Δεν το έμαθα σήμερα το
πρωί. Κάποιος μου το θύμισε χθες το
βράδυ. Ξάπλωσα, έκλεισα τα μάτια μου και
περίμενα να με πάρει ο ύπνος. Κι αντί
για τον ύπνο, ήρθες εσύ, η εικόνα σου, η
σκέψη σου, οι στιγμές μας… η απουσία
μου.
Δεν ξέρω τι πρέπει να
κάνω. Είναι η γιορτή σου σήμερα. Θα είσαι
σίγουρα με φίλους. Με εκείνους που
δηλώνουν παρόντες στην ζωή σου τις στιγμές
που εγώ είμαι απών.
Δεν ξέρω τι πρέπει να
κάνω. Κυκλοφορώ όλη μέρα με το κινητό
κολλημένο στο χέρι και ένα δίλημμα στο
μυαλό.
Έχουν περάσει δύο μήνες
από την τελευταία φορά που σε πήρα
τηλέφωνο. Δύο μήνες από τότε που άφηνα
τα χέρια μου να γλιστράνε αργά από τον
λαιμό σου μέχρι χαμηλά στην μέση σου
ενώ πνιγόμουν μέσα στο γλυκό καφέ των
ματιών σου. Σταυρώθηκα για ακόμα μια
φορά πάνω στο γυμνό κορμί σου κι ας ήμουν
εγώ που κρατούσα το σφυρί και τα καρφιά.
Σε φίλησα πριν ανοίξω την πόρτα για να
φύγεις. Δεν το ξεχνάω. Δεν έχω ξεχάσει
κανένα φιλί μας. Από εκείνο το διστακτικό
πρώτο μέχρι αυτό το μεθυστικό τελευταίο.
Έχουν περάσει δύο μήνες…
Με τι μούτρα να σε πάρω
τηλέφωνο? Πόσο μοιάζουν οι ευχές με
φθηνές δικαιολογίες σήμερα! Τα μεσάνυχτα
είναι μάλλον η λύτρωση μου αλλά οι
δείχτες του ρολογιού αρνούνται να κάνουν
την δουλειά τους. Δεν άφησα στιγμή το
κινητό από το χέρι μου. Το έκλεινα και
το άνοιγα. Συνέχεια στον τηλεφωνικό
κατάλογο, στο γράμμα Α.
Πάτησα το κουμπί. Δεν
είναι ακόμα 12. Χτύπησε 3 φορές και το
έκλεισα. Χτύπησε 3 φορές και δεν το
σήκωσες.
“Χρόνια πολλά! Ότι
επιθυμείς!”
Μου λείπει τόσο πολύ
το γυμνό κορμί σου αλλά αυτό δεν το
έγραψα…