Κική Τσιλιγγερίδου Πύρινη κόλαση, Ἐκδόσεις Bell, Φεβρουάριος 2020. Σχεδόν 400 σελίδες στό τυπικό μέτριας ὑφῆς χαρτί τῶν ἐκδόσεων.
70 κεφάλαια, εἰσαγωγή καί ἐπίλογος, χωρισμένα σέ πέντε ἄνισα μέρη. Κάθε μέρος ἔχει γιά ἄτυπο τίτλο ἕναν στίχο ἀπό τό τραγούδι Hurt τοῦ Johnny Cash.
Ἡ πύρινη κόλαση ἦρθε γιά νά μᾶς θυμίσει τόν σκοτεινό χαρακτῆρα τῆς Στέλλας Ἄνταμς, ἕναν χρόνο μετά τήν πρώτη γνωριμία μας μέ τόν Βυθισμένο Οὐρανό. Ἀπόκοσμη καί μυστηριώδης, μέ κόκκινα μαλλιά, λευκό δέρμα καί μέ μαῦρα γυαλιά πού δέν τά βγάζει ποτέ, βίαιη, μονομανής, μέ μία ἰδιαίτερη σεξουαλικότητα καί καθόλου πολιτικά ὀρθή, μέ τό παρελθόν της νά τήν καταδιώκει ἀνελέητα.
Ἐγκατέλειψε μία ἐξαιρετική καριέρα στήν ἀστυνομία καί ἦρθε ἀπό τίς ΗΠΑ στήν Ἑλλάδα, τήν πατρίδα τοῦ πατέρα της.
Βρισκόμαστε στήν Ἀθήνα. Εἶναι καλοκαίρι. Ἡ ζέστη εἶναι ἀνυπόφορη. Καί τότε, ὁ φόνος γνωστοῦ τηλεπαρουσιαστῆ μέ τελετουργικό τρόπο ρίχνει στά βαθειά τήν ὁμάδα τῆς Ἄνταμς. Ἡ ἐπανάληψη τοῦ τελετουργικοῦ σέ νέο φόνο, ἐνῶ ἀκόμη δέν ἔχουν βρεθεῖ στοιχεῖα γιά τόν πρῶτο, δυσκολεύει περισσότερο τήν ἀποστολή τῆς ἀστυνόμου.
Ὅλο αὐτό τό ἄγχος πνίγει τήν Ἄνταμς. Οἱ ἐφιάλτες τοῦ παρελθόντος δυναμώνουν. Τήν κυριαρχοῦν, τήν ἐξουσιάζουν, τήν καθοδηγοῦν. Κι ἐμεῖς βλέπουμε μιάν ἀγνώριστη Στέλλα. Ἀφήνεται. Γεύεται τά πάντα χωρίς φραγμούς: σέξ, ὀργή, ἐκδίκηση. Δέν ἀντιστέκεται στήν κατάθλιψη. Εὐτυχῶς πού οἱ δυσκολίες στήν ἐξιχνίαση τῶν φόνων τήν ἐπαναφέρουν στήν πραγματικότητα. Ἡ ἀδρεναλίνη τῆς δράσης τήν τροφοδοτεῖ μέ τήν ἀπαραίτητη θέληση καί δύναμη νά ἐνεργήσει.
Τά κομμάτια πού θά σχηματίσουν τήν τελική εἰκόνα μαζεύονται μέ δυσκολία καί καθυστέρηση. Ἡ Στέλλα δέν τά παρατάει. Καθοδηγεῖ ἀριστοτεχνικά τούς συνεργάτες της. Τά ὀδυνηρά ἀπρόοπτα δέν τούς τρομάζουν. Προφανῶς στό τέλος ἡ Ἄνταμς θά λύσει τό μυστήριο καί θά ξεσκεπάσει τόν δολοφόνο. Αὐτό ὅμως εἶναι δευτερεῦον.
Στό βιβλίο αὐτό ὄχι ἁπλῶς πρωταγωνιστεῖ ἀλλά κυριαρχεῖ ἡ Στέλλα Ἄνταμς. Τώρα, μετά τήν πρώτη γνωριμία μας μαζί της, καταδυόμαστε βαθύτερα στόν ψυχικό της κόσμο. Ζοῦμε μαζί της τίς φοβίες πού τήν καταδιώκουν ἀπό τήν Ἀμερική. Περπατᾶμε μαζί της στά σκοτεινά μονοπάτια τοῦ μυαλοῦ της. Πονᾶμε μαζί της ὅταν ὑφίσταται βία, ἀλλά γευόμαστε τή βρώμικη χαρά ὅταν ἐκδικεῖται.
Εἴμαστε μαζί της σέ κάθε βῆμα, κάθε σκέψη, κάθε φόβο, κάθε πόνο. Κι αὐτό δέν εἶναι καθόλου εὐχάριστο.
Ὁ ρυθμός τῆς δράσης εἶναι καταιγιστικός. Ὁ ρυθμός καταβύθισης στόν ζοφερό κόσμο τῆς Στέλλας Ἄνταμς εἶναι τρομακτικός. Ἐπειδή δέν εἶναι παρά ἕνα σακί ἀπό τρωτά σημεῖα.
Ἡ ἐμφανής βελτίωση στή γραφή τῆς Τσιλιγγερίδου μᾶς ἔκανε συνοδοιπόρους ἑνός σκοτεινοῦ, ὅσο καί βασανισμένου ἄνθρώπου. Καί καταθέτει ἀκλόνητη ἐγγύηση γιά ἕνα τέλος σίγουρα ἀπρόσμενο καί, ἐλπίζω, λυτρωτικό.