του alter ego.
Το θεατρικό έργο που
εμμονικά προσπαθεί να ανεβάσει το πρώην πρώτο όνομα του Χόλυγουντ Ρίγκαν Τόμας -προκειμένου
να αποκαταστήσει κομμάτι της παλιάς του δόξας- αφήνοντας μια για πάντα τον ένα
και μοναδικό ρόλο που του χάρισε όση δημοσιότητα έως τώρα διαθέτει, μοιάζει με
μια τεράστια, εξαμβλωματική εικόνα του εαυτού του. Ο Μάικλ Κίτον υποδύεται έναν
χαρακτήρα που ενσάρκωνε έναν σούπερ ήρωα σχεδόν είκοσι χρόνια πριν (όπως
εξάλλου ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και σ’ αυτόν) χτίζοντας μια περσόνα οριακή, κατατρεγμένη,
θλιβερή άλλα και τόσο γλυκά μελαγχολική, συγκρίνοντας μάλλον συνειδητά τον
εαυτό του διαρκώς με τον ήρωα. Έναν ήρωα γεμάτο εσωτερικό θύμο και απογοήτευση,
έναν “σκοτεινό ιππότη της ψυχής” στα πρόθυρα της σωματικής και πνευματικής
κατάρρευσης. Υποστηριζόμενος από ένα εξαιρετικό καστ (από τον νευρωτικό, απερίγραπτα
ιδιότροπο Έντουαρντ Νόρτον και την καταθλιπτική Ναόμι Γουότς, μέχρι τον
ξεκαρδιστικό Ζακ Γλυφιανάκη και την πληγωμένη άλλα βαθιά σαγηνευτική Έμμα
Στόουν) καταφέρνει να διατηρήσει ίση απόσταση ανάμεσα στην ειλικρίνεια και την
αλαζονεία, εκπέμποντας έναν ξεκάθαρα τον οδυνηρό σαρκασμό, ο οποίος σε στιγμές
διακόπτεται από ανεξήγητες, σχεδόν ρομαντικές πράξεις μανιασμένης τρυφερότητας.
Απαιτεί απίστευτη
ικανότητα και αφιέρωση, ώστε αυτό το τόσο επιμελημένο και σχολαστικό τόλμημα (προϊόν
ελάχιστων αυτοσχεδιασμών) να μοιάζει ανεπιτήδευτο και αυθόρμητο. Το αποτέλεσμα
πάντως έρχεται να δικαιώσει περίτρανα τις επιλογές του σκηνοθέτη, δημιουργώντας
μονίμως την ψευδαίσθηση του ρεαλισμού, η έστω την αναστάτωση που σου προσφέρει
ένα δημιούργημα στο οποίο δεν ξέρεις ποιος πραγματικά υποδύεται και πιο τελικά
είναι το κινηματογραφικό αντικείμενο. Είναι δε χαρακτηριστικό τη επιτυχίας του
τεχνάσματος, το γεγονός ότι η ταινία εκθειάστηκε σχεδόν από το σύνολο των
κριτικών, παρότι τους παρουσιάζει ως μισάνθρωπα μεροληπτικά και προκατειλημμένα
παράσιτα. Χαρίζοντας ισόποσα ξεκαρδιστικές, αλλά και ενοχλητικές αναφορές (ψάχνοντας
ακόμη τους ηθοποιούς που δεν παίζουν στο σίκουελ της επομένης super hero movie), προσφέροντας ταυτόχρονα
σκηνές γεμάτες απελπισμένη περισυλλογή, αλλά και σεκάνς μοναδικού σουρεαλισμού,
το “Birdman” ή
αλλιώς “η αναπάντεχη αρετή της αφέλειας”, καταφέρνει να αγγίξει όσο λίγες
ταινίες κατάφεραν φέτος. Χωρίς να
αυτοϊκανοποιείται ούτε λεπτό, μοιάζει σε διαρκή αναζήτηση της πηγής του
υπαρξιακού βασανισμού και του άνισου αγώνα για την έμπνευση, αν και πολλές
φορές, ίσως παρασυρμένη από την προοπτική μιας ποπ κουλτούρας βασισμένη στη
διασημότητας της μιας νύχτας, φτάνει να αναρωτιέται με την αυτολύπηση ενός
ανθρώπου που δεν ήταν παρών ούτε στη δική του ζωή, ποια τελικά είναι η διαφορά
ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον σταρ, στην αγάπη και το θαυμασμό, στην επιτυχία
και την αξία της. Αν και επιδιώκει το αντίθετο (ή μήπως όχι;), η καλλιτεχνική
της δύναμη και η συναισθηματική της αποτύπωση, σε κάνουν να απορείς εάν τελικά
το αντικείμενο -το οποιοδήποτε αντικείμενο- είναι αυτο που είναι, ή είναι αυτά
που λένε οι άλλοι για αυτό. Κάτι που μοιάζει τόσο εξωφρενικό και υπέροχο, όσο
ένας άστεγος που απαγγέλλει Μάκβεθ.
Η ταινία προβάλλεται στη Θεσσαλονίκη στους εξής κινηματογράφους: Odeon Πλατεία, Ster cinemas Μακεδονία, Village Cinemas Λιμάνι και Village Mediterranean Cosmos.
αναδημοσίευση από cine.gr