Αναμφισβήτητα ο φετινός
χειμώνας που περάσαμε ήταν από τους πιο δύσκολους. Δεν θα αναφερθώ σε άσχημες
καταστάσεις που, λίγο πολύ, είναι για όλους μας κοινές. Μόνο μια λέξη:
ανασφάλεια. Αυτό εισέπραξα από τον περασμένο- πια- χειμώνα. Και ήταν ίσως η
χειρότερη ανασφάλεια που βιώσαμε, γιατί ήταν μια ανασφάλεια μακροπρόθεσμη.
Φίλοι αδερφικοί να φεύγουν προς όλες τις κατευθύνσεις της υφηλίου κι εσύ να
μένεις με ένα τσιγάρο στο αεροδρόμιο, να κουνάς το χέρι σου και να χαιρετάς
αναμνήσεις και συναισθήματα που φεύγουν μακριά. Ξανά και ξανά. “Όταν τα
αεροπλάνα πετάνε, η γη απλώνεται κι οι άνθρωποι ξεχνάνε.” λέγανε στα 90's οι
Στέρεο Νόβα. Αυτός ο χειμώνας μου έμαθε πως (και) την ανασφάλεια τη νικά η
αγάπη.
Καμιά φορά, κάθομαι τα βράδια στο
μπαλκόνι και σκέφτομαι την απόφασή μου να μείνω εδώ. Ένα τηλέφωνο από ένα παλιό φιλαράκι από Κρήτη,
μια πρόταση για διακοπές στο σπίτι του στα Χανιά, καλοκαίρι, αλμύρα, άμμος στα
μαλλιά μας, όλη η παλιοπαρέα, ξενύχτια στην ακρογιαλιά με μπύρες και μια φωτιά
στη μέση να μας θυμίζει πως… όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν. Νομίζω, ήρθε ο
καιρός να γράψει κι αυτό το καλοκαίρι τη δική του ιστορία.
Από πολύ μικρή
είχα τεράστια αγάπη για τη θάλασσα. Το να ανεβαίνω σε πλοίο είναι για μένα μια
μικρή περιπέτεια μέχρι και σήμερα. Αυτή τη φορά, όμως, ήταν όντως περιπέτεια.
Εγώ, ο Βαλάντης, η Λία και η Κλειώ, με μία τσάντα στους ώμους και τα εισιτήριά
μας για Χανιά. Ροκ εν ρολ μπέιμπι!
Ειλικρινά, δεν
θυμάμαι να σας πω πόσες ώρες κάναμε να φτάσουμε. Ωραία η περιπέτεια, αλλά με τα
πλοία με πιάνει ναυτία. Οπότε, υπολόγισα γύρω στους δυόμισι αιώνες μέχρι να
φτάσουμε στο λιμάνι. “Σε λίγο κατεβαίνουμε, ετοιμαστείτε!” μας φώναζε ο Βαλάντης
μέχρι να το πάρουμε απόφαση και να μπούμε στην ουρά για την αποβίβαση. “Κοπέλι,
άσε τσι φωνές και πιάσε κάνα σάκο!”
Ο Γιάννης ήταν
εκεί με το αμάξι του και μας περίμενε. Μου έλειψε ο Γιάννης. “Πού είναι η
μηχανή σου; Τι έγινε, σοβαρευτήκαμε;” Δεν έχουν άδικο όλοι αυτοί που πλέκουν
κάθε μακρόσυρτο χειμώνα το εγκώμιο για τα Χανιά. Έκλεισα τα μάτια, ανέπνευσα
βαθιά και δεν κοίταξα λεπτό πίσω μου. Τα είχα αφήσει όλα στην άκρη. Έχουμε
χρόνο για τ' άλλα, ή ίσως και να μην είχα πια.
Μόλις μπήκαμε στο
αμάξι, άνοιξα το ράδιο. «Sayin' I cry for love / Till all the plates are broken/ Cry for love/ Until my eyes are soakin'/ Yeah cry for love» Iggy Pop. Τίποτα δεν πάει στραβά με Iggy Pop. Κάπως έτσι φτάσαμε στο κέντρο των
Χανίων. Πριν ξεκινήσουμε τη βόλτα μας στην αγορά, ο Γιάννης μας είπε πως
επιβάλλεται να δοκιμάσουμε τα ωραιότερα σκαλτσουνάκια των Χανίων. Στη στοά του
Δημαρχείου του Γιαναράκη, “Τα Καλτσουνάκια” γέμιζαν την ατμόσφαιρα με
μυρωδιές παραδεισένιες. Του είπαμε να μας ξαναφέρει να πάρουμε και για το δρόμο
της επιστροφής. Ο Γιάννης γέλασε. “Ούτε μέχρι το λιμάνι δεν θα προλάβουν να
φτάσουν τα σκαλτσούνια!”
Κατηφορίζαμε την
Παλιά Πόλη, με τα όμορφα και γραφικά στενάκια της και τη μυρωδιά από τα
γιασεμιά να μας μεθάει τις σκέψεις. Πίσω από τη Μητρόπολη ανακαλύψαμε ένα καφέ,
το “Κόκκινο Ποδήλατο”. Εκεί ήπιαμε το πρώτο καφεδάκι της ημέρας, ενώ,
ταυτόχρονα, απολαμβάναμε κι ένα πλούσιο πρωινό– βασιλικό θα έλεγα! Νομίζω πως
βρεθήκαμε στο κατάλληλο μέρος, την κατάλληλη στιγμή.
Είχε μεσημεριάσει
πια κι εμείς είχαμε απορροφηθεί από συζητήσεις, αγκαλιές και «σ’ αγαπώ». “Καμιά
βουτιά θα κάνουμε;” είπα να ρωτήσω και να χαλάσω την όμορφη στιγμή, αλλά
δικαίως. Ξέρεις πόση ζέστη έχει στην Κρήτη; Η θάλασσα και το κολύμπι, λένε, σου
ανοίγει την όρεξη, όμως! Κατεβαίνοντας το βλητέ βρίσκεται η ψαροταβέρνα “Πυροφάνι”
με θέα τον κόλπο της Σούδας. Μην παραλείψεις να δοκιμάσεις το γεμιστό
καλαμάρι και, φυσικά, τους φρέσκους αχινούς!
Το απογευματάκι
κατεβήκαμε μια βόλτα στο λιμάνι. Η παρέα ήθελε πίτσα κι ο Γιάννης μας είπε πως
ήξερε το ιδανικό μέρος. Το όνομα αυτού «Πίτσες
Μπλε». Μα πού τρέχει ο λογισμός σου;! Το όνομα είναι εμπνευσμένο από τη
μοναδική μπλε πίτσα με προσούτο, αχλάδι και ροκφόρ! Αφού γευτήκαμε τις
εξαιρετικές γεύσεις κατευθυνθήκαμε στην απέναντι πλευρά του λιμανιού, στο φάρο.
Να τον επισκεφτείς και να ανεβείς να δεις τα όμορφα Χανιά από ψηλά. Να δεις τα
φώτα που τρεμοπαίζουν και τη θάλασσα να απλώνεται μπροστά σου. Να νιώσεις
ελευθερία και να ερωτευτείς. Στο δρόμο του γυρισμού γνωρίσαμε τον Ανδρέα,
ιδιοκτήτη ενοικιαζόμενων δωματίων δίπλα στο ναυτικό μουσείο, στο slide,
με θέα στο λιμάνι. Μας κέρασε ρακή και κλείσαμε συνάντηση του χρόνου το
καλοκαίρι, αυτή τη φορά υπό τη φιλοξενία του Ανδρέα. Δεν είναι ότι αγαπώ
μόνον αυτόν τον τόπο, μα και τους ανθρώπους του.
Η επόμενη μέρα
κύλησε με παιχνίδια στη θάλασσα. Ο Βαλάντης κι η Λία έπαιζαν ρακέτες. Ή έτσι
νόμιζαν τέλος πάντων. Μαζέψαμε την πραμάτεια μας και ξεκινήσαμε για το λιμάνι.
Στη Χαληδών βρίσκεται το πιο ωραίο ασιατικό των Χανίων, το “Sukiyaki”.
Ξεχωριστές γεύσεις που σαγηνεύουν τον ουρανίσκο, ακόμη και για τους πιο
απαιτητικούς πελάτες. Εμένα δηλαδή. Ένα πράγμα θα σας πω: μην ξεχάσετε να
δοκιμάσετε ένα ταϊλανδέζικο πιάτο, “το πράσινο κάρυ” (green curry).
Η Κλειώ, δεν άφηνε από τα χέρια της τον
τουριστικό οδηγό. «Αλμυρίδα να πάμε για μπανάκι σήμερα. Είναι ανατολικά των
Χανίων, στην περιοχή Αποκορώνα. Γιάννη ξέρεις να μας πας με το αμάξι;»
«Βεβαίως! Ξέρω μια καταπληκτική ταβερνούλα εκεί. ‘Ψαρός’ λέγεται. Είναι το πρώτο μαγαζάκι που άνοιξε στην Αλμυρίδα και
κάνει την καλύτερη αστακομακαρονάδα της περιοχής!» Η κατάσταση ήταν ολοφάνερη: στο
τέλος των διακοπών, θα γυρνούσαμε στη Θεσσαλονίκη με σουβενίρ είκοσι επιπλέον
κιλά. Ο καθένας.
Προσπαθώντας να σώσω την κατάσταση, λοιπόν,
πρότεινα να πάμε να περπατήσουμε στα γραφικά στενάκια των Χανίων. Με το που
στρίψαμε στη Σαρπιδώνος, ένα μικρό στενάκι μεταξύ παλιού λιμανιού και Κουμ
Καπί, βρεθήκαμε μπροστά στο πιο καλτ μαγαζί της πόλης: «Τα δύο λουξ». Από το 1985 προσφέρει στους πελάτες του όμορφες
μουσικές, ατελείωτα ξενύχτια με ποτά ή μπύρες και την πιο ιδιαίτερη διακόσμηση
που θα δεις στην πόλη. Λίγο πιο πέρα, δεσπόζει ο «Ιπποπόταμος». Το ιδανικό μέρος για καφέ και τάβλι. Το καλύτερο;
Όταν έχει πια μεσημεριάσει -κι εσύ ακόμη παίζεις τάβλι-, ο «Ιπποπόταμος» σε περιποιείται
με μοναδικά μεξικάνικα πιάτα. «Πάμε για τσικουδιά στον ‘Παράδα’;» ρώτησε ο Γιάννης. Φυσικά, δεν προβάλαμε ιδιαίτερη
αντίσταση, ήπιαμε από δυο ποτηράκια ο καθένας και συνεχίσαμε την εξερεύνησή
μας.
Βολτάραμε στην περιοχή της Σπλάντζιας για πολλή
ώρα. Η Κλειώ μας διάβαζε από τον οδηγό της για τον πεζόδρομο Χατζιμιχάλη
Νταλιάνη, για τα σχοινοπλοκάδικα, για τον μιναρέ Αγά Τζαμί κι άλλα πολλά. Κι ο
Βαλάντης είχε πάρει έναν οδηγό. Εστιατορίων, φυσικά. «Κουζίνα ΕΠΕ, εδώ θα ‘ρθούμε να φάμε παραδοσιακό κρητικό φαγητό. Θα
πάρουμε κάστανα στιφάδο με μανιτάρια και μπακαλιάρο με τσιγαριστά χόρτα. Το
προτείνει ο οδηγός! Κι άμα έχτε όρεξη για μεζεδάκια πάμε 63ο Μεζεδοσχολείον. Τα παιδιά εκεί έχουν εντρυφήσει στους
μεζέδες!» Δεν είχε κι άδικο. Παραγγείλαμε το μεζέ του διευθυντή με χοιρινό και
καπνιστά λουκάνικα σε δενδρολίβανο. Νοστιμότατος ο διευθυντής!
Μα όσο
κι αν έχεις φάει στα Χανιά, πάντα θα θέλεις να δοκιμάσεις νέες γεύσεις. Δεν
μπορεί να περάσει απαρατήρητο το «Μεσογειακό»
εστιατόριο που σε ξαφνιάζει με τις ιδιαίτερες γεύσεις και προτάσεις του.
Κάθε πιάτο του μια μοναδική εμπειρία,ο Μανώλης ,σεφ και
ιδιοκτήτης δίνει στη γεύση νέα διάσταση και στο δρόμο μυρωδιές που σε
τραβάνε να δοκιμασεις την κουζίνα του. Δοκιμάστε το ριζοτο με άγρια μανιτάρια
και λάδι μαύρης τρουφας,τα πολυ ζουμερα μπιφτεκια με γκοργκοντζολα και τη
μοσχαρισια κόντρα μπριζολα 500 γραμμαρίων για τους καλοφαγαδες.
Ένα από τα πιο ιδιαίτερα, θα έλεγα, αξιοθέατα
των Χανίων είναι το μοναστήρι του Καρόλου. Ένα βενετσιάνικο μοναστήρι του 16ου
αιώνα, αναπαλαιωμένο από τον Κάρολο, γνωστό γλύπτη και κομμωτή της περιοχής και
όχι μόνο. Στο ισόγειο, λοιπόν, συνέβη κάτι μαγικό. Ένας μπάρμαν κι ένας
διακοσμητής ένωσαν την αγάπη τους για το ποτό και την αισθητική και το KiBarπήρε σάρκα και οστά. Εκεί βγάλαμε τη νύχτα
μας εκείνη, με τσικουδίτο –σαν μοχίτο αλλά με τσικουδιά- και μαστίχα cooler, με βότκα, λάιμ και μαστίχα. Όταν φύγαμε είχε ξημερώσει πια. Εμείς
τρεκλίζαμε μέχρι το σπίτι του Γιάννη και τραγουδούσαμε μουσικά στιγμιότυπα από
τη βραδιά που μόλις μας είχε αφήσει. Πόσο καιρό είχαμε να το κάνουμε αυτό όλοι
μαζί! Μου είχε λείψει να γινόμαστε όλοι μαζί συνένοχοι στην ανεμελιά… Το
χανγκόβερ, βέβαια, της επόμενης μέρας δεν μου ‘χει λείψει καθόλου, και ήταν
χειρότερο από κάθε άλλη φορά. «Λία, λες να μεγαλώσαμε ρε συ;»
Στα Χανιά μείναμε
μία εβδομάδα.
Η αλήθεια είναι ότι μια βδομάδα δεν ήταν αρκετή. Αλλά ούτε δύο,
ούτε τρεις θα ήταν- είμαι σίγουρη. Τα Χανιά αποπνέουν την αρχοντιά και τη
γοητεία αρχαίων εποχών. Η αρχαία Κυδωνία, σημαντικότατη πόλη των Μινωικών
Χρόνων, δεν έπαψε λεπτό να είναι η αρχόντισσα του νησιού.
Η Al Hanim του
Βυζαντίου φορά ακόμη τα βαθυκόκκινα φορέματά της και υποδέχεται τους ταξιδιώτες
της με τον πιο μεγαλόπρεπο τρόπο που έχει μάθει όλους αυτούς τους αιώνες: με το
χάδι του Λίβα και το αγκάλιασμα του Κρητικού Πελάγους.
Ακόμη αναρωτιέσαι που θα
σε βρει το φετινό καλοκαίρι;
Ευχαριστούμε από καρδιάς τη Μπίλη Ζαφραντσά και τον Γρηγόρη Σχοινά για την πολύτιμη βοήθεια τους.
φωτογραφίες: Γιώργος Αλεξανδράκης / Μπίλη Ζαφραντσά