Η
τρίτη ημέρα του “οικονομικότερου” φεστιβάλ των τελευταίων ετών (προϋπολογισμός
που αυστηρά δεν ξεπέρασε τα 700.000 Ευρώ και συγκεντρώθηκε κυρίως από χορηγίες
ιδιωτών, του Υπουργείου Πολιτισμού, της ΝΕΡΙΤ και άλλων) ξεκίνησε με πολλές
προσδοκίες, τόσο από τους δημιουργούς των ταινιών (πολλοί από τους οποίους
ελπίζουν σε μια καλή διανομή που θα αποφέρει περισσότερη αναγνωρισιμότητα, αλλά
κυρίως χρήματα) όσο και από τους θεατές που περιμένουν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον
τις σημερινές προβολές και κυρίως τη βραδινή του “Ολύμπιον”. Μιλώ για το “The Cut” του πολύ αγαπημένου στο ελληνικό
κοινό Φατίχ Ακίν.
The Lamb του
Κουτλούγ Αταμάν (Τμήμα “Ματιές στα Βαλκάνια”, κυρίως πρόγραμμα)
Σε
αυτό το οπτικά ευχάριστο άλλα σεναριακά αρκετά αδύναμο αγροτικό δράμα το οποίο
διαδραματίζεται στην εκθαμβωτική Βορειοανατολική Ανατολία (προσφιλής προορισμός
των Τούρκων σκηνοθετών, δίχως όμως να μπορεί να πει κάνεις τίποτε για την
ομορφιά και αγριότητα του τοπίου) βλέπουμε μια νεαρή μητέρα να παίρνει ακραία
μετρά για να οργανώσει μια λιτή και φτωχική γιορτή, προσφέροντας απαραίτητα
στους καλεσμένους ψητό αρνί, με αφορμή την περιτομή του μικρού γιου της
οικογένειας, του Μερτ. Το μικρό παιδί, προσκολλημένο στη μητέρα του της τράβα
όλη την προσοχή και φυσιολογικά αυτό προκαλεί ζήλια στην μεγαλύτερη αδερφή του
Βιτζνάν η οποία χρησιμοποιώντας επιτηδευμένες λέξεις, ξεπατικωμένες από
τούρκικες σαπουνόπερες, τον πείθει ότι εάν λόγω της φτώχιας τους δεν μπορέσουν
να αγοράσουν το σφάγιο, ο αδύναμος και λιγομίλητος πατέρας τους θα σκοτώσει τον
ίδιο. Η γιορτή για την φτωχή οικογένεια μετατρέπεται σε αυτοσκοπός και αποτελεί
τον πυρήνα της γραμμικής αφήγησης, λειτουργώντας ως υποτιθέμενη λύση όλων των
προβλημάτων, αποκαθιστώντας το όνομά της στα ματιά των άλλων, εξίσου
εξαθλιωμένων συγχωριανών τους. Οι συμβολισμοί δε λείπουν (η μητέρα φωνάζει
χαϊδευτικά τον μικρό Μερτ “αρνάκι μου”) όμως είναι χλιαροί, καταλήγοντας πολλές
φορές στο διδακτισμό, γύρω από τη σχέση της αθωότητας και της “Θεϊκής προσταγής”.
Η κορύφωση που δεν προσφέρει κάτι πέρα από το αναμενόμενο, ο σαρκασμός που
υποβόσκει ωστόσο βρίσκει το στόχο του σε ανύποπτες φιλμικές σκηνές. Έξαλλου, όπως
σοφά εκμυστηρεύεται ο μικρός Μερτ στην χαιρέκακη αδερφή του (εξαιρετική η μικρή
ηθοποιός): “Όλοι αγαπάνε τα αρνιά, τα αρνιά όμως δεν τους αγαπάνε όλους”.
Η
ταινία θα επαναπροβληθεί το Σάββατο 8 Νοεμβρίου στις 20:30 στην αίθουσα Σταύρος
Τορνές
Love Me της
Χάνε Μίρεν (Τμήμα “Ανοιχτοί Ορίζοντες”, κυρίως πρόγραμμα)
Μια
αγκαλιά γεμάτη στοργή, γεμάτη ασφάλεια. Μια υπέροχη εικοσάχρονη κοπέλα ανέμελη
σαν ξωτικό, μοιάζει η προσωποποιημένη χαρά της ζωής, κρύβοντας όμως βάθια μέσα
της τις γκρίζες αποχρώσεις της εγκατάλειψης. Δυστυχώς οι πληγές είναι βαθιές
και η χαριτωμένη Μαρία δεν μπορεί να τις ξεπεράσει. Ίσως και να μη θέλει. Ίσως
εσκεμμένα προσπαθεί να καταστρέψει ό,τι κάλο έχει δημιουργήσει γύρω της (τον
συμπονετικό, πάντοτε παρόντα φίλο της, τη συντροφικότητα που της προφέρει η
δουλειά της) γιατί κρυφά μέσα της περιμένει εκείνον, τον πάτερα που αποφάσισε
μια μέρα να μην είναι πατέρας. Όταν αυτός επανεμφανίζεται όποτε θέλει, γι αυτήν
είναι γιορτή, είναι παιδική χαρά. Πείθεται κάθε φορά, εξαπατάται κάθε φορά, συγχωρεί
κάθε φορά, εμπιστεύεται κάθε φορά. Ψάχνει την χαμένη στοργή, τον ακουμπά , τον
αισθάνεται, τον κοιτά στα μάτια σχεδόν ερωτευμένη, μαγεμένη. Όταν φεύγει πάλι, μη
δίνοντας σημεία ζωής αυτή καταρρέει, αποσύρεται από την καθημερινότητα, γίνεται
ευάλωτη και φοβισμένη από την απόρριψη που ξυπνά μέσα της συναισθήματα. Η
καταξιωμένη Νορβηγή ντοκιμαντερίστρια Χάνε Μίρεν εισβάλλει στην ψυχοσύνθεση
μιας εγκαταλειμμένης ύπαρξης που κραυγάζει για την αγάπη που ποτέ δεν βίωσε (την
“φορά” ακόμη και στα σκουλαρικιά της). Η ευάλωτη παρουσία της Μαρία
αιχμαλωτίζει το βλέμμα, προτρέποντάς μας να αναζητήσουμε το χαμένο
συναισθηματικό κομμάτι, τη βαθιά εσωτερική της ανάγκη, αλλά και τον πόνο που η
ίδια πρέπει να υπομένει. Μια εξαιρετική μικρή ταινία, με τον λυτρωτικό, γειωμένο
χορό του φινάλε να μας ανατριχιάζει. Ευχαριστώ τόσο πολύ τον Γιώργο Κρασσακόπουλο
που μου την πρότεινε.
Η
ταινία θα επαναπροβληθεί τη Δευτέρα 3 Νοεμβρίου στις 12:30 στην αίθουσα Τώνια
Μαρκετάκη
Difret του
Ζερένσεϊ Μπερχάνε Μεχάρι (τμήμα “Ανοιχτοί Ορίζοντες”, κυρίως πρόγραμμα)
Η
απαγωγή μιας νεαρής ανήλικης κοπέλας της Χιρούτ, στο γυρισμό από το σχόλιο της
προς το σπίτι ενός μικρού αγροτικού
χωριού έξω από την πρωτεύουσα της Αιθιοπίας Αντίς Αμπέμπα, λειτουργεί στο “Difret” ως διελκυστίνδα ανάμεσα στις εκ
καταβολής πρακτικές επιβολής των θεσμών και των ιδιότυπων νόμων και το γράμμα
μιας δημοκρατικής, όσο το δυνατόν ευνομούμενης και δίκαιης πολιτείας. Η ταινία
βασισμένη στην αληθινή ιστορία που διαδραματίστηκε το 1996, κατάφερε να
αποσπάσει δυο πολύ σημαντικά βραβεία κοινού στα φεστιβάλ Σάντανς και Βερολίνου.
Το φιλμ αναφέρεται στην γαμήλια παράδοση “τελέφα” μιας από τις παλαιότερες της
Αιθιοπίας που θέλει τον γαμπρό να απαγάγει τη νύφη που θέλει να παντρευτεί, χωρίς
ουσιαστικά αυτή να φέρει αντίρρηση. Η εξέλιξη της ιστορίας θέλει την Μεάζα
Ασενάφι, μια χειραφετημένη δυναμική δικηγόρο να προσπαθεί να υπερασπιστεί την
Χιρούτ, η οποία, όντας κακοποιημένη σεξουαλικά από τον μέλλοντα σύζυγό της, στην
προσπάθεια της να δραπετεύσει σκοτώνει τον απαγωγέα της. Η αδιαμφισβήτητη
τραγικότητα του σενάριου, σε συνδυασμό με τις κοντινές λήψεις μιας κάμερας στον
ώμο και σε διαρκή κίνηση, χτυπούν πάνω στις οικίες αφηγηματικές διαδρομές που ο
σκηνοθέτης επιλέγει να ακολουθήσει. Επίσης το μοντάζ αποφασίζει περίεργα να
αναβάλλει ή να μετατοπίσει τις βίαιες σκηνές οι οποίες εντυπώνονται στο θεατή
μονό συμπερασματικά. Το αποτέλεσμα συνολικά χαρακτηρίζεται απλά επαρκές, αφοσιωμένο
κυρίως στο μελόδραμα και όχι στην
πολυπλοκότητα των σωστών σκέψεων, άλλα λανθασμένων εφαρμογών τους (πολύπλοκος
έξαλλου είναι και ο τίτλος της ταινίας με τη λέξη “Divret” να σημαίνει “θάρρος” αλλά και “θύμα
βιασμού”). Αίγλη τέλος προσδίδει στο εγχείρημα
-μόλις το τέταρτο αιθιοπικό φιλμ όλων των εποχών που χρησιμοποιεί φιλμ
των 35 χιλιοστών- η συμμέτοχη στην παράγωγη του της Αντζελίνα Τζολί.
Η
ταινία θα επαναπροβληθεί την Κυριακή 9 Νοεμβρίου στις 17:30 στην αίθουσα Τζόν
Κασσαβέτης
A Blast του
Σύλλα Τζουμέρκα (τμήμα “100 χρόνια Ελληνικός Κινηματογράφος”)
Το
δίχως άλλο εντυπωσιακή η καινούρια ταινία του πολλά υποσχόμενου νέου Έλληνα
σκηνοθέτη Σύλλα Τζουμέρκα, η οποία εκπληρώνει αυτό ακριβώς που υπόσχεται και ο
τίτλος της: μια έκρηξη. Αυτή που βλέπουμε να εκκολάπτεται στο βλέμμα της
πρωταγωνίστριάς κάθε στιγμή που η άθλια ζωή, της χώνει το κεφάλι πιο βαθιά στη
λάσπη. Ο Έλληνας κινηματογραφιστής μετά από την πρώτη του δυναμική δουλειά (τη
“Χώρα προέλευσης” με επίσημη συμμέτοχη στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας)
επιστρέφει με ένα φιλμ επικεντρωμένο σε ένα και μόνο πρόσωπο. Η Μαρία της
Αγγελικής Παπούλια μπαίνει σε μια διαδρομή καθαρτηρίου από την οποία θα βγει
μόνον εάν το οστικό κύμα της έκρηξης (συναισθηματικής, σωματικής, ψυχολογικής) διαλύσει
όλα τα ήδη ετοιμόρροπα κτίρια που έχουν χτιστεί παρασιτικά δίπλα της. Η αφήγηση
σπειροειδής, εκούσια ακαθόριστη και ελλιπής, αναζητά τις ρωγμές του παρόντος
και του παρελθόντος στη ζωή της τραγικής φιγούρας απομυθοποιώντας άπαξ και διά
παντός την τάση όλων μας να “διεκτραγωδούμε τις οποιεσδήποτε αναγκαίες
συγκρούσεις στην προσπάθειά μας να αλλάξουμε”. Στις σκηνές της αυτοκινητιστικής
καταδίωξης είναι έκδηλη η αόρατη παρουσία του μεγάλου Φρίντκιν, ενώ οι
ομολογουμένως αρκετές, πλήρως
απενοχοποιημένες σεκάνς ωμού σεξ εισάγονται στην φόρμα με τέτοιο τρόπο ώστε
αφενός δίνουν μια διέξοδο, μια εκτόνωση στη συσσωρευμένη ένταση (όπως και η βία
άλλωστε), αφετέρου προκαλούν τους ίδιους τους χαρακτήρες να επανα – ορίσουν το
φύλο τους. Μια ταινία τόσο απλή, άλλα και σοκαριστική συνάμα, δεν μπορεί πάρα
να αποκτά οικουμενικό μήνυμα καθώς οι εικόνες της ελληνικής ζοφερής
πραγματικότητας, της κρίσης και της απολυτής δυστυχίας, μπορούν εύκολα να
μεταπηδήσουν από τον έναν τόπο στον άλλο, από τη μια σαθρή οικογενειακή σχέση
στην άλλη, από τη μια κοινωνικοπολιτική αποσύνθεση στην άλλη. Η ταινία σε
πιάνει από το λαιμό, άλλα ακόμη και όταν έχει ήδη τελειώσει, νιώθεις το σφίξιμο
των αόρατων χεριών της πάνω σου.
The Cut του
Φατίχ Ακίν (τμήμα “Ανοιχτοί Ορίζοντες”, ειδικές προβολές)
Η
πολυαναμενόμενη ταινία του βραβευμένου Γερμανο-Τούρκου δημιουργού, ολοκληρώνει
την τριλογία του για “την αγάπη, το θάνατο και το διάβολο” που άρχισε σχεδόν
δέκα χρόνια πριν με το “Μαζί ποτέ” κερδίζοντας τη χρυσή άρκτο στην berlinaleτης
ίδιας χρόνιας. Τα εισαγωγικά σημειώματα της ταινίας μας βάζουν γρήγορα στο
κλίμα: Βρισκόμαστε στην Μαρντίν λίγο πριν από τις ταραχές, τις οποίες
ακολούθησε μια από τις μεγαλύτερες και βαρβαρότερες γενοκτονίες της ιστορίας, αυτή
των Αρμενίων (που σύμφωνα με Τούρκους εθνικιστές, πολέμιους στο έργο του
σκηνοθέτη, δεν υπήρξε ποτέ). Ο νεαρός σιδεράς Ναζαρέτ Μανουγκιάν είναι μέσα σ΄
αυτούς που θα συλληφθούν σχεδόν αμέσως, θα οδηγηθούν σε στρατόπεδα εργασίας
στις αχανείς στέπες, θα χάσουν τους συγγενείς τους, θα φτάσουν ένα βήμα, μια
μαχαιριά μακριά από το θάνατο. Όταν τελικά και ως εκ θαύματος γλιτώσει -χάνοντας
για πάντα τη φωνή του- και καταλήξει εργάτης σε μια σαπωνοποιεία (αμφίσημη
μεταφορά για το σαπούνι που ξεπλένει και εξαγνίζει, ή χρησιμοποιείται από τους
ισχυρούς για να τους “καθαρίσει” από κάθε ευθύνη), θα μάθει κατά τύχη ότι οι
δίδυμες κόρες του είναι παραδόξως ζωντανές. Η έμμονη του για σμίξιμο με τα
παιδιά του θα τον οδηγήσει σε ένα απίθανο ταξίδι (θυμίζοντας κάτι από “Δόκτωρ
Ζιβάγκο”) φτάνοντας μέχρι τα χιονισμένα λιβάδια της Βόρειας Ντακότα. Σχεδόν από
την έναρξη το φιλμ φανερώνει τη σημαντικότερη αδυναμία του: Μοιάζει υπερβολικά
στιλιζαρισμένο, τακτοποιημένο. Θαρρείς ότι οι δρόμοι των πόλεων στους οποίους
δεν εστιάζει η κάμερα είναι άδειοι, περιμένοντας τους κομπάρσους. Απλοϊκή ως
εμπορική δείχνει και η αφήγηση, με το κομμάτι του ταξιδιού, από τη μια άκρη του
κόσμου στην άλλη, να είναι ουσιαστικά το πιο αδύναμο σημείο της. Γρήγορα ο
όλεθρος και οι ομολογουμένως ιδιαίτερα σκληρές εικόνες της φυλετικής εξόντωσης
αντικαθίστανται από ένα δακρύβρεχτο μελόδραμα, στο οποίο ο φιλμικός χρόνος κύλα
με αβάσταχτη ελαφρότητα (ο εξαιρετικός κατά τα άλλα πρωταγωνιστής Ταχάρ Ραχιμ
δείχνει αγέραστος, εκτός από λίγα γκρίζα μαλλιά). Η επαναλαμβανόμενη τέλος
παραλλαγή του ίδιου μουσικού θέματος, φαίνεται να αποσυντονίζει τη σκηνοθεσία, από
την οποία λείπει το θράσος και ο δυναμισμός. Παρόλα αυτά το μεγαλεπήβολο πόνημα
του Ακίν παραμένει αξιέπαινο, κατορθώνοντας να ενσωματώσει όλα τα στοιχεία της
τριλογίας μέσα του, με ομορφότερο πέραν όλων τη συνάντηση του αποκαμωμένου
Ναζαρέτ με τον “Διάβολο” με το αστείο βάδισμα, το ξύλινο μπαστούνι και το
χαρακτηριστικό μουστάκι. Έναν διάβολο που θα του φέρει δάκρυα στα ματιά.