Σε μία αποκλειστική συνέντευξη, λίγο πριν αποχωρήσει από το φεστιβάλ, η σκηνοθέτης του Attenberg και του πολύ πρόσφατου Chevalier μιλάει με την Ισμήνη Δασκαρόλη εφ' όλης της ύλης πάνω στο ιδιαίτερο έργο της, την ανασφάλεια, τον καθόλου αντιπροσωπευτικό όρο, κατ' αυτήν, του Greek Weird Wave για να γυρίσει στις κυρίαρχες επιρροές της και την αναίρεση που έρχεται από τον συνδυασμό καυστικότητας και λυρισμού που διέπει την δουλειά της.
Από πολύ νωρίς στην καριέρα σας διακριθήκατε για το έργο σας. Αποφοιτήσατε από το περίφημο Tisch School of the Arts και σύντομα ήρθε η υποψηφιότητα του φιλμ σας Fit στα σπουδαστικά Όσκαρ, αλλά και ύστερα η πρώτη μεγάλου μήκους σας, The Slow Business of Going, αγοράστηκε από το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Νέας Υόρκης για την μόνιμη συλλογή του. Πόσο δύσκολο ήταν τότε να φτάσετε σε αυτό το σημείο και πως το διαχειριστήκατε;
Δεν ξεκίνησα κάνοντας σινεμά. Καταρχάς ξεκίνησα από την Φιλοσοφική εδώ στην Θεσσαλονίκη στο Α.Π.Θ. Ξέρεις, η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη της ενηλικίωσης μου γιατί ήρθα αρκετά μικρή, στα δεκαεφτά. Τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης λοιπόν τα πέρασα σε αυτήν την υπέροχη πόλη. Ειδικά τότε δηλαδή ήταν συγκλονιστικά. Πήγα για άλλο πράγμα στο Tisch, για να κάνω συγκριτική θεατρολογία και εντελώς τυχαία βρέθηκα στο πλατό του Slacker, του Richard Linklater, όπου ήμουν βοηθός παραγωγής, δηλαδή έκανα οτιδήποτε, όπως και όλο το συνεργείο που έκανε τα πάντα και μέσα από αυτήν την εμπειρία ανακάλυψα πως ίσως το σινεμά είναι η κατάλληλη τέχνη για μένα διότι πάντα με ενδιέφερε η μίξη διαφόρων τεχνών. Γενικώς η μίξη… τόνων, η μίξη τεχνών – επιστήμης κ.λ.π. Ξέρεις δεν το μπορώ καθόλου, αισθάνομαι πολύ εγκλωβισμένη όταν πρέπει να περιγράψω τον εαυτό μου ή να περιγραφεί η ζωή μου υπό έναν συγκεκριμένο χώρο ή επάγγελμα ή κυρίως ιδιότητα. Για αυτό και σπάνια συστήνομαι ως Film Director – σκηνοθέτης. Προτιμώ τον όρο Filmmaker που εμπεριέχει κάτι πιο γενικό. Ή ας πούμε το να προγραμματίσω ταινίες. Είχα αυτό το φεστιβάλ που λέγεται Cinema Texas, το οποίο διήρκησε δέκα χρόνια, ως φοιτήτρια. Ήμασταν εθελοντές φοιτητές στην ουσία και το διοργανώσαμε στο Πανεπιστήμιο του Ωστιν.
Το να δείχνουμε πειραματικές ταινίες ήταν εξίσου σημαντικό με το να κάνουμε τις ταινίες μας και να κάνουμε παραγωγή ο ένας στον άλλον, να γυρίζουμε ο ένας τις ταινίες του άλλου, να παίζουμε ο ένας στις ταινίες του άλλου. Οπότε όλη αυτή η ανταλλαγή ιδιοτήτων και δουλειάς, ξέρεις, μόχθου μεταξύ μας, ήταν κάτι που μου έμαθε πάρα πολλά για το σινεμά και πήρα αυτό το μοντέλο και έτσι φτιάξαμε βάσει αυτού του μοντέλου του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά, που ακόμη και τώρα ακούμε μόνο για το Χόλυγουντ, ενώ στην ουσία το 80% των ταινιών είναι μικρές ανεξάρτητες ταινίες που γίνονται με το τίποτα, και πολύ πιο φτηνές απ' ο,τι εδώ. Και με αυτό το μοντέλο ξεκινήσαμε την Haos Film εδώ, που είναι η εταιρία που έχουμε με τον Matt Johnson και την Μαρία Χατζάκου.
Για να σου απαντήσω στην ερώτηση σου όμως, ξέρεις, ήταν δύσκολο. Άρχισα σινεμά αρκετά αργά. Δεν ήμουν από αυτούς που βλέπανε πάρα πολύ σινεμά ή να ήθελα να γίνω σκηνοθέτης όλη μου την ζωή. Αφού είχα τελειώσει το μάστερ στο Tisch ξεκίνησε η πορεία μου. Ήμoυν δηλαδή 25 χρονών όταν άρχισα πραγματικά να κάνω σινεμά.
Μπήκατε όμως αρκετά δυναμικά…
Ε, ναι…
Και εδώ είναι η επόμενη ερώτηση. Κατά το 2010, μετά από ένα κινηματογραφικό σας διάλειμμα, ξαφνικά, σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα μαζί με τον Γιώργο Λάνθιμο, γεννάτε ένα άνοιγμα που επηρεάζει ολοκληρωτικά το ελληνικό σινεμά στα επόμενα χρόνια, όχι μόνο στιλιστικά άλλα και σε παγκόσμια αναγνώριση. Πως νιώθετε για αυτό το γεγονός, που πιστεύετε ότι θα οδηγήσει και που πιστεύετε ότι οφείλεται; Δηλαδή ποια είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά στο σινεμά σας που πιστεύετε το έκαναν να αναγνωριστεί σε παγκόσμιο επίπεδο;
Καταρχάς διαφωνώ το ότι η εξωστρέφεια του ελληνικού σινεμά ή το νέο ρεύμα του ελληνικού σινεμά ξεκίνησε με αυτές τις δύο συγκεκριμένες ταινίες. Πριν από τον Κυνόδοντα, ο Γιώργος είχε γυρίσει την Κινέττα που ήταν η πρώτη μας συνεργασία, την οποία και θεωρώ καταπληκτική ταινία και ήταν φοβερή έμπνευση για εμένα προσωπικά ως σκηνοθέτη. Αλλά πρέπει να πω ότι κάπως ξεχνάμε… ξεχνάμε, εντάξει έγινε ένα μεγάλο μπαμ διότι και οι δύο ταινίες είχαν μία πολύ πετυχημένη φεστιβαλική ζωή και επίσης διανομή παντού, αλλά αυτό που λέμε Νέο Ρεύμα και η πρώτη εξωστρέφεια της νέας γενιάς, του νέου διαφορετικού σινεμά από αυτό που συνέβαινε τα τελευταία 30 χρόνια ήταν ας πούμε οι ταινίες του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, το Σπιρτόκουτο, δηλαδή ο Οικονομίδης, ο Άγγελος ο Φραντζής, ο Αλέξανδρος ο Βούλγαρης, Ο Κούτρας… είχανε κάνει ταινίες οι οποίες…
Ήδη άρχισαν να ζυμώνουν την κατάσταση.
Προφανώς, και επίσης ήτανε ταινιάρες και η κάθε μία εντελώς διαφορετική μεταξύ τους. Και αυτή η ανομοιογένεια, δεν νομίζω ότι μπορεί το ελληνικό σινεμά και δεν θέλει το ελληνικό σινεμά να γκρουπαριστεί κάτω από έναν τίτλο σε στυλ weird, και κυρίως κάτι το οποίο είναι τόσο περιοριστικό… ξέρεις, το αλλόκοτο σινεμά, ενώ έχει μία τεράστια γκάμα. Και επίσης ήταν και αυτός ο τρόπος, το να κάνεις ταινίες με πολύ λίγα μέσα και με μικρό συνεργείο προϋπήρχε. Δηλαδή και ο Κούτρας το έκανε στον Γιγαντιαίο Μουσακά και ο Φρατζής στην Polaroid και ο Οικονομίδης στο Σπιρτόκουτο και ο Φάγκρας. Θέλω να πω ότι δεν υπάρχει παρθενογένεση, δεν βγήκαμε ξαφνικά. Επίσης είναι ταινίες που και ο Γιώργος και εγώ τις είδαμε και ήταν φοβερή έμπνευση για εμάς το ότι υπήρχε ήδη ένα πολύ υγιές και πολύ ορμητικό ρεύμα. Εγώ ας πούμε, δεν νομίζω ότι θα είχα γυρίσει στην Ελλάδα, διότι έμενα για πολύ καιρό στο εξωτερικό και θα μπορούσα να μείνω εκεί, αν δεν ήξερα ότι υπήρχε αυτό το ρεύμα. Δηλαδή όταν είδα το Σπιρτόκουτο και το Άκρη της Πόλης και νομίζω το Polaroid, τα είδα όλα μαζί και έπαθα ξέρεις… συνειδητοποίησα ότι κάτι συμβαίνει. Ήταν ενθουσιώδης η επιστροφή μου, ξέρεις το να μάθω να κάνω σινεμά στην χώρα μου και στην γλώσσα μου και με την βοήθεια και την συνεργασία των συναδέλφων μου.
Πάνω σε αυτό, Ο Γιώργος Λάνθιμος με τον οποίο συνεργάζεστε στενά, ύστερα από την μεγάλη επιτυχία του Κυνόδοντα και των Άλπεων στράφηκε προς την διεθνή παραγωγή, όπως πολλοί Έλληνες σκηνοθέτες και εσείς σε άλλες δουλειές επίσης κινείστε σε διεθνή πλαίσια. Παρόλα αυτά, την τελευταία σας μεγάλου μήκους αποφασίσατε να την κάνετε σε πείσμα των καιρών στην Ελλάδα και στα Ελληνικά, μία ελάχιστα εμπορική γλώσσα. Πως και αποφασίσατε να παραμείνετε κινηματογραφικά στο εγχώριο σινεμά;
Ξέρεις δεν το βλέπω συγκεκριμένα, επειδή είμαι νομάς γενικά και έχω ζήσει σε πολλά μέρη, δεν έχω τέτοιου είδους προσανατολισμό. Το Chevalier ήταν μία ταινία που πραγματικά ήθελα να την κάνω στα ελληνικά και στην Ελλάδα, δηλαδή ανήκε εδώ, η επόμενη ταινία που γράφω, αν όλα πάνε καλά κατά πάσα πιθανότητα θα την γυρίσω στην Αμερική, η μεθεπόμενη ταινία που είναι επιστημονική φαντασία είναι μία ταινία που πεθαίνω να την γυρίσω στην Ελλάδα. Οπότε, ανάλογα, η κάθε ταινία έχει τον τόπο της.
Θέλετε να μας πείτε για αυτές τις ταινίες;
Είναι πολύ νωρίς ακόμα. Είναι η ταινία που αυτήν την στιγμή δουλεύω από μία υποτροφία που έχω στο Χάρβαρντ που λέγεται Radcliff Fellowship και που στήνεται φτιάχνοντας ομάδες εργασίας ανάμεσα σε καλλιτέχνες και επιστήμονες. Οπότε έχω συμβούλους οι οποίοι είναι αστροφυσικοί, που είναι ρομποτιστές, νευροβιολόγοι, οπότε μπορώ να κάνω μαζί με τον Ματ Τζόνσον που είναι ο συν-σεναριογράφος, να κάνουμε μία εμπεριστατωμένη έρευνα ώστε να είναι επιστημονική φαντασία, αλλά να είναι βασισμένη στο τι ακριβώς συμβαίνει τώρα στην έρευνα και στην φαντασία των επιστημόνων. Αυτήν λοιπόν την ταινία θέλω να γυρίσω στην Ελλάδα, πιστεύω η Ελλάδα είναι τέλεια για επιστημονική φαντασία. Η επόμενη που είναι μία ταινία νουάρ και ταυτόχρονα ταινία δρόμου είναι μία ταινία που την γράφω για να γυριστεί σε διάφορες πόλεις. Είναι σαν μία επιστροφή σε αυτήν την αγάπη που έχω γενικώς για τους αστικούς χώρους, όπως ήταν ας πούμε στην Business of Going και ελπίζω ότι θα είναι η ταινία που θα μας φέρει μαζί πάλι με την Ariane Labed, για την οποία γράφω τώρα.
Το συνολικό σας έργο αποτελεί ένα πολύ ιδιαίτερο αισθητικό πάντρεμα. Έχει πολύ έντονα στυλ βορείου-δυτικού κινηματογράφου, αλλά παράλληλα διατηρεί και κάποια χαρακτηριστικά ελληνικά στοιχεία. Πως προσδιορίζετε το σινεμά σας; Θεωρείτε πως είναι η σύγχρονη εξέλιξη του ελληνικού σινεμά ή αποτελεί κάτι καθαρά προσωπικό χωρίς εθνικά σύνορα; Ποιες είναι οι επιρροές σας και κυρίως, πως κάνετε αυτήν την μίξη;
Νομίζω ότι αν ήξερα, δεν θα το έκανα. Είναι εντελώς ενστικτώδης ο τρόπος που δουλεύω και επίσης όλοι μας, ο καθένας μας είμαστε στην ουσία η πρόσθεση των εμπειριών και των επιρροών που έχουμε επιλέξει – γιατί επιλέγεις τις επιρροές σου. Δηλαδή, η αγάπη μου για την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία, την οποία σπούδασα ή ο Αριστοφάνης ας πούμε, δηλαδή αυτός ο συνδυασμός Ευριπίδη – Αριστοφάνη επειδή τους είχα μελετήσει τότε στην Φιλοσοφική και τα ελληνικά μου ήταν και πάρα πολύ καλά.. δεν κόμπιαζα, και ακόμη καταφεύγω στα κείμενα τους. Πάντα θα διαβάσω μία κωμωδία του Αριστοφάνη ή μία τραγωδία κυρίως του Ευριπίδη, με οτιδήποτε καταπιάνομαι, με ο,τι κάνω. Είναι η βάση μου. Ή ας πούμε ο Μπέκετ είναι πολύ σημαντικός και ο Μπρεχτ ή ο Βαλαωρίτης ας πούμε ο ποιητής, ή μιας που είμαστε στην Θεσσαλονίκη, ο Πεντζίκης επειδή ο Πεντζίκης ήταν ένας ποιητής που διάβαζα αρκετά και υπάρχει ένας καυστικός λυρισμός στο έργο του. Από την μία είναι καυστικό και από την άλλη είναι λυρικό και το ένα άρει το άλλο και με ενδιαφέρει αυτός ο συνδυασμός, όπου το ένα άρει συνέχεια το άλλο και δεν προσγειώνεται.
Στο Αttenberg χρησιμοποιήσατε ένα πολύ συγκεκριμένο και ιδιαίτερο στυλ που απευθύνεται σε ένα κοινό αρκετά συγκεκριμένο, αντίθετα στο Chevalier, παρότι έχετε διατηρήσει τον χαρακτήρα σας, προσεγγίζετε καθώς φαίνεται ένα ευρύτερο κοινό, που μπορεί να το παρακολουθήσει και να το απολαύσει ευκολότερα. Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε να αλλάξετε την γραμμή σας και να ακολουθήσετε έναν πιο προσιτό αφηγηματικό χαρακτήρα;
Γιατί βαριέμαι να κάνω το ίδιο πράγμα δύο φορές και η κάθε ταινία αποτελεί ένα μάθημα για μένα. Συνεχίζω να είμαι μία αιώνια μαθήτρια και μου αρέσει αυτό, ότι κάθε φορά επιστρέφω στο θρανίο του σχολείου και η πρόκληση του Chevalier ήταν πως σε μία ταινία μου μιλάνε οι άνθρωποι, πως βλέπω εγώ τον διάλογο, πως μπορείς να κάνεις κατ' ουσία ένα μιούζικαλ με ανθρώπινες φωνές. Οπότε ο ρυθμός αυτών των φωνών, όλο έγινε με μία ενορχήστρωση πολύ συγκεκριμένη.
Δηλαδή προσέξατε πολύ τον λόγο και τον ρυθμό στο Σεβαλιέ…
Πάρα πολύ. Αλλά ταυτόχρονα ξέρεις, χωρίς να βγει φοβερά καλλιτεχνικό, αλλά να βγει όσο πιο νατουραλιστικά γίνεται.
Θυμάμαι είχα ακούσει τον Διευθυντή του Φεστιβάλ του Λονδίνου, καθώς και άλλους κριτικούς, να αναφέρονται στο Chevalier ως μία θηλυκή σάτιρα πάνω στον ανδρικό εγωισμό. Τελικά το Chevalier μιλάει όντως για τον ανδρικό εγωισμό όπως λένε, ή μήπως είναι κάτι γενικότερο και μιλάει για όλους μας
Μπορώ να καταλάβω απόλυτα γιατί κάποιος μπορεί να το πει αυτό, γιατί είναι για άντρες και είναι από μία γυναίκα σκηνοθέτη, αλλά είναι και αυτό κάπως περιοριστικό. Ξεκίνησα να κάνω μία ταινία πάνω στην ανθρώπινη φύση για άλλη μια φορά γιατί αυτό με ενδιαφέρει. Το ότι ήταν όλοι άνδρες ήταν μία συγκεκριμένη απόφαση που έγινε γιατί αν έβαζα γυναίκες πάνω σε αυτό το σκάφος όλο θα άλλαζε. Ξέρεις θα ήταν όλο πια πιο σεξουαλικό, πιο ερωτικό, ποιος θα αρέσει σε ποια, ποια θα αρέσει σε ποιον θα ήτανε διαφορετικού είδους, θα ήταν περισσότερο ας πούμε μία ρομαντική κομεντί. Θα άλλαζε η ταινία, ενώ με αυτόν τον τρόπο, αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο που είναι το θέμα της εξουσίας, και το θέμα της αξιοπρέπειας, του ναρκισσισμού, τέλος πάντων όλα αυτά τα στοιχεία, νομίζω γίνεται πολύ πιο σαφές σε ένα σύνολο του ίδιου φύλου.
Το Σεβαλιέ ασχολείται με ένα στοιχείο αρκετά αντιπροσωπευτικό για το ευρύ κοινό, αυτό της ανασφάλειας και του ανταγωνισμού στην μικρή και μεγάλη κοινωνία. Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με αυτό το στοιχείο και ποια είναι η προσωπική σας οπτική για αυτήν την κοινωνική συνθήκη; Θεωρείτε πως είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε εντός αυτής της πάλης; Υπάρχει κάποια λύση;
Δεν έχω λύση σε αυτό, δεν δίνω λύση στο Chevalier, είναι κάτι το αναπόφευκτο. Νομίζω είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης. Πολύ συγκεκριμένο, πολύ ζωτικό, γιατί με αυτόν τον τρόπο πάμε παραπέρα.
Άρα είναι ένα απαραίτητο κακό ας πούμε…
Ναι. Ο συναγωνισμός είναι απαραίτητος, φτάνει απλώς να βρούμε έναν τρόπο… ξέρεις είναι κάτι που προσπαθώ να μαθαίνω συνέχεια και είναι και αυτό μία προσωπική πρόκληση, το να μπορώ να συναγωνίζομαι χωρίς να υπάρχει φθόνος ας πούμε ή χωρίς να υπάρχει αυτή η ανασφάλεια που σε κάνει να παραλύεις. Είναι ο δαίμονας μας, έτσι δεν είναι; Ο εαυτός μας είναι πάντα ο δαίμονας μας. Και ο τρόπος που αναμετρούμαστε με τον κόσμο και τους άλλους είναι κάτι που μας κάνει ή ισχυρότερους, ή μας σκοτώνει στην ουσία σιγά σιγά. Και πραγματικά επειδή το Chevalier είναι ένα παιχνίδι που όλοι το παίζουμε συνέχεια, συνέχεια, συνέχεια, στην ουσία απλώς δώσαμε με τον Ευθύμη ένα όνομα σε ένα πάρα πολύ οικείο παιχνίδι όλων και νομίζω πως για αυτόν τον λόγο όλα τα κοινά σε όλες τις χώρες που έπαιξε τώρα..
Το αποδέχθηκαν…
Ναι, υπάρχει αναγνώριση. Δεν είναι αυτό, ότι βλέπεις κάτι το οποίο αα συμβαίνει στην Ελλάδα, είναι κάτι στο οποίο όλοι αναγνωρίζουνε ένα κομμάτι του εαυτού τους και επίσης πάντα υπάρχει ταύτιση με έναν από τους χαρακτήρες, δηλαδή λες α εγώ είμαι προς τα εκεί, διότι ήταν συγκεκριμένη η τυπολογία τους.
Σας ευχαριστούμε
Κι εγώ