Φωτογραφία: Henri Cartier-Bresson
του Γιάννη Σιφνιού
Άναψα ένα μικρό κερί και το χαζεύω από τον καναπέ. Οι νύχτες της σιωπής στο κελί δεν έχουν μουσική, ούτε γνώριμα γέλια.
Αράδιασα μπροστά μου φωτογραφίες του μακρινού παρελθόντος και άρχισα να περιδιαβαίνω τους δρόμους των παλιών μου εαυτών. Ζωές χαμένες, σβησμένες από τον χρόνο. Οι μνήμες θολές, δεν είναι ούτε να τις εμπιστεύεσαι, ούτε να τις παίρνεις τοις μετρητοίς. Αγάπες που πέρασαν στροβιλιζόμενες, μα το αποτύπωμά τους πλέον μοιάζει με κάτι ουλές πού’χεις για χρόνια κι έχουν ξεθωριάσει, σχεδόν δε φαίνονται.
Κλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να αφουγκραστώ. Φέρνω το νου σε κάτι μικρές, σχεδόν αόρατες πατρίδες, εκεί που κατοικούν οι στιγμές που μας καθόρισαν για πάντα. Παλεύω να ξαναθυμηθώ το καρδιοχτύπι, να μυρίσω αρώματα, να αισθανθώ έστω για κλάσματα του δευτερολέπτου το ρίγος μιας αγκαλιάς που έμεινε ημιτελής κι αθάνατη.
Η ώρα περνάει και το κερί σιγά σιγά χάνει τη δύναμή του. Όταν θα σβήσει θα κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά στο σκοτάδι. Είχα ακούσει κάπου να λένε ότι αν μείνεις πολύ ώρα με τα μάτια ανοιχτά στο απόλυτο σκοτάδι, μια παλιά σου αγάπη εμφανίζεται μπροστά σου. Μα εγώ έχω πάψει εδώ και καιρό να πιστεύω σε θαύματα ή θρύλους.
Στο λιγοστό φως βαδίζω προς τη μπαλκονόπορτα. Βγαίνω έξω και κοιτώ γύρω μου τα άδεια μπαλκόνια. Κάτω στον δρόμο μόνο ένας βιαστικός περαστικός. Αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν αυτή τη στιγμή ανοίγαμε όλοι το παράθυρο του κελιού μας και ακούγαμε τις σιωπές μας. Ίσως τελικά εκατομμύρια σιωπές ενωμένες αθροίζουν μια ζωή που αξίζει να τη ζεις. Κι ίσως πάλι εκατομμύρια λέξεις που δεν ειπώνονται, είν’ αρκετές για να περιγράψουν την παγωμένη αμηχανία μας απέναντι στη χαμογελαστή καρμανιόλα.
Ξαναμπαίνω πάλι μέσα. Το κερί έσβησε. Ξαπλώνω δίπλα στο παράθυρο με τα μάτια μου ανοιχτά. Το πιο πυκνό σκοτάδι με σκεπάζει και απόψε λέω να του παραδοθώ αμαχητί. Άλλωστε το ξημέρωμα θα με βρει ξανά με το πρόσωπο να κρέμεται από ένα ξεχασμένο όνειρο.