HomeΘέματαΓράμματα στον υπόγειο.

Γράμματα στον υπόγειο.

Επιστολή υπ’αριθμόν 04

Πάντα έλεγες πως το Φως σου είναι Θείο δώρο. Έκλαιγες πως σου το
έκλεψε ο Ύψιστος – «Ύψιστος είναι αυτός, ότι θέλει κάνει» – και χάιδευες
την εικόνα της Παλουριώτισσας για να κάνει το θαύμα της. Ήταν μια μικρή
εικόνα που είχες φέρει από το χωριό, έφυγες άρον άρον και δεν πήρες
κάτι μαζί σου παρά μόνο μια λευκή κυλότα και μία εικόνα της Παναγίτσας,
είναι όμορφο και φοβερό ταυτόχρονα πως ένα κομμάτι ξύλο και μία
βαμβακερή κυλότα χωράνε παντού και σε στηρίζουν στις δύσκολες στιγμές.
Ήθελες πάντα να διαβάζω – σου διάβαζα εφημερίδα τις Κυριακές μετά την
εκκλησία, ήθελες να είμαι πρώτος στην τάξη, να αριστεύσω για να φτάσω
ψηλά μου είχες πει – στο γυμνάσιο μάλιστα μου πήρες δερμάτινη τσάντα για
να βάλω τα τετράδια μου, είχαν αλλάξει οι καιροί, εγώ διάβαζα smash
hits και όχι Μαθηματικά. Κάπου ανάμεσα στο σκοτάδι σου και τη δική μου
άρνηση, μου έπιανες το χέρι κι έλεγες προσευχές, δυνατά μερικές φορές –
άλλες στιγμές χαμηλόφωνα μην σε ακούσει ο Πατέρας και θυμώσει, είχε άλλη
έγνοια αυτός, πως να μας ταίσει, πως να μας μεγαλώσει και πίστευε πως
δεν πιστεύει. Κακομοίρης κι αυτός, νόμιζε πως είναι δυνατός και θηρίο,
ένας αγαλμάτινος νάνος ήταν μονάχα δίχως το Θεό. Εσύ Μητέρα όλων, δυνατή
αφέντισσα, χήρα με 8 ορφανά και κάτι ψωμιά στο καλάθι – το σκοτάδι σου
σε ταλαιπωρεί και σε λυγίζει, έκλαιγες στο καντήλι δίπλα ένα βράδυ και
σε βρήκα στο πάτωμα σωριασμένη. Όχι εσύ, όχι το ανθρώπινο σώμα σου αλλά η
γήινη υπερηφάνεια σου.

Με μεγάλωσες σαν δεύτερη μάνα, πρώτη και
καλύτερη δασκάλα στον εγωισμό, να μην κουνάω τα πόδια κάτω από το
τραπέζι, να μη μιλάω με το στόμα γεμάτο, να δίνω τα παιχνίδια μου στα
άλλα παιδάκια και να κάνω προσευχή στο μεσημεριανό. Για το βραδινό δεν
ανέφερες κάτι και υπέθεσα οτι μετράει εκείνη η πρώτη ευχή της ημέρας –
στο παράθυρο ένας ζητιάνος τραγουδούσε με ένα ακορντεόν κι εσύ έδινες
διαταγές στις ψυχές που λησμόνησαν να φύγουν για τον ουρανό. Θυμιατό και
δεντρολίβανο, δάφνη και δυόσμος ήταν οι μυρωδιές του πρωινού, έστηνες
έξω στην αυλή καφενείο και θέατρο μαζί κι έρχονταν οι γειτόνισσες να μας
επισκεφτούν. Κι ήμουν ακουμπισμένος στα κάγκελα της αυλής και κοιτούσα
την ενοχή με την ανάγκη να σέρνουν το χορό πάνω σε ένα φλυντζάνι καφέ.
Καϊμάκι κι εφιάλτες μαζεμένοι σε κάτι τετραγωνικά στολισμένα με αρώματα,
συμπυκνωμένες θεωρίες για θαύματα και θύματα.

- Δεν θέλω ρε γιαγιά…
- Πρέπει!

Όλα
έδειχναν όμορφα στην αγκαλιά σου, όταν ήμουν μικρούλης με κόκκινα
μάγουλα περιπλανήθηκα στα γλυκά σου λόγια και ονειρεύτηκα πολύ. «Κύριε,
αμάρτησα ενώπιον σου», και ζήτησα τη συγχώρεση σου, άρνηση και κλειστά
μάτια, δυσκολία στο δάκρυ και μία κηδεία που δεν ήρθα ποτέ. Δεν με
άφησαν τα γράμματα, εκείνο που θέλησες πολύ δεν το πήρες ποτέ – έκανα
του κεφαλιού μου μια ζωή, κι εσύ ήρθες ένα βράδυ 2 χρόνια μετά το ταξίδι
της Ανηφόρας και σκέπασες το χέρι μου. Τριγύριζες το βράδυ στους ύπνους
μου, πιο φτωχή και από τους αγγέλους, δεν με άφησαν να έρθω και το
μετανιώνω, κλαίω τα βράδια στον ύπνο μου και διασχίζω το δρόμο για να
φτάσω το πρωί των Χριστουγέννων στην πόρτα σου.

… και ίσως να έγιναν όλα αυτά, διότι πάντα απλωνόταν γύρω μου ένας κήπος.

Related stories

Η Βάσω Λασκαράκη πιστεύει στο μαγικό ραβδάκι της Θεσσαλονίκης

Συνέντευξη στη Χρύσα Πλιάκου/ Φωτογραφίες: Nekti Δεν νομίζω ότι υπάρχει...

Γιατί διαλύθηκαν αρχικά οι Simon and Garfunkel μετά το πρώτο τους άλμπουμ

Η ιστορία του ντουέτου Simon and Garfunkel είναι γεμάτη...

Το τραγούδι των REM που αρνήθηκαν να παίξουν live

Το βράδυ της άνοιξης του 1980, η πόλη Athens...