«Η μόδα έχει γίνει
αβάσταχτη και δημοφιλής», είπε ο δημοσιογράφος μόδας και ιδρυτής του Garmento Jeremy Lewis.
Ήταν κάποτε
ο καιρός που για να χαρακτηριστούμε ‘δημοφιλείς’
θα πουλούσαμε και την ψυχή μας. Όμως όλες οι καλές εποχές έρχονται στο τέλος
τους και οι όροι έχουν αλλάξει. Τώρα, αν κυκλοφορείς λίγο, και έχεις τις
κεραίες σου τεντωμένες, ξέρεις ότι αν χαρακτηρίσουνε περιχαρείς ‘δημοφιλές’
(αυτοί των οποίων οι κεραίες είναι σπασμένες) κάτι από αυτά που φοράς, σημαίνει
ένα και μόνο πράγμα: Σούπα.
Έχεις μπει κι εσύ επιτυχώς στον σωρό.
Κι επειδή
είναι γνωστό τοις πάσι πως όλα επιβάλλεται να φέρουν μια ταμπέλα, πήγανε και
την κολλήσανε στη μόνη ‘κατηγορία’ που δεν είχε ποτέ: σε αυτούς που δεν τους
ένοιαζε ποτέ η μόδα.
Τραγική
ειρωνεία ορ γουάτ.
Γύρω στον Φεβρουάριο, η αγαπημένη μου
αρθρογράφος –και από τις πιο οξυδερκείς της γενιάς μας- Fiona Duncan, έδωσε δημοσιότητα μέσα από το άρθρο
της στο NY Magazine, στο lifestyle που τα cool παιδιά της Νέας Υόρκης γνωρίζανε και
ο υπόλοιπος κόσμος αγνοούσε: το Normcore.
Ο τίτλος, ‘Fashion
for those who realize they’re One in 7 billion’.
H Fiona, ενημερώθηκε για την ύπαρξη αυτού του ‘τίτλου’ από τον
καλλιτέχνη φίλο της, όταν δεν μπορούσε να καταλάβει (λόγω υπερβολικά ουδέτερης
αμφίεσης) εάν οι τύποι που περπατούσαν δίπλα της ήταν art kids ή μεσήλικες τουρίστες.
Έπειτα από
αυτό το άρθρο, όπου ο προαναφερθείς Lewis εξηγούσε περαιτέρω αυτό το κίνημα,
ήταν λες και έπεσε ιντερνετική βόμβα και όλοι είδανε το φως το αληθινό.
Αλυσιδωτά,
έγινε προβολή από όλα τα sites– από τα πιο ευυπόληπτα, μέχρι τα πιο εύπεπτα. Κέρδισε μία
θέση και στα πασίγνωστα πλέον quizτ ου Buzz feed: “How Normcore Are You?” , και από εκεί που όλοι παλεύανε για μία θέση στην
εκκεντρικότητα ώστε να ξεχωρίσουν σαν μικρά πολύτιμα διαμαντάκια μέσα στη
πλέμπα, τώρα ο στόχος είναι να γίνουν ένα με αυτή την πλέμπα. Να είναι επιμελώς
ενδυματολογικά κενοί και από άποψη απαρατήρητοι.
Γιατί αυτή η ‘πλέμπα’, που το normcore δεν το δεν το είχε ως trend, αλλά απλώς ως χρηστική καθημερινότητα που δεν είχε για κέντρο του
κόσμου την μόδα, είναι τώρα το νέο ‘δημοφιλές’. Το παλιό και
καλογυαλισμένο. Και η αίγλη και η δύναμη που φέρει αυτό το κίνημα στα μάτια
όλων των πρόθυμων ακολούθων, είναι απαράμιλλη.
Το
γλυκόπικρο σημείο όμως της υπόθεσης, είναι πως σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις που
σκάνε σαν κομήτες παρόμοια φαινόμενα, γίνεται άμεσα αντιληπτό από τις κεραίες
μας πως, σε μια τόσο γιγαντιαία μερίδα ανθρώπων όπου κανένας δεν είναι ίδιος με
τον διπλανό του, κανένας δεν νιώθει επαρκής με αυτό που είναι. Όλοι θέλουν να
γίνουν κάτι άλλο, και να γίνουν πρώτοι αυτό το ‘κάτι άλλο’. Όσο κι αν διαρκέσει
το μικρό τους πυροτέχνημα.
Γιατί, όπως
και να έχει, θα έχουν υπάρξει για λίγο στα μάτια τους φαντασμαγορικοί.
Θυμάμαι όταν
πρωτοεμφανίστηκε η τρέλα με τα New Balance, μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση. Εντύπωση,
πώς όλοι τώρα ξαφνικά τα ‘ανακαλύψανε’ ενώ για χρόνια θεωρείτο ντύσιμο ‘του μπαμπά’.
Κάπως έτσι κι εγώ το είχα στο μυαλό μου,
καθώς από τότε που θυμάμαι, ο θείος μου ο Γιώτης που έμενε τότε στη Βοστώνη –
μέχρι σήμερα, η καθημερινή του στολή είναι τα μπλε κλασικά New Balance, Marlboro Classics τζιν, North Face φλις και t-shirt και ένα baseballcap. Ανεπηρέαστος από τάσεις, φόρμες και
σχεδιαστές όσο εγώ, το έξαλλο νιάτο που έβαζε πάνω του όσα περισσότερα φτερά
και πούπουλα μπορούσε να βρει, απορούσα.
Πού να ήξερα
θείε, πόσο μπροστά θα ήσουν μία μέρα.