Γεμάτες πλατείες, δρόμοι που παίρνουν χρώμα, γέλια ξανά και ήχοι – Ήχοι από φωνές – φίλες που κρυφογελάνε στα μπαλκόνια, ραδιοφωνάκια, φίλοι που περπατούν με έναν καφέ στο χέρι.
Βγαίνεις στις αδέσποτες γιορτές, ακουμπάς αδέξια ξανά, τα χέρια των άλλων
Αγκαλιάζεις σιγά σιγά το μέλλον, τους αγαπημένους σου
Τόσο καιρό, με σκυμένο κεφάλι, με μάσκα που κρύβει το πρόσωπο από τον ήλιο
και τα χαμόγελα από τους αποδέκτες τους
και λέξεις που μαθαίνουμε από την αρχή, σαν παιχνίδι που έχεις ξεχάσει να παίζεις.
Κάνε ό,τι δεν σ' έχουν αφήσει
κάτι απόψε ξανά θα αρχίσει
ο κόσμος γυρίζει.
Ίσως να μη φοβάσαι πια, ίσως να μην θες να φοβάσαι πια. Λίγο πριν το τέλος δεν θα ξεχάσεις τίποτα. Και κυρίως δεν θα ξαναξεχάσεις ποτέ να ζεις.