Σκηνοθεσία: Shane Acker
Ηθοποιοί: Elijah Wood, Jennifer Connely, Christopher Plummer
Όταν μια ύπαρξη ονοματίζεται με ένα ψηφίο, σίγουρα γίνεται απρόσωπη, μαζοποιείται. Τι γίνεται όμως όταν αυτό το νούμερο είναι το μοναδικό νούμερο που απομένει στον κόσμο; Πόση σημασία δίνει κάνεις σ΄ αυτό τότε; Πόση δύναμη έχει αυτό το νούμερο, που ψυχρά χωρίζει τη μια οντότητα από την άλλη, να αλλάξει τον κόσμο; Πόσο ειδικό βάρος έχει; Τι θέση έχουν οι λέξεις όπως η αγάπη, ο σεβασμός, ο αλτρουισμός και η αλληλεγγύη σε μια κοινωνία γεμάτη αριθμούς, σε μια κοινωνία που έχει ήδη ξεπεράσει τα όρια της βιωσιμότητάς της;
Και πώς τελικά αυτές οι τόσο ενήλικες σκέψεις χωρούν σε ένα animation; Ο Σέιν Άκερ στο ντεμπούτο του, σκηνοθετεί την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, που ουσιαστικά ολοκληρώνει θεματικά το μικρού μήκους animation με τον ίδιο τίτλο που είχε παρουσιάσει πριν χρόνια ως θέμα της διατριβής κατά τη φοίτηση του στο πανεπιστήμιο UCLA. Μια ταινία δέκα λεπτών που είχε αποσπάσει πολύ θετικά σχόλια και κίνησε το ενδιαφέρον του Τιμ Μπάρτον, που την πήρε υπό την προστασία του και συνδράμοντας καταλυτικά, τόσο ως προς το σενάριο όσο και ως προς τη σκηνογραφία και την παράγωγη (εμφανέστατη η επιρροή του), κατάφερε να παραδώσει μια ολοκληρωμένη, μεγάλου μήκους έκδοση.
Κάποια στιγμή, μέσα σε ένα δωμάτιο, χωρίς να γνωρίζουμε το πότε, το πώς και το γιατί, ένα μικρό παράξενο πλάσμα αποκτά ζωή. Κοιτάζει παράξενα γύρω του και με παιδικά διστακτικά βήματα και μάτια γέματα απορία, προσπαθεί να καταλάβει τι του συμβαίνει. Φτάνοντας στο παράθυρο η κάμερα ανοίγει και τότε ένας κόσμος χωρίς ανθρώπους ξεδιπλώνεται. Έντρομο το πλασματάκι, που μοιάζει με κακοραμμένη κούκλα από καραβόπανο, βρίσκεται μπροστά σε ένα σκηνικό αποκάλυψης και απολυτής καταστροφής. Οι πρώτες στιγμές της ταινίας, μοιάζουν βγαλμένες από αυθεντικό βουβό κινηματογράφο, οπού οι εικόνες και οι εκφράσεις κυριαρχούν, συνοδευόμενες από ποιητικά μουσικά θέματα. Είναι φανερό εξ αρχής, ότι ο Άκερ σκηνοθετεί ένα animation διαφορετικό από τα άλλα.
Μια ενήλικη ιστορία για την χαμένη ανθρωπιά αλλά και την ισοπέδωση της κοινωνίας. Η ιστορία μας μεταφέρει σε ένα δυσοίωνο, άλλα όχι και τόσο υπερβολικά φανταστικό μέλλον, στο οποίο οι άνθρωποι δεν υπάρχουν πια. Μέσα σε ένα post apocalyptic, βιομηχανικό σκηνικό φτιαγμένο από κρύο μέταλλο και κοφτερά γρανάζια, σε έναν τόσο αφιλόξενο τόπο, εμφανίζονται αυτά τα μικρά κομμάτια ανθρωπιάς, συναισθημάτων, ζωής. Το σενάριο κινούμενο πολύ μακριά από τους κανόνες του κλασικού animation, αποφασίζει να μην χρησιμοποιήσει καθόλου την κωμική αποφόρτιση. Οι διάλογοι έχουν πάρα πολύ μικρή διάρκεια και αντικαθίστανται από τις εκφράσεις των χαρακτήρων και τα συναισθήματα που αυτές αποπνέουν. Όλοι οι ήρωες, ακόμη και οι μη ομιλούντες, αποκτούν βαθμιαία μεγάλο βάθος έτσι ώστε πολλές φορές είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τον πραγματικό πρωταγωνιστή.
Η θεματολόγια του φιλμ είναι ιδιαίτερα περίπλοκη, γεμάτη σκεπτικισμό, ενώ τα εικαστικά σκηνικά και οι ποιητικές εικόνες καταστροφής αποπνέουν μια έντονη φιλοσοφική διάθεση. Τα χρώματα έχουν όλα νοσταλγικές, μελαγχολικές αποχρώσεις, ενώ το φως μοιάζει ηλεκτρικό, τρομακτικό, σε απόλυτη αντίθεση με τη παρήγορη σκιά. Οι σκηνές δράσης αποδίδονται γεμάτες κίνηση, απόγνωση και αγωνία, όπως θα έπρεπε να είναι και η προσπάθεια επιβίωσης ενός αδύναμου σε έναν ανατριχιαστικό, εχθρικό κόσμο. Η συναισθηματική κορύφωση έρχεται πολλές φορές από εκεί που δεν το περιμένεις και ο γλυκός, στρογγυλεμένος σχεδιασμός των εννιά ψυχών, σαν μικρές ξεχασμένες πάνινες κούκλες σε παιδικό δωμάτιο, έρχεται σε αντίθεση με το γωνιώδες, άκαμπτο, σκληρό σχεδιασμό του περιβάλλοντος κόσμου και των εχθρών τους. Κερδισμένο στοίχημα αποτελεί επίσης και η μουσική επένδυση από τον Ντάνι Έλφμαν (βασικό συντελεστή του Μπάρτον), ιδιαιτέρως το βασικό θέμα, το οποίο εναλλάσσεται σε μινόρε και χαρούμενους τόνους. Επιπλέον, το τραγούδι Somewhere over the rainbow από την Τζούντι Γκάρλαντ που ακούγεται κάποια στιγμή, μοιάζει με αυθεντικό καλλιτεχνικό άγγιγμα, τόσο για τον τρόπο με τον οποίο μεταδίδεται, όσο για το τι ακολουθεί μετά όταν η θλιμμένα χαρούμενη μουσική ξεθωριάζει.
Το καστ που δανείζει τις φωνές στους πρωταγωνιστές αποτελείται από τόσο ετερόκλητους ηθοποιούς και με τον τρόπο του, αποδεικνύει την ιδιαιτερότητα του εγχειρήματος. Από την απλότητα και ομορφιά στη φωνή του Ελάιζα Γούντ, μέχρι την αποφασιστικότητα αυτής της Τζένιφερ Κόνελι, με τον Κρίστοφερ Πλάμερ να ξεχωρίζει για τη γοητεία και την εκφραστικότητα που προσδίδει ερμηνεύοντας τον 1.
Τέλος, ένα στοιχειό στο οποίο θεωρώ ότι χρειάζεται να σταθεί κάνεις, είναι ο θάνατος στην ταινία. Ναι, σ' αυτό το animation οι πρωταγωνιστές τολμούν και παθαίνουν. Δεν χάνονται, δεν εξαφανίζονται, δεν υποθέτουμε ότι πεθαίνουν, τους βλέπουμε να πεθαίνουν. Αυτό για μια ταινία του είδους είναι διαφορετικό, καινοτόμο. Η απώλεια εδώ είναι πραγματική, οι χαρακτήρες δεν επανέρχονται στη ζωή μαγικά, και η δραματουργία -επιτέλους- καταφέρνει να βρει τον στόχο της. Οι θάνατοι των συντρόφων αφήνουν το στίγμα τους, έξαλλου αυτή η άνιση μάχη είναι αδύνατον να τελειώσει χωρίς θύματα, κι έτσι το φινάλε κατορθώνει να είναι τόσο γλυκόπικρο όσο πρέπει. Ακόμη και μια ιδιότυπη τελετουργία αρχαίας κηδείας δείχνει να βρίσκει το νόημά της…
Το 9 είναι μια ξεχωριστή, μια ποιητική ταινία. Μια ταινία στην οποία η τέχνη ξεπερνά την τεχνική. Μακριά από τα κλισέ, από τα καθαρά, εύπεπτα μηνύματα, πολλές φορές υποτιμητικά για τη νοημοσύνη ακόμη και του νεαρού κοινού, εξελίσσεται αργά, οραματικά, γεμάτη ερωτήσεις και μελαγχολία γύρω απ' τη χαμένη εμπιστοσύνη στον άνθρωπο. Όσο κι αν φαίνεται αντιφατικό, πραγματεύεται με τρόπο γλυκό και γεμάτο συναίσθημα μια πεσιμιστική θεωρία του χάους, της διάλυσης, της αποδόμησης. Εκεί που όλα καταστρέφονται, ή που έχουν ήδη καταστραφεί, εκεί που η βια, η εξαθλίωση, η απόγνωση κυριαρχούν, μονό μια επανεκκίνηση βασισμένη στη γνώση, την αγάπη, την αλληλεγγύη, θα δώσει ξανά ζωή και η βροχή που πέφτει θα φέρει τη λύτρωση, την κάθαρση, την αναγέννηση.