HomeNewsroomΓράμματα στον υπόγειο.

Γράμματα στον υπόγειο.

Επιστολή υπ’αριθμόν 01

Κι αν φοβάμαι το σούρουπο δεν είναι οι τύψεις για το
χαμένο όνειρο αλλά η ευωδία των ρόδων –  η
μυρωδιά [σου] εκείνη που μας έφερε κοντά εκείνο το απόγευμα με το κρύο στα τζάμια.
Το λονδρέζικο ρόδο με τα μάγουλα που χαμογελούν στο άρωμα του
earl grey. «… αυτό
το ωραίο όνειρο μας πήγε τόσο μακριά που δεν ξαναβρήκαμε το δρόμο…» 

Έχω πει
να μη γράφω όταν ψηλώνει η καρδιά, να μην αφήνω τη βροχή να ποτίζει το πουλόβερ
που φοράω – το βαραίνει και το κόκκινο μπαλόνι δεν μπορεί να πετάξει ελεύθερο –
αλλά αντιστέκομαι, πάω κόντρα ακόμα και στον εαυτό μου. Οι γείτονες ακούνε
μουσική, με βγάζουν από τις σκέψεις μου κι έχω κουραστεί με τη βροχή. Εσύ μου
λείπεις πιο πολύ απ’όλους. Αποφάσισα να σε μισήσω. Ποτέ δεν θα το πετύχω. 

Η θεία
Ελένη έλεγε πάντα πως οι νύχτες του χειμώνα μεγαλώνουν με θράσος και κλέβουν
τις σκέψεις της ημέρας, το τσάι της ήταν κρύο δίπλα στο παράθυρο κι εσύ επιμένεις
να με αγαπάς από μακρυά. Λαχταρώ όταν σταματήσει η βροχή να σου στείλω ένα μήνυμα
– το ουράνιο τόξο θα φέρει την αλληλογραφία μου στο κατώφλι σου, οι ήρωες με
περικεφαλαία θα σου προσφέρουν τις επιστολές κι εσύ θα πιεις μία γουλιά.

Η ανταύγεια του πρωινού που με έφερε κοντά σου εκείνη τη
μέρα ήταν θαμπή, ταλαιπωρημένη – τις πρώτες ώρες έπαιρνα το μετρό μουδιασμένος
και γυρνούσα άσκοπα, άκουγα τα τρένα σαν κουρασμένους εραστές να ανταλλάζουν
βογγητά κι εμείς κανένα πια. «Ξέφυγες» μου είχες πει κάποτε κι εγώ έκλαψα. Έκλαψα
για σένα χωρίς να το ξέρεις. Στην κάμαρα είναι όλοι μεθυσμένοι, εγώ διαβάζω
Λειβαδίτη και τρώω γαλατόπιτα, η κυρία Μαρία είναι χωρισμένη κι έχει δύο κόρες.
Πρέπει να τις σπουδάσει, η μία δικηγόρος κι η άλλη χορεύτρια. Αφήνω το
φιλοδώρημά μου και την καληνυχτώ – ποτέ δεν τηλεφώνησες κι εγώ έπιασα κουβέντα
με το σταθμάρχη, εκείνος μου λέει την ώρα κι εγώ του μιλάω για τα μάτια σου που
δάκρυσαν το πρωί Κυριακής.

Μου είπες πως με αγαπούσες – «το ξέρω» σου είπα – τώρα
πια τελείωσε το γλυκό από το βάζο, με βάζεις σε δίαιτα και δεν γουστάρω. Το βράδυ
ψιχαλίζει πάλι κι εσύ παραμερίζεις τα σύννεφα για να έρθεις να με βρεις και να
μου χαρίσεις λίγα δάκρυα ακόμα. Σε βλέπω σε φωτογραφίες του νέου καιρού,
χαμογελάς με φίλους στα μπαρ και τα μάτια σου τα όμορφα ακόμα αστράφτουν. Άραγε
θα χιονίζει απόψε στη Σιβηρία; Είναι που με νοιάζει ο κόσμος όλος και θέλω να είμαστε
κάτω από τον ήλιο. Οι αναμνήσεις δεν δείχνουν οίκτο κι εσύ με βασανίζεις, η
σιωπή [μου] είναι η μοναδική [μου] ελευθερία και παίρνω το επόμενο αεροπλάνο.
Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι, να κοιμηθώ στο κρεβάτι που θα κοιμόσουνα κι εσύ. Πάνω
μου. Κάτω μου. Δίπλα μου. Πριν από εμένα. Μετά από εμένα. Ποτέ χωρίς εμένα.

Τώρα πια, στο βάθος του δειλινού έρχεσαι πάντα δίπλα μου.
Γυρνάω στο σπίτι μετά τη δύση του ήλιου και δεν κάνει να είμαι μόνος, οι
οργανοπαίχτες του ακορντεόν μου κάνουν πια παρέα. Και τώρα να βρισκόμουν σ’ ένα
θησαυροφυλάκιο με όλο το χρυσό του κόσμου θα ψιθύριζα «Γλυκιά Μητέρα, προτιμώ
την Αγάπη…»

Related stories