Σκέψεις με αφορμή το «Λαϊκισμός στην Ευρώπη και την Αμερική:
απειλή ή διόρθωση για τη δημοκρατία» των Cas Mudde & Cristóbal Rovira Kaltwasser (επιμ.),
εκδόσεις Επίκεντρο, 2013.
Ο λαϊκισμός είναι μία χρήσιμη έννοια η οποία δυστυχώς λόγω
επιπόλαιης χρήσης από τα media
έχει αρχίσει να χάνει την ουσία της. Το «Λαϊκισμός στην Ευρώπη και την Αμερική»
είναι μία συλλογή μελετών για τον λαϊκισμό σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και
της Αμερικής που έρχεται να βάλει κάποια τάξη ως προς τη σωστή εννοιολόγηση του
όρου. Οι επιμελητές, Mudde
και Kaltwasser, έστησαν
ένα στιβαρό θεωρητικό πλαίσιο και στη συνέχεια κάλεσαν τους ειδικούς οκτώ χωρών
να εκθέσουν την εμπειρία τους. Η συγκριτική τους προσέγγιση γέννησε πλήθος
χρήσιμων συμπερασμάτων. Και βέβαια, όπως συμβαίνει συχνά, άφησε πίσω της πλήθος
νέων αναπάντητων ερωτημάτων. Με αφορμή το βιβλίο, ας μελετήσουμε εδώ μία μόνο
πτυχή του θέματος: τον ορισμό του «λαού».
Ας ταξιδέψουμε λοιπόν τη σκέψη μας από τον Ανδρέα στον
Φουτζιμόρι, από εκεί στον Χάιντερ και πιο πέρα στον Τσάβεζ, και πίσω στα καθ’
ημάς τα πιο πρόσφατα: Καρατζαφέρης, Αγανακτισμένοι, Καμμένος, Τσίπρας και
λοιποί. Όλοι, λίγο ή πολύ επιτυχημένοι. Μας αρέσει ή δεν μας αρέσει ο
λαϊκισμός, ένα είναι σίγουρο: αποδίδει. Άρα μία είναι η βασική ερώτηση. Πώς τα καταφέρνει τόσο καλά;
Ίσως η απάντηση είναι στον «λαό» που όλοι τους επικαλούνται
με τόση ευλάβεια. Αναρωτιόμαστε: είναι δυνατόν η Χρυσή Αυγή να δηλώνει «ο Λαός σας γύρισε την πλάτη», το ΚΚΕ «ο Λαός να μη γίνει κομπάρσος», ο ΣΥΡΙΖΑ
«ο Λαός ξύπνησε» και να αναφέρονται
στο ίδιο κοινωνικό υποκείμενο; Είναι δυνατόν να μιλάνε για τον ίδιο «λαό»
φασίστες και κομμουνιστές; Όχι βέβαια. Ή τουλάχιστον, όχι ακριβώς.
Όλοι διεκδικούν
τον «λαό», και ο λόγος είναι το πιο παλιό κόλπο στο βιβλίο: για να δεχθεί ο
ακροατής το μήνυμά σου πρέπει να κατασκευάσεις μία συλλογική ταυτότητα με την
οποία ο ακροατής να μπορεί να ταυτιστεί. Όταν ακούμε «ο λαός πρέπει να
εξεγερθεί», νιώθουμε αυτόματα μέρος αυτού του συνόλου, νιώθουμε ότι αποκτάμε
υπόσταση μέσω της συμμετοχής σε ένα συλλογικό υποκείμενο, νιώθουμε την ευθύνη
της συμμετοχής, νιώθουμε ότι πρέπει να απαντήσουμε στο κάλεσμα. Καταλαβαίνουμε
ότι μιλάνε σε εμάς, για εμάς. Ο
Ανδρέας το έκανε πιο καλά: ο λαός, έλεγε, είναι ο «μη προνομιούχος», και έβαζε μέσα
αγρότες, εργάτες, υπάλληλους, φοιτητές, επιστήμονες, επαγγελματίες, γυναίκες,
άνεργους, αυτοαπασχολούμενους. Όλους. Αν δεν ταυτιστείς άλλωστε με τον «μη
προνομιούχο» λαό, κινδυνεύεις να θεωρηθείς «προνομιούχος». Και ποιος τρελός θα
δηλώσει προνομιούχος σε μία χώρα όπου ο μιζεραμπιλισμός είναι εθνικό σπορ;
Έτοιμη λοιπόν η εκλογική δεξαμενή και καλό ψάρεμα.
Γιατί είναι επιτυχημένη αυτή η τακτική και γιατί είναι όλο
το οικοδόμημα λάθος; Είναι επιτυχημένη γιατί έχουμε κοινωνικοποιηθεί θεωρώντας
κάποιες συλλογικές ταυτότητες ως αυταπόδεικτες και πλήρεις ηθικής αυταξίας, με
πιο σημαντική αυτή του «λαού», στον οποίον οι λαϊκιστές ηγέτες επισυνάπτουν
άλλοτε εθνοτική, άλλοτε ταξική χροιά, αλλά ακόμη καλύτερα, τίποτε. «Γιατί να
μικρύνουμε το δίχτυ;» σκέφτονται. Ας τους αφήσουμε να το νιώσουν αυτοί όπως
νομίζουν καλύτερα. Θέλεις να νιώσεις «λαός» επειδή είσαι άνεργος, φτωχός και
παραμελημένος; Καλώς. Θέλεις να νιώσεις «λαός» επειδή είσαι Έλληνας, χριστιανός
και νοικοκύρης; Πάλι καλώς. Σημασία έχει να νιώσεις.
Γιατί αν σε κάνουμε να νιώσεις, είναι
πιο πιθανό να μη σκεφτείς.
Και τι αξίζει να σκεφτείς; Ότι το συλλογικό υποκείμενο του
«λαού» ίσως να μην υφίσταται στην πραγματικότητα. Ότι η συνταγματική έννοια του
λαού σηματοδοτεί την ισότητα απέναντι στον νόμο και δεν μπορεί να
υποστασιοποιείται. Ότι ο «λαός» δεν ορίζεται ούτε από το αίμα, ούτε από την τάξη,
ούτε από τις ιδέες, ούτε από τις αξίες. Γιατί τίποτε από αυτά δεν είναι
κοινό σε όλους μας. Και αν θεωρήσουμε ότι κάποιο είναι, δεν αρκεί για να στοιχειοθετήσει έναν «λαό» που διαθέτει μία
και μόνη άποψη για τα πάντα. Γιατί στην κοινωνία υπάρχουν δεξιοί και αριστεροί,
προοδευτικοί και συντηρητικοί, φορολογούμενοι και συνταξιούχοι, θρήσκοι και
άθεοι, πλούσιοι και φτωχοί, εργαζόμενοι και άνεργοι, άνδρες και γυναίκες, straightκαι
gay, ντόπιοι και αλλοδαποί.
Ακόμη και αν ο «λαός» ακολουθήσει τα κελεύσματα του
λαϊκισμού και πιστέψει ότι όλα θα πάνε καλά αν απλά πιάσει και ξεπαστρέψει
εκείνη την ισχνή μειοψηφία του «εχθρού», γρήγορα θα συνειδητοποιήσει ότι
ελάχιστα τον συνδέουν με τον διπλανό του στην πλατεία με τις σηκωμένες παλάμες.
Γιατί οι επάλληλες στρώσεις ταυτοτήτων που συγκροτούν την προσωπικότητά του δεν
γίνεται ποτέ να ταυτίζονται απόλυτα με αυτές του gay, μετανάστη,
δεξιού, προοδευτικού, θρήσκου, πλούσιου, άνεργου γείτονά του. Γιατί όταν η
σκληρή πραγματικότητα θέσει τον «λαό» μπροστά σε πραγματικά ζητήματα όπως η
φορολογία και η αναδιανομή του πλούτου, η ανοχή και τα ανθρώπινα δικαιώματα, η
μετανάστευση και οι αμυντικές δαπάνες, τότε ο πολυθρύλητος «λαός» γίνεται χίλια
κομμάτια. Γιατί έτσι πρέπει. Γιατί ο
πλουραλισμός είναι το κατ’ εξοχήν γνώρισμα μιας υγιούς κοινωνίας.