HomeCinemaΚριτική ταινίαςIn Edit 2017 | One more time...

In Edit 2017 | One more time with Feeling

Πριν δύο χρόνια ο δεκαπεντάχρονος Άρθουρ Κέιβ, γιος του Νικ Κέιβ έχοντας κάνει χρήση LSD και βρισκόμενος σε κατάσταση πανικού, πέθανε όταν έπεσε από γκρεμό στο
Μπράιτον, όσο ο πατέρας του βρισκόταν στο στάδιο παραγωγής του νέου του δίσκου. Τα τραγούδια του Skeleton tree είχαν γραφτεί πριν το συμβάν το οποίο αναπόφευκτα επηρέασε όμως την επεξεργασία και παραγωγής τους, αφού όπως παραδέχεται ο Νικ Κέιβ δε θα είχαν κυκλοφορήσει ποτέ έτσι «γυμνά», με αυτή την ακατέργαστη, ωμή τους σκοτεινότητα, αν αυτό δεν είχε συμβεί.

Ο Νικ Κέιβ αντί για ανακοίνωση στον τύπο για το γεγονός, αποφασίζει να το αντιμετωπίσει σε αυτό το ασπρόμαυρο, γυρισμένο σε 3D ντοκιμαντέρ, γυρισμένο από το φίλο του Αντριου Ντόμινικ, με τον οποίο είχε συνεργαστεί και παλιότερα («Η Δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς Από τον δειλό Ρόμπερτ Φορντ», «Killing Them Softly»).

Η ταινία καταφέρνει να μην γίνει άλλο ένα μουσικό ντοκιμαντέρ που, καταλήγει τελικά απλά να δοξάζει τη δουλειά ενός ροκ σταρ και υπηρετεί τον ναρκισσισμό του. Δεν περιέχει ούτε μαρτυρίες θαυμαστών, ούτε εγκώμια κριτικών, ούτε υλικό από συναυλίες. Πραγματεύεται θέματα βαθύτερα, ευαίσθητα, αντιμετωπίζοντας τα όμως με σεβασμό, χωρίς να τα εξευτελίζει, χωρίς αχρείαστα δάκρυα ή κοινοτοπίες. Χρησιμοποιώντας αντίθετα μη επεξεργασμένο υλικό από τα γυρίσματα, αιχμαλωτίζει ανεπιτήδευτα την αμηχανία, τις μικρές κινήσεις εκνευρισμού, την απομόνωση του πένθους δίνοντας τελικά μια ειλικρινή, ανόθευτη μαρτυρία ενός καλλιτέχνη που έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με μια τραγωδία και προσπαθεί να βρει νέες ισορροπίες, να δημιουργήσει, να εξηγήσει τις αλλαγές στον ψυχικό του κόσμο.

Ο Νικ Κέιβ αν και πάντα στο επίκεντρο, φαίνεται εδώ βαθιά αλλαγμένος, ειδικά σε σύγκριση με το προηγούμενο ντοκιμαντέρ του ( «20.000 Μέρες στη γη»), πιο κλειστός πιο μετριοπαθής, λιγότερο επιτηδευμένος, μέρος πλέον μιας ομάδας μουσικών που τον στηρίζει και τον καθοδηγεί. Ο Warren Ellis από την άλλη, πολύ συγκινητικά από το παρασκήνιο, του προσφέρει συμβουλές και τσάι, τον βοηθά στη δημιουργία, βρίσκει ισορροπίες, τον καθησυχάζει ακόμη και για τα μαλλιά του αν χρειάζεται.

Η ταινία είναι λιτή σε εικόνες με ελάχιστες σκηνές να διαδραματίζονται έξω από το στούντιο. Είναι παράλληλα όμως πλούσια σε αφήγηση και μουσική. Αφήγηση με τις γνωστές ποιητικές συνθέσεις του Νικ Κέιβ που αυτή τη φορά όμως είναι πιο ειλικρινείς και άμεσες απ'ότι συνήθως και υπογραμμίζουν ουσιωδώς τη δράση, καμιά φορά ακόμη και υπονομεύοντας την, φέρνοντας στην επιφάνεια τις ανασφάλειες, την πίκρα, την ευγνωμοσύνη του στους συνεργάτες του. Γίνεται έτσι η ταινία εξομολόγηση και κατάθεση ψυχής, στην οποία θαρρεί κανείς λαθραία γίναμε μάρτυρες.

Πάνω απ'όλα όμως το στοιχείο που κυριαρχεί στην ταινία είναι η μουσική που μπορεί να μη φτάνει κοινότοπα ως τη λύτρωση, είναι όμως μέσο έκφρασης και παραγωγικής απασχόλησης. Ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί τις μουσικές δημιουργίες του Νικ Κέιβ με σκηνές από την ηχογράφηση στο στούντιο και τίποτα παραπάνω, μεταφράζει όμως τέλεια τις νότες, την αίσθηση των κομματιών, τους στίχους, σε κινήσεις τις κάμερας, σε φωτισμούς και φόκους, υπηρετώντας τη μελωδία και αφήνοντας της χώρο να κυριαρχήσει. Και η μουσική αυτή είναι πιο σκοτεινή από ποτέ, με στίχους απελπισίας, μελωδία υπνωτική, μαρτυρία πόνου και κατάπτωσης, ικεσία για το αδύνατο, σαν πνιχτός λυγμός και επίμονος θρήνος.


Related stories

Ορόσημα του Ελληνικού Κινηματογράφου από το 1896 έως το 1940

Για τον Ελληνικό κινηματογράφο των δεκαετιών του ’50, του...

Ο νέος αέρας της Εγνατίας και τα διαμάντια της Βενιζέλου

της Βιολέτας Λεμόνα aka thessalonicious Το πρόγραμμα της ημέρας σε...