Σκηνοθεσία: Paolo Virzì
Ηθοποιοί: Fabrizio Bentivoglio, Valeria Bruni Tedeschi,
Matilde Gioli, Valeria Golino
Δύο οικογένειες φαινομενικά πολύ
διαφορετικές, οι οποίες ενώνονται σε ένα παράξενο παιχνίδι τη μοίρας μια νύχτα
κοντά στις γιορτές των Χριστουγέννων. Μέσα από τρεις παράλληλες ιστορίες- οπτικές
γωνίες του ίδιου συμβάντος, οι βασικοί χαρακτήρες της ταινίας προσπαθούν να μας
πουν τι ακριβώς συμβαίνει και παράλληλα να μας παρασύρουν σε μια σκοτεινή, στρεσαρισμένη
σχέση με την αξία της ανθρώπινης ζωής. Παραθέτοντας ένα μείγμα κοινωνικής
κριτικής προς την πλουσία τάξη και αστυνομικού μυστήριου, ο Ιταλός σκηνοθέτης
Πάολο Βιρτσί επιβεβαιώνει την βάθια κατανόηση της ιταλικής πραγματικότητας και
δικαιολογεί (αν όχι πλήρως, τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό)την άποψη ότι πρόκειται
για έναν από τους πιο αξιόλογους και δυναμικούς δημιουργούς της χωράς του.
Η ταινία βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο
του Στίβεν Άμιντον, μετατοπίζεται από το εύπορο Κοννέκτικατ, στις πολυτελείς
βίλες των μιλανέζικων λόφων, οπού κατοικούν οι πλούσιοι χρηματιστές παίζοντας
τένις, δωρίζοντας πανάκριβα αυτοκίνητα στους κακομαθημένους γιους τους, στοιχηματίζοντας
στην οικονομική καταστροφή της χωράς τους, ζώντας περιστοιχισμένοι από
ανθρώπους που θα τους αγαπούσαν “ακόμη κι αν τους σέρβιραν σκυλοτροφή’’. Μέσα
σε αυτόν τον κύκλο επιθυμεί διακαώς να εισέλθει ο μεσοαστός μεσίτης Ντίνο Όσολα
(Φαμπρίτσιο Μπεντιβόλιο) χρησιμοποιώντας τη σχέση της κόρης του Σερένα (Ματίλντε
Τζιόλι) με τον γιο μιας εκ των σημαντικότερων οικογενειών της χωράς. Παρασυρμένος
από την ψευδαίσθηση του πλούτου ως μοναδική και απόλυτη πηγή ευτυχίας, σχεδόν
παρακαλά με τον πιο άκομψο και ντροπιαστικό τρόπο (χρησιμοποιώντας έξοχα το
χαρακτηριστικό τοπικό ιδίωμα) τον σκληρό, τεχνοκράτη Τζιοβάνι Μπερνάσκι για να
του επιτρέψει τελικά να επενδύσει ό,τι έχει και δεν έχει στην εταιρία
διαχείρισης κεφαλαίων της οικογένειας. Η καταστροφή που πρόκειται να ακολουθήσει αναπόφευκτα, άπλα εκπληρώνει τα
σαρκαστικά σχέδια της δραματουργίας.
Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί μεθόδους, χωρίζοντας
την ταινία σε κεφάλαια, οι οποίοι εξ αρχής δίνουν την εντύπωση μιας
σπονδυλωτής δημιουργίας, χωρίς όμως αυτή
να επιβεβαιώνεται καθώς η πλοκή εξελίσσεται. Προλογίζοντας το φιλμ με τη σκηνή
του ατυχήματος ενός ποδηλάτη, επιχειρεί να συνδέσει όλες τις μικρές παράλληλες
ιστορίες με κάποιο κεντρικό θεματικό πυρήνα, χωρίς όμως να το καταφέρνει
ιδιαίτερα, μετατρέποντας έτσι την τρίτη πράξη του δράματος ως ουσιαστική
επεξήγηση της ως εκείνη τη στιγμή δυσνόητης εισαγωγής. Το αποτέλεσμα αν και
χάνει σε στιγμές το δρόμο του (ιδίως στο δακρύβρεχτο, μελό φινάλε), προσφέρει
μια τεταμένη και τοξικά αγχωτική ατμόσφαιρα, γεμάτη ξέγνοιαστη απληστία, καταθλιπτικό
κενό, πάθος για κοινωνική καταξίωση και απουσία οποιωνδήποτε ηθικών φραγμών
απέναντι στη λυσσαλέα επιθυμία για πλουτισμό. Πάντως, η όποια νοηματική
αναζήτηση των αίτιων κατάρρευσης των αξιών και της εξόντωσης της ανθρωπινής
αξιοπρέπειας, σταματά πάνω στις βασανισμένες ψυχές των πρωταγωνιστών και την
οικογενειακή τους τραγωδία, ωθώντας την ταινία προς δραματικά μονοπάτια, αποσυντονίζοντας
την ριζοσπαστικότητά της, δίνοντας την αίσθηση τελικά μιας πολιτικώς ορθής και
καλλιτεχνικά ακίνδυνης συσχέτισης λόγου-αποτελέσματος . Παρόλα αυτά, αποποιούμενη
οριστικά τον όρο “ταξικό φιλμ”, κατορθώνει να ποτίσει με πόνο και ματαιοδοξία
τις σκηνές, ενώ η χειμωνιάτικη φωτογραφία μετατρέπει το ειδυλλιακό αλπικό τοπίο
της ιταλικής βορινής επαρχίας, σε έναν παγωμένο, άκαρδο και κενό κόσμο.
Μέσα από τις ώριμες ερμηνείες ενός
ισχυρού καστ γηγενών ηθοποιών τα χαρακτηριστικά ιταλικά δυσθυμικά στερεότυπα
παίρνουν σάρκα και οστά. Ο Μπεντιβόλιο, αν και μας έχει συνηθίσει σε δραματικές
και ελαφρώς ματαιωμένες φιγούρες, εδώ ερμηνεύει εξαίσια τον γελοιοποιημένο, ακαλλιέργητο
ανθρωπάκο, μεθυσμένο από τη χλιδή, που είναι έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα και
εκνευρίζεται όταν μια ξαφνική αδιαθεσία της εγκύου γυναικάς του (τρυφερή αν και
λίγο ανεπιτήδευτη η ερμηνεία της Βαλέρια Γκολίνο) τον αναγκάζει να παραχωρήσει
τη θέση του στο πολυπόθητο τραπέζι των πλουσίων. Μεγάλη δύναμη και κύρος
προσφέρει επίσης η οικεία μελαγχολία της Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι στο ρόλο της
καταθλιπτικής, διαβρωμένης από τον καθωσπρεπισμό και την ευκολία της πλουσίας
ζωής Κλάρα Μπερνάσκι, της
ακρωτηριασμένης γυναικάς-τρόπαιο που προσπαθεί μάταια να βρει τη χαμένη της
αυταξία αναλαμβάνοντας να σώσει και στη συνεχεία να ανακαινίσει ένα θέατρο προς
κατεδάφιση. Η σιωπηλή της απόγνωση δεν κρύβεται κάτω από την ευγένεια και το
επίπλαστο χαμόγελο που η κοινωνική της θέση επιβάλλει, κι έτσι καταφέρνει να
γίνει τόσο σπαρακτική και άδεια, ακόμη κι όταν προσποιείται την καλή
οικοδέσποινα προσφέροντας μπισκότα στους καλεσμένους. Τέλος, η
πρωτοεμφανιζόμενη Ματίλντε Τζιόλι ερμηνεύοντας την κόρη του Ντίνο και συνδετικό
κρίκο των δυο οικογενειών, αποδίδει αναπάντεχα, εγχέοντας ζωή σε έναν χαρακτήρα
χαμηλών τόνων και μικρής σεναριακής δυναμικής.
Προσπαθώντας να συνδυάσει το πηχτό δράμα
με έναν οξύ στοχασμό για τη σχέση των ανθρώπων με το χρήμα και την
αναλωσιμότητα της ζωής των μικρών όταν αυτή των μεγάλων απειλείται, το
“Ανθρώπινο κεφάλαιο” μπορεί να μην πετυχαίνει πλήρως το στόχο του, καθώς οι
πολλές οπτικές γωνίες, άλλα κυρίως η απόφαση του να κινηθεί σε πολυάριθμα
θεματικά μέτωπα το κάνουν να χάνει εν μέρη τη νοηματική του ροή, παρόλα αυτά
παρασέρνει σε στιγμές τον θεατή στην ολισθηρή κατρακύλα της καπιταλιστικής
απληστίας, και την παγερή, φριχτή ανατίμηση της ανθρώπινης ύπαρξης
μετατρέποντας τον ποδήλατη σε πραγματικό, αφανή και τραγικό πρωταγωνιστή, ρίχνοντας
ταυτόχρονα μια αδιάκριτη ματιά στις άψυχες, ανελέητες σχέσεις συμφερόντων που
έρχονται μοιραία να αποτελέσουν κομμάτι του εννοιολογικού ορισμού του τίτλου
του.
πηγή: cine.gr