Το Sundance τελείωσε και μαζί με την αυλαία του που έπεσε, ανοίγεται ένας νέος δρόμος για τους καλλιτέχνες που πήραν μέρος σε αυτό το περίφημο συνονθύλευμα ανεξάρτητου κινηματογράφου.
H Στέλλα Κυριακοπούλου, φοιτήτρια του περίφημου N.Y.U είναι η πρώτη σκηνοθέτης από την Ελλάδα που συμμετείχε στον διαγωνισμό του Sundance με τη μικρού μήκους ταινία της “Βόλτα”, που έκανε την πρεμιέρα της στο φεστιβάλ της Δράμας, όπου και βραβεύτηκε με την “Τιμητική Διάκριση Σεναρίου” και το “Βραβείο Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας”. Δεν ήταν όμως τα μόνα βραβεία που απέσπασε η ταινία, αφού και στο Sundance βραβεύτηκε και από τον μη-κερδοσκοπικό οργανισμό “Women Make Movies” που προωθεί τις γυναίκες κινηματογραφίστριες στην Αμερική και κέρδισε $5.000 μαζί με φιλμ αξίας άλλων $5.000 και προγράμματα επεξεργασίας αξίας $1.000.
Πριν από την αναχώρηση της στο περίφημο Φεστιβάλ, μας είπε μερικά λόγια πάνω στην ταινία, τον κινηματογράφο στο εξωτερικό και την Ελλάδα αλλά και για την ίδια.
Πως αισθάνεσαι για την συμμετοχή σου στο Sundance αλλά και για το γεγονός ότι είσαι η πρώτη σκηνοθέτης από την Ελλάδα που μπήκε στο φεστιβάλ;
Αισθάνομαι σαν να'χει κερδίσει κάποιος το λαχείο αλλά δεν ξέρω αν το'χω κερδίσει εγώ και ποιος το'χει κερδίσει. Αισθάνομαι πάρα πολλή χαρά γιατί δεν το περίμενα, βέβαια ήμουν πάρα πoλύ περήφανη για αυτήν την ταινία και δούλεψα πάρα πολύ σκληρά και κανένας δρόμος δεν ήταν στρωμένος. Είναι μεγάλη τιμή και νομίζω πως είναι κάτι πολύ θετικό και για το ελληνικό σινεμά γιατί είναι μια μικρή ταινία και δεν είχαμε μεγάλο προϋπολογισμό.
Έχεις τρακ;
Όχι, είχα περισσότερο τρακ στην Δράμα βασικά, γιατί ήταν το πρώτο – πρώτο φεστιβάλ και η πρώτη προβολή. Στην Δράμα ήταν εξαιρετική η ποιότητα της προβολής και γνώρισα πάρα πολλά παιδιά που ήτανε super cool και έχουμε γίνει φίλοι.
Πες μας λίγα λόγια για τον εαυτό σου
Γεννήθηκα στο New Jersey, οι γονείς μου ήταν μετανάστες. Όταν έγινα 9 χρονών αποφάσισαν οι γονείς μου ότι θέλουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, μετά πήγα Λύκειο-Γυμνάσιο στην Ελλάδα, ήρθα πάλι Αμερική για το Πανεπιστήμιο, μετά επέστρεψα στην Αθήνα. Δούλευα σε 100 δουλειές και έκανα γλυπτική στην Σχολή Καλών Τεχνών για τρία χρόνια και μετά ξαναεπέστρεψα στην Αμερική και πήγα στο NYU (του οποίου η διπλωματική είναι η ταινία). Γενικώς πηγαινοέρχομαι.
Στην αρχή κινηματογραφικά έκανα timelapse με animation και μετά αφηγηματικές ταινίες. Δεν ξέρω πως προέκυψε, θυμάμαι να είμαι στην Καλών Τεχνών, να βλέπω την αίτηση για το NYU και να λέω “Α, μπορεί κάποια στιγμή να έχω αυτό που θέλουν για την αίτηση, να μπορώ να την συμπληρώσω”. Μόνο να την συμπληρώσω σκεφτόμουν, δεν σκεφτόμουν ότι θα μπω στο NYU και θα γίνω σκηνοθέτης. Τώρα δουλεύω επαγγελματικά σαν μοντέρ σε μεγάλες παραγωγές.
Η αφορμή να κάνω ταινίες ήταν οι καταλήψεις στην Καλών Τεχνών. Είχε κλείσει και δεν είχα πρόσβαση στο εργαστήριο, ούτε σε υλικά. Και είχα πάρει μία μικρή βιντεοκάμερα JVC για DV tapes και με αυτήν την κάμερα έκανα εργάκια και με αυτά τα εργάκια έκανα μία ταινία και μπήκα στο NYU. Δεν τελείωσα την σχολή, έφυγα.
Ποιο είναι το θέμα της ταινίας;
Η ιστορία είναι για μία γυναίκα και την κόρη της. Μου άρεσε αυτή η ιστορία διότι μιλούσε για ένα πιο μεγάλο θέμα που εγώ το βίωσα προσωπικά, διότι έφυγα από την Ελλάδα το 2007 ακριβώς πριν την κρίση τον Ιούνιο και πάντα σκεφτόμουν ότι θα επιστρέψω, ότι φεύγω για σπουδές και θα γυρίσω. Την κρίση την βίωσα από μακρυά, στην Νέα Υόρκη, ενώ έτρεχα σε μαθήματα για το TISCH, γινόταν χαμός από τηλέφωνα και καταιγισμός πληροφορίας. Το 2012 ξαναπήγα Αθήνα για πολύ καιρό και τότε αντιλήφθηκα τι είχε ουσιαστικά συμβεί. Έπεσε μία βόμβα και για αυτό βρήκα αυτό το θέμα…ήταν αυτό που χάσαμε όλοι. Εγώ έχασα την ευκαιρία να επιστρέψω, οι γονείς μου χάσανε την ευκαιρία να έχουνε την κόρη τους δίπλα τους, άλλοι χάσανε την δουλειά τους, το σπίτι τους, το ρεύμα τους. Όλοι χάσαμε κάτι και για αυτό βρήκα αυτήν την ιστορία. Ήθελα πάρα πολύ να δείξω πως γίνονται αυτά τα πάρα πολύ άσχημα πράγματα πολύ σιωπηλά.
Πως προέκυψε το σενάριο και πόσο σας πήρε να γυρίσετε το έργο;
Είχε προκύψει μία συζήτηση με την μητέρα μου. Οι γονείς μου βλέπουν πάρα πολύ τηλεόραση και γενικά όλα τα νέα μου τα παίρνω από τους γονείς μου. Καθόμασταν στον καναπέ εκείνη την μέρα, έπαιζε ένα από εκείνα τα in depth ρεπορτάζ και έδειχνε αυτό το θέμα. Η μητέρα μου λέει α αυτά είναι στημένα δεν το πίστευε ότι κάτι τέτοιο θα γινότανε και εγώ που δεν είμαι μάνα, μόνο με τα γεγονότα που έβλεπα και με τα παιδιά που μίλησα εδώ που δεν είχαν δουλειές ή ελπίδες πολλές, είπα ναι μαμά νομίζω ότι γίνονται αυτά και νομίζω ότι και εγώ θα το έκανα. Και μετά έγινε μία πολύ γερή συζήτηση για το αν πρέπει να το κάνει κανείς, [αυτό που έδειξε το ρεπορτάζ]. Ύστερα από κάποια έρευνα που έκανα ρωτώντας αν όντως γίνεται αυτό κατάλαβα ότι ναι γίνεται και μετά κατάλαβα πόσο άσχημο και πόσο τρομερό είναι αυτό το πράγμα. Σκέφτηκα και να έχει γίνει μία φορά, θα γράψω αυτό το σενάριο διότι είναι τόσο συμβολικό και τεράστιο αυτό το θέμα. Δεν είναι η προσωπική ιστορία που έχει σημασία, η ιστορία είναι για το που βάζουμε αξία στην κοινωνία που ζούμε και αυτό ήταν το ερέθισμα για το σενάριο και ήταν λίγο σαν γροθιά στο στομάχι μου αυτό το πράγμα.
Βασίζεται δηλαδή το σενάριο σε αληθινή ιστορία…
Όχι μία ιστορία…πάρα πολλές ιστορίες. Μετά έγινε πιο μεγάλο από αυτό το θέμα, το πως ένα πολύ άσχημο πράγμα απλώς γίνεται. Δεν είσαι έτοιμος να εκραγεί η βόμβα και δεν μπορείς να το προβλέψεις. Βγήκε ο τίτλος βόλτα διότι εκείνη την εποχή δεν δούλευα ενεργά, είχα έρθει στην Ελλάδα για να γράψω το σενάριο και απλά γυρνούσα και έκανα βόλτες. Αυτήν την διαδρομή που κάνουν η μητέρα με την κόρη την έκανα εγώ μικρή για να πάω στο σχολείο και την έβαλα στην ταινία. Πρόσεχα τότε ότι στα Πευκάκια μπαίνει άλλος κόσμος, στο Ηράκλειο άλλος, στην Βικτόρια άλλος.
Συνάντησες δυσκολίες στο να δημιουργήσεις την ταινία;
Πάντα υπάρχουν δυσκολίες . Νομίζω η μόνη δυσκολία που υπάρχει σε όλες τις ταινίες, ίσως περισσότερο στην Ελλάδα -δεν ξέρω, είναι πως πρέπει να βρεις τρόπο οι άλλοι να πιστέψουν σε εσένα. Στην αρχή ήτανε λίγο δύσκολο γιατί δεν ήξερα κανέναν. Έπαιρνα τηλέφωνα και άφηνα πάρα πολλά μηνύματα σε εταιρίες παραγωγής και σε διάφορους αρμόδιους. Τελικά όλα πήγαν καλά, αλλά θέλει πολύ πείσμα και γερά νεύρα, να επιμένεις. Τον Μάιο είχα ένα πολύ γενικό σενάριο, δεν είχαμε παραγωγό ούτε χρηματοδότηση, διότι θα έκανα αίτηση στο microfilm και μετά δεν υπήρχε το microfilm από την μία μέρα στην άλλη. Από τον Ιούλιο άρχισε λίγο να διαμορφώνεται η κατάσταση με την νέα μου παραγωγό. Το πήρα απόφαση ότι θα κάνω Kickstarter και από 'κει θα βρω οικονομική ενίσχυση.
Στην αρχή αυτή ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία και μετά το να παλέψεις με τον εαυτό σου γιατί έχεις όλον αυτόν τον κόσμο, να μην τους απογοητεύσεις. Ήταν η πρώτη ταινία που έκανα με μεγάλο συνεργείο και έγινε με μεράκι. Αλλά πίστευα στον εαυτό μου και πίστευα στην ταινία. Πάντα κάποιοι θα λένε ότι είναι χάλια η ταινία και δεν τους αρέσει αυτό ή εκείνο, αλλά δεν με πειράζει καθόλου, γιατί αισθάνθηκα περήφανη που έκανα αυτήν την ταινία. Αισθάνομαι περήφανη που όλα αυτά τα άτομα σέβονται την ιδέα σου, κάθε άτομο στο συνεργείο, την Μαρίσα, την Κατερίνα το κοριτσάκι, ήταν τόσο ευχάριστη εμπειρία που είμαι πολύ περήφανη για αυτήν.
Πόσο δύσκολο είναι να δουλεύει κανείς με παιδιά; Νομίζω ο Wim Wenders ήταν που είπε “ποτέ μην δουλέψεις με παιδιά και με σκυλιά”
Εξαρτάται από την ταινία και εξαρτάται από το ποιο παιδί θα βρεις, ποιο σκυλί βρεις, αλλά δεν είχα κανένα πρόβλημα με την Κατερίνα, ούτε με τους γονείς της, ήταν σούπερ θετικοί και η Κατερίνα με την Μαρίσα τα πήγανε τέλεια, δεν είχα θέματα. Το Casting ήταν πάρα πολύ δύσκολο γιατί παιδάκια από casting agencies δεν ήταν σωστά για αυτόν τον ρόλο. Οι γονείς μου βρήκαν την Κατερίνα και μόλις μπήκε στο γραφείο είπα τελείωσε. Το χάρηκε και η ίδια και έμαθε πάρα πολλά. Νομίζω ότι της έδωσε αυτοπεποίθηση. Και εγώ φοβόμουνα, ξέρεις, να έχεις ένα παιδάκι τώρα στην πλατεία Βάθης και στην Ομόνοια. Μετά αφότου τελείωσαν τα γυρίσματα με πήρε τηλέφωνο η μητέρα της και μου είπε “Στέλλα ήθελα να σε ευχαριστήσω για το καλό που έκανες στο παιδί μου”. Ήρθε και στην Δράμα η Κατερίνα με την γιαγιά της και την οικογένεια και είδαν την ταινία. Καθόμουν δίπλα στην γιαγιά της και έκλαιγε σε όλη την διάρκεια της ταινίας. Ήταν πολύ δυνατή εμπειρία, πολύ ωραία εμπειρία. Θα ξαναδούλευα με παιδάκι.
Είπες ότι στηρίχτηκες πολύ οικονομικά στο Kickstarter για το έργο, κάτι πλέον πάρα πολύ κοινό στους νέους κινηματογραφιστές. Πόσο δύσκολο είναι να κάνει κανείς Kickstarter για μία ταινία;
Είναι πάρα πάρα πολύ δύσκολο αλλά και σε ταπεινώνει με μία πολύ θετική έννοια. Είναι δύσκολο, θέλει πολύ υπομονή, θέλει να'χεις πάρα πολλή πίστη στον εαυτό σου. Το έκανα την ίδια εποχή που έκανα προ-παραγωγή. Έστειλα σε όλους και τα περισσότερα ποσά που κατατέθηκαν αν δεις την σελίδα ήταν μικρά. Έγραψε ένα άρθρο νομίζω η “Καθημερινή” για μένα και από αυτό το άρθρο ένας ελληνοαμερικανός επιχειρηματίας που είναι στις Φιλιππίνες τώρα μου έδωσε ένα πολύ μεγάλο ποσό τον Σεπτέμβρη όταν δεν υπήρχε ακόμα ταινία. Ήρθε σαν Άγγελος εξ'ουρανού. Μετά από κάποια στιγμή το Kickstarter το διασκέδασα. Είπα πότε θα ξανακάνω τέτοιο πράγμα; Ας το κάνουμε τουλάχιστον ευχάριστο. Δεν ζητιανεύεις ακριβώς, δίνεις κάτι, δίνεις ελπίδα. Το να δώσεις πίστη και ελπίδες σε κάποιον δεν το βρίσκεις συχνά.
Πάνω στο Kickstarter και επειδή είσαι νέα σκηνοθέτης, ποια είναι η γνώμη σου για το ότι μπαίνουν μεγάλα και γνωστά ονόματα στο Kickstarter; Θεωρείς ότι είναι κάτι άκακο ή μπορεί να εμποδίζει άτομα νέα που δεν μπορούν να βρουν εναλλακτικά πόρους;
Όχι εγώ νομίζω ότι ανεβάζει τον πήχη και γενικά το πιστεύω και για σινεμά αυτό. Ο,τι βγαίνει που μπορεί να ανεβάζει την ποιότητα τόσο πιο καλό είναι για όλους μας και στο Kickstarter ισχύει αυτό. Αν κάνει κάποιος που έχει υψηλό μπάτζετ ένα Kickstarter και δείξουν ενδιαφέρον για την σελίδα γενικά άτομα που δεν θα του έριχναν λειτουργεί υπέρ και για σένα. Μετά αυτά τα άτομα είναι στο Kickstarter email list, το ίδιο email που θα στείλουν για τον Spike Lee θα στείλουν και για σένα, θα σκεφτούν ότι “α ο Spike Lee έκανε Kickstarter, τώρα η Στέλλα κάνει Kickstarter…κάτι είναι αυτό το Kickstarter”. Ας μπαίνουν δεν έχω κανένα θέμα. Δεν είναι ότι ανταγωνίζεσαι ακριβώς τον Spike Lee.
Πάνω στο θέμα του σινεμά στην Ελλάδα και στην Αμερική, τι παρατηρείς στα δύο; Ποια είναι τα θετικά και αρνητικά στοιχεία στο καθένα, τι πιστεύεις μπορεί να μάθει η Ελλάδα από την Αμερική σε θέματα σινεμά και η Αμερική από την Ελλάδα;
Στην Ελλάδα έχουμε πάρα πολύ ήλιο και αυτό είναι πάρα πολύ καλό για το σινεμά. Εμένα μ'αρέσει πάρα πολύ ο φυσικός φωτισμός και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν μπορούμε να έχουμε περισσότερες παραγωγές στην Ελλάδα. Γεωγραφικά έχουμε τα πάντα: θάλασσες, βουνά, νησιά, ο,τι θες. Αυτό που είδα στην Ελλάδα είναι ότι έχουμε πάρα πολλά άτομα με πάρα πολύ ταλέντο, που ξέρουν την δουλειά όσο καλά, μπορεί καλύτερα από συνεργεία που έχω δουλέψει στην Νέα Υόρκη και νομίζω έχουν και πιο καλό work ethic…στην Ελλάδα ναι. Δεν είναι μόνο αυτό αλλά και ότι ο άλλος θα σκεφτεί την λύση σε κάτι, δεν ξέρω πως να το πω, τσαχπινιά; Κόβει το μυαλό τους; Και γενναιοδωρία, δηλαδή θέλουν να δουλέψουν σε κάτι που πιστεύουν ότι είναι καλό, θέλουν να έχουν πίστη σε κάτι και διψάνε για αυτό το πράγμα και νομίζω ότι δεν το βρίσκεις εύκολα αυτό-πέραν από το ταλέντο και που ξέρουν την δουλειά τους. Τι να σου πω; Έκανα πλάνα και μου λέγανε “πάμε ξανά” ενώ εγώ τους έλεγα όχι είμαι εντάξει. Δεν βρίσκεται εύκολα αυτό το πράγμα και εντάξει, είχα και αρνητικές εμπειρίες αλλά νομίζω για τις αρνητικές δεν μπορώ να πω πάρα πολλά διότι είναι αρνητικά πράγματα ανθρώπινα, δεν νομίζω ότι είναι μόνο ελληνικά.
Σε επίπεδο σινεμά πως την βλέπεις την Ελλάδα;
Στην Ελλάδα χρειάζεται πιο πολύ υποστήριξη αυτό είναι το θέμα, δηλαδή όλος αυτός ο θυμός, όλος αυτός ο πόνος, η χαμηλή ποιότητα προκύπτει από αυτό το πράγμα. Μετά από ένα σημείο όταν σε βάζουνε κάτω και βλέπεις ότι “και να δουλέψω δεν θα προχωρήσω” τα παρατάς και εσύ. Νομίζω ότι έχουμε κάνει πάρα πολλά πράγματα και υπάρχουν παραγωγές τώρα στην Ελλάδα που δεν ονειρευόμασταν ότι θα υπήρχαν. Θα'πρεπε να σκεφτόμαστε αυτό το πράγμα, καθώς λένε οι Αμερικανοί: “a rising tide raises all boats” ότι αυτό που είναι καλό για έναν είναι καλό για όλους μας. Εγώ για αυτό έφυγα. Αλλά η Ελλάδα μου έδωσε όχι θυμό αλλά το “γαμώτο, θα φύγω και θα ξανάρθω” δεν θα το αφήσω αυτό να με σταματήσει, μόνο αυτό. Δεν είμαι ο Ταρκόφσκι αλλά θέλω να μην συμβεί αυτό όχι μόνο για μένα αλλά και για άλλους. Νομίζω πρέπει όλοι μας να είμαστε λίγο πιο γενναιόδωροι, να βοηθιόμαστε πιο πολύ, να μην τρωγόμαστε τόσο πολύ.