Αυτή είναι μια παλιά ιστορία που την ξαναθυμήθηκα απόψε: Καθόμουν τότε και διάβαζα το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας,
όταν μου σφηνώθηκε στο μυαλό η ιδέα πως μια φράση του Ιζιντόρ Ντυκάς,
την οποία χρόνια τώρα αρέσκομαι να επαναλαμβάνω, δεν τη διατυπώνω με
ακρίβεια. Άνοιξα, λοιπόν, τα Ποιήματα Ι,ΙΙ (μετάφραση Γιάννης Δ.
Ιωαννίδης) προκειμένου να διαπιστώσω αν η αμφιβολία μου ήταν βάσιμη ή
όχι. Αποδείχτηκε πως τη φράση του Ιζιντόρ Ντυκάς (aka Κόμητα του
Λοτρεαμόν) τη θυμόμουν με απόλυτη ακρίβεια – δεν είναι δα και δύσκολο:
«Θέλω την ποίησή μου να μπορεί να τη διαβάσει κι ένα δεκατετράχρονο
κορίτσι», αποδείχτηκε όμως επίσης πως με τον μυθικό αυτόν ποιητή δεν
ξεμπερδεύεις τόσο εύκολα. Παράτησα έτσι τον Σελίν για εκείνη τη μέρα και
ξαναδιάβασα, μετά από πολλά χρόνια, ολόκληρο το βιβλίο με τα Ποιήματα του Ντυκάς, του πιο αγαπημένου ποιητή των υπερρεαλιστών.
«… όσον αφορά την ποίηση είναι σίγουρο
πως η πρώτη εκδήλωση αυτού του πνεύματος που μας έχει καταλάβει, η
αφετηρία αυτής της εξέλιξης, που τις γενικές γραμμές της σήμερα
αρχίζουμε να συλλαμβάνουμε, είναι αρκετά παλιά. Από το 1870 κιόλας, ο
Ιζιντόρ Ντυκάς δημοσιεύει, με το ψευδώνυμο Λοτρεαμόν, τα Άσματα του Μαλντορόρ,
φροντίζοντας να φτάσουν κρυφά μέχρις εμάς. Αυτός ο άνθρωπος είναι ίσως ο
κύριος υπεύθυνος για την κατάσταση πραγμάτων της σημερινής ποιητικής.»
Απ’ όλους τους δημιουργούς και τους
επαναστάτες που, κατά καιρούς, οι υπερρεαλιστές αναγνώρισαν ως δικούς
τους προγόνους ο Λοτρεαμόν (1846–1870) ήταν ο μοναδικός που ως το τέλος
(ως σήμερα, θα λέγαμε) δεν εξέπεσε από αυτή τη θέση. Ο θαυμασμός και η
λατρεία που φανερώνουν τα λόγια του Μπρετόν για το πρόσωπο του
γεννημένου στο Μοντεβιδέο ποιητή δεν έπαψαν ούτε στιγμή να ισχύουν.
Ακόμα και αυτός ο Ρεμπώ δέχτηκε, τελικά, τα ιοβόλα βέλη τους, κυρίως
επειδή με τη στάση του την ώρα του θανάτου του άφησε το περιθώριο στην
αδελφή του να υποστηρίξει αργότερα ότι προτού πεθάνει στράφηκε για
παρηγοριά προς τη θρησκεία.
Καμία, παρόμοια ή διαφορετική, επιλήψιμη συμπεριφορά δεν έχει αναφερθεί για τον Λοτρεαμόν. Θα γράψει απ’ αυτού ο Μπρετόν στο Δεύτερο Μανιφέστο:
«Επιμένω να διευκρινίζω πως, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να φυλαγόμαστε
απ’ τη λατρεία των ανθρώπων, όσο μεγάλοι κι αν φαίνονται στα μάτια μας.
Με μια εξαίρεση – τον Λοτρεαμόν – δεν ξέρω κανέναν που να μην έχει
αφήσει κάποια ύποπτα ίχνη στο πέρασμά του».
Δύο είναι τα έργα του Λοτρεαμόν που γνωρίζουμε: Τα άσματα του Μαλντορόρ και τα Ποιήματα Ι και ΙΙ.
Στα έξι άσματα του Μαλντορόρ έχουμε μια κατά μέτωπο επίθεση του ποιητή
ενάντια στην υποκριτική ηθική της κοινωνίας, ενάντια στο αστικό καλό
γούστο, ενάντια στην ψεύτικη καλοσύνη και φιλανθρωπία, ενάντια σε κάθε
θεμέλιο λίθο της υφιστάμενης κατάστασης πραγμάτων. Ο ποιητής
αναπαριστώντας τη βία (τον παροξυσμό της οποίας έμελλε, πάντως, να
γνωρίσει για τα καλά ο 20ος αιώνας), χρησιμοποιώντας την
υπερβολή της μισανθρωπίας και υμνώντας το απόλυτο Κακό επιχειρεί να
γκρεμίσει από τη βάση του το οικοδόμημα του πολιτισμού μας. Για να
δημιουργήσει, συγχρόνως, με αυτό του το έργο ένα απαράμιλλο πρότυπο για
την κατοπινή ποίηση, το οποίο τόσο θαύμασαν οι υπερρεαλιστές:
«Είναι ωραίος σαν την παλινδρόμηση των
νυχιών στ’ αρπαχτικά πουλιά· ή, ακόμα, σαν την αβεβαιότητα στις μυϊκές
κινήσεις μιας πληγής στα μαλακά μέρη της βάσης του αυχένα· ή μάλλον σαν
την ατέρμονη ποντικοπαγίδα που την ξαναστήνει το πιασμένο ζωντανό, που
μπορεί μόνη της απεριόριστα να πιάνει τρωκτικά και, ακόμα και κάτω απ’
άχυρα κρυμμένη, να λειτουργεί και, πάνω απ’ όλα, σαν μιας ραπτομηχανής
και μιας ομπρέλας πάνω σ’ ένα τραπέζι ανατομίας το τυχαίο συναπάντημα!»
(μετάφραση Γιάννης Ευαγγελίδης)
Με τα Ποιήματα Ι,ΙΙ, ωστόσο, που
δημοσίευσε αργότερα ο Λοτρεαμόν, με το πραγματικό του όνομα αυτή τη
φορά, ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με ένα έργο το οποίο διαπνέεται
από ένα απολύτως διαφορετικό πνεύμα: το βιβλίο ολόκληρο γράφεται ως εάν
το Κακό να μην υπάρχει στον κόσμο. «Μέχρι σήμερα περιγράψαμε τη δυστυχία
για να εμπνεύσουμε τον τρόμο, το έλεος. Θα περιγράψω την ευτυχία για να
εμπνεύσω τ’ αντίθετά τους», θα γράψει ο ίδιος ο Ντυκάς – γεγονός που,
φυσιολογικά, ξαφνιάζει και μπερδεύει τον αναγνώστη.
Ο Ραούλ Βανεγκέμ σημειώνει σχετικά (Δύο μελέτες για τον Λοτρεαμόν,
εκδ. Ύψιλον): «… πλάι στον Μαλντορόρ, στον τερατώδη ατομικισμό – στη
θέληση για μια καθαρά ατομική ζωή προκαλώντας τους άλλους, στο επίκεντρο
ενός κόσμου όπου ο καθένας ζει για τον εαυτό του και φοβάται τους
συνανθρώπους του – γεννιέται κι αναπτύσσεται η επιθυμία να ζήσει κανείς
για όλους, να πραγματωθεί σε μια κοινωνία όπου το γενικό συμφέρον θα
προηγείται του ατομικού. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα κάθε ανάλυση θα
καταλήγει μοιραία να το συγκεκριμενοποιεί: ο Μαλντορόρ και τα Ποιήματα
εμφανίζονται σε τελευταία ανάλυση ως αντανάκλαση της διπλής τάσης του
αναρχικού κινήματος, της αδιάκοπης παλινδρόμησής του ανάμεσα στην καθαρή
βία και τη μεταρρυθμιστική ουτοπία.». Ενώ ο Μπρετόν εντάσσει την
αντίθεση αυτή στο διαλεκτικό σύστημα του Χέγκελ και χαρακτηρίζει το Κακό
και την Εξέγερση μια μορφή της κινητήριας δύναμης της εξέλιξης, η οποία
είναι λογικό να γκρεμιστεί στο αντίθετό της.
Ακολουθούν δέκα από τις φράσεις που έχω υπογραμμίσει στο αντίτυπό των Ποιημάτων Ι,ΙΙ που
έχω στην κατοχή μου (απ’ την αρχή, εξάλλου, αυτό σκόπευα να κάνω εδώ,
όσα προηγήθηκαν δεν οφείλονται παρά στον αδύνατο χαρακτήρα μου):
- «Θέλω την ποίησή μου να μπορεί να τη διαβάσει κι ένα δεκατετράχρονο κορίτσι.»
«Όλο το νερό της θάλασσας δε θα ‘φτανε για να ξεπλύνει μια κηλίδα διανοητικού αίματος.»
- «Κάθε φορά που διάβαζα τον Σαίξπηρ νόμιζα πως ένας ιαγουάρος μού ξέσκιζε το μυαλό.»
- «Η λογοκλοπή είναι αναγκαία. Η πρόοδος την επιβάλλει. Ακολουθεί από
κοντά τη φράση ενός συγγραφέα, χρησιμοποιεί τις εκφράσεις του, σβήνει
μια λαθεμένη εικόνα, την αντικαθιστά με τη σωστή.»
- «Επειδή η ψυχή είναι μία, μπορούμε να εισάγουμε στο λόγο την
ευαισθησία, την ευφυΐα, τη θέληση, τη λογική, τη φαντασία, τη μνήμη.»
- «Η ποίηση πρέπει να γίνεται απ’ όλους. Όχι από έναν.»
- «Μέχρι σήμερα περιγράψαμε τη δυστυχία για να εμπνεύσουμε τον τρόμο,
το έλεος. Θα περιγράψω την ευτυχία για να εμπνεύσω τ’ αντίθετά τους.»
- «Η μετριοφροσύνη των μεγάλων ανθρώπων δεν περιορίζει παρά τις αρετές τους.»
- «Τίποτα δεν έχει ειπωθεί. Ερχόμαστε πολύ νωρίς μέσα σ’ αυτά τα εφτά χιλιάδες χρόνια που υπάρχουν άνθρωποι.»
- «Όσο θα ζουν οι φίλοι μου δεν θα μιλώ για θάνατο.»