Παρότι το έντυπο για το 1ο φεστιβάλ Δάσους από το Κ.Θ.Β.Ε.μας ενημέρωνε ότι θα παρακολουθήσουμε την Ηλέκτρα του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Κιμούλη, τελικά η Ηλέκτρα που ανέβηκε στο θέατρο Δάσους ήταν η Ηλέκτρα του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου και με πρωταγωνίστρια την Μαρίνα Ασλάνογλου. Διαβάζοντας το δελτίο τύπου πληροφορούμαστε πως ο σκηνοθέτης μετράει ήδη 200 σκηνοθεσίες παραστάσεων, ανάμεσα τους και 40 τραγωδίες, ωστόσο είναι η πρώτη φορά που αποφασίζει να σκηνοθετήσει το συγκεκριμένο έργο δίνοντας, όπως λέει το δελτίο τύπου, μια νέα συναρπαστική ανάγνωση του μύθου.
Νομίζω πως αυτό το έκανε ο ίδιος ο Ευριπίδης κι όχι τόσο ο σκηνοθέτης της παράστασης, καθώς αποχωρώντας και αναλογιζόμενη την παράσταση συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχει κάποια καινούρια πρόταση ή φως σε μια άλλη οπτική. Η παράσταση πλησίαζε περισσότερο στην διεκπεραίωση.
Οι υποκριτικές στην παράσταση ήταν mix&match. Ηλέκτρα και Ορέστης (Μαρίνα Ασλάνογλου, Θανάσης Κουρλαμπάς) παίζανε – ας μου επιτραπεί η έκφραση- στο θεό, χωρίς απεύθυνση, με στόμφο φτιαχτό. Παλιό θέατρο. Όπως παλιό θέατρο θύμιζαν και οι άσκοπες, πολλές περιττές κινήσεις πχ στην πρώτη εμφάνιση του Ορέστη. Ψέματα. Πολλά ψέματα. Αντιθέτως, ο μεγάλος σε ηλικία πλέον Γιάννης Βόγλης, στην σύντομη εμφάνισή του επί σκηνής στον ρόλο του παιδαγωγού, κέρδισε τις εντυπώσεις με την αμεσότητα και την ειλικρίνειά του. Χωρίς να υπερπαίζει, ήταν ο πιο ουσιώδης. Σ' άλλη υποκριτική γραμμή, ο Θοδωρής Κατσαφάδος (αγγελιαφόρος) και ο Γιώργος Ψυχογιός (γεωργός/σύζυγος Ηλέκτρας) έπαιζαν με έναν πολύ θεατρικό τρόπο, κλασικό θέατρο θα λέγαμε, χωρίς αυτό όμως να είναι αρνητικό. Ίσα ίσα είχαν όλα τα εφόδια και τις αρετές για να τραβήξουν με λιτό τρόπο το ενδιαφέρον του κοινού.
Η Κλυταιμνήστρα της Μαρίνας Ψάλτη δοκιμάζε μια άλλη υποκριτική τάση, την τάξη της έκπληξης και της εναλλαγής. Με την έντονη παρουσία της και τις συνεχείς εναλλαγές/μεταπτώσεις δεν μπορούσες να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της. Βέβαια σ' αυτό συντελούσε και το εξαιρετικό κοστούμι της, που σχεδίασε ο Γιώργος Πάτσας και το οποίο ήταν καταπληκτικό όπως και της Ηλέκτρας. Τελευταία υποκριτική τάση της παράστασης αυτή των Διόσκουρων οι οποίοι – ακολουθώντας κατά πώς φάνηκε την γραμμή του Σίμου Κακάλα- εμφανίστηκαν για να δώσουν το happy end, όχι τόσο στους ήρωες (δεδομένου ότι ο Ορέστης π.χ. φεύγει κυνηγημένος από τις Ερινύες) αλλά μάλλον στους θεατές, καθώς με την εμφάνισή τους γλίστρησαν μες στην παράσταση και κάποια κωμικά ίχνη.
Τα στάσιμα του δεκαπενταμελούς γυναικείου χορού, στα οποία δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη σωματικότητα και κάποιες στιγμές ακόμη και στον σύγχρονο χορό, ήταν από τα σημεία εκείνα της παράστασης τα οποία περίμενες πώς και πώς να δεις. Δεν προκαλούσαν βέβαια την συγκίνηση και το σοκ που προκαλούσε ο χορός στην Μήδεια του ίδιου σκηνοθέτη πριν από δύο χρόνια, αλλά ήταν ένας αξιοπρεπής χορός χωρίς φανφάρες. Την χορογραφία επιμελήθηκε η Αντιγόνη Γύρα. Η μουσική του Γιάννη Αναστασόπουλου δυναμική, με κυματοειδείς εναλλαγές ανάμεσα στην μελωδία και το ρυθμό θα ήταν εξαιρετικά δεμένη με την παράσταση, αν κατά την γνώμη μου, έλειπαν αυτές οι μουσικές καταλήξεις που θυμίζανε περισσότερο κορυφώσεις σίριαλ ή ταινιών και διαχώριζε έντονα τα χορικά από την κυρίως δράση.
Ίσως τελικά, τώρα που το ξανασκέφτομαι, η πρόταση του σκηνοθέτη με την παράσταση αυτή να είναι ακριβώς αυτή η υποκριτική μείξη. Αν είναι έτσι, ελπίζω από το πείραμα αυτό να βγούνε αποτελέσματα. Δεν ήταν μια κακή παράσταση, απλώς ένιωθες μάλλον πως δεν σε αφορούσε.