Το ξημέρωμα της 31ης Αυγούστου στην πόλη του Όσλο σηματοδοτεί ένα μεγάλο τέλος για τον Anders (Anders Danielsen Lie). Άραγε αυτό το τέλος θα σημάνει το θάνατό του ή το ξεκίνημα ενός νέου κεφαλαίου στη ζωή του; Το Oslo, August 31s t (2011) αποτελεί τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Joachim Trier σε σενάριο του ίδιου και του Eskil Vogt και αφορά ένα από τα θέματα που διερευνά στην έως τώρα φιλμογραφία του, την έννοια της ταυτότητας. Η ταινία βασίζεται ελαφρά στο μυθιστόρημα Will O' the Wisp (ή The Fire Within) του Γάλλου Pierre Drieu La Rochelle. Η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στην κατηγορία Un Certain Regard του Φεστιβάλ των Καννών το 2011 και διακρίθηκε με το βραβείο της Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Φωτογραφίας στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Στοκχόλμης την ίδια χρονιά. Ο Whit Stillman, πρόεδρος της κριτικής επιτροπής την χαρακτήρισε ως «ένα άψογα ζωγραφισμένο πορτρέτο μιας γενιάς».
Ο Anders, πρώην τοξικομανής παίρνει την πρώτη του άδεια από το κέντρο αποτοξίνωσης όπου διαμένει τους τελευταίους μήνες. Στην έξοδό του βρίσκει την ευκαιρία να συναντήσει γνωστούς και παλαιούς φίλους σε μια προσωπική και κατά βάθος μοναχική περιήγησή του στο Όσλο. Η αφήγηση, απολύτως γραμμική μεταφέρει τον παλμό της πόλης και των ανθρώπων της, όπως τη βιώνει ο ίδιος ο Anders.
Η πόλη αποτελεί σημαντικό στοιχείο της ταινίας που στο μεγαλύτερο μέρος της διαδραματίζεται στους δρόμους της. Η απεικόνισή της είναι μελαγχολική, καθώς μεταφέρεται μέσα από τα μάτια του ήρωα. Ακόμα και οι επιφανειακά ανάλαφρες στιγμές της νυχτερινής πολλά υποσχόμενης ζωής μεταδίδουν την αποπνικτική σχεδόν μοναξιά του ήρωα. Ο Anders, σκιά του παλαιού εαυτού του αναζητεί απεγνωσμένα την ταυτότητά του στην αστική ατμόσφαιρα και στους κάποτε αγαπημένους του ανθρώπους. Αυτά τα δύο στοιχεία, ο χώρος και τα πρόσωπα είναι οι πηγές στις οποίες ο ήρωας αναζητεί τον εαυτό του, κάποιο κομμάτι της ύπαρξής του που ακόμα θέλει να ζήσει.
Καθώς η πλοκή κινείται, το βασικό ερώτημα επιμένει και οξύνεται στο μυαλό των θεατών. Ο ήρωας θα κατορθώσει να μείνει μακριά από τους πειρασμούς και τα πάθη του ή η αδυναμία θα τον παρασύρει; Μολονότι είμαστε εικονικά παρόντες κάθε στιγμή της πρώτης ημέρας «ελευθερίας» του ήρωα από τη νοσοκομειακή πραγματικότητά του η αμφιβολία μας κρατάει σε κάποια απόσταση από το πορτρέτο του και δεν επιτρέπει να ταυτιστούμε απόλυτα μαζί του. Άλλοτε τον συμπονούμε, άλλοτε τον λυπόμαστε, άλλοτε τον αντιπαθούμε, αλλά σε κάθε περίπτωση κινούμαστε μαζί του μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο της δράσης.
Τέλος, η ταινία ενέχει την ικανοποιητική αίσθηση του όλου, αφού λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένο συνεχή χρόνο και καθορισμένο τόπο. Ο κινηματογραφικός χαρακτήρας, αν και με ακρίβεια ορισμένος, δημιουργεί ο ίδιος το αίνιγμα προς λύση. Κλασικό χαρακτηριστικό του Trier που ενυπάρχει και σε αυτό το φιλμ είναι ο χρόνος που δίνει στους ήρωές του να αισθανθούν, να αντιδράσουν, να αναπνεύσουν. Ο Anders έχει μια ολόκληρη ημέρα στην αγαπημένη του πόλη-και εύκολα κατανοούμε ότι πρόκειται και για αγαπημένη πόλη του ίδιου του δημιουργού-για να επιλέξει ανάμεσα στη δύναμη ή την αδυναμία, την αυτοπειθαρχία ή τον πειρασμό, το λάθος ή το σωστό.