Επιστολή υπ´αριθμόν 3
Το ξημέρωμα που βγήκα από μέσα σου βασίλευε το βάσανο. Τρίτη ξημέρωμα με
ένα ζεστό ήλιο που αγωνίστηκε στην επιφάνεια να μην κάψει τα γραφόμενα,
τα ήσυχα δειλινά να μην σκιάσει και δίχως βιασύνη με ακούμπησε στο
στήθος σου. Γάλα και μέλι έσταζε η Γυναίκα, τα δάκρυα συγκίνησης
στέγνωσαν στο μάγουλο σου όταν φώναξε ο γιατρός είναι αγόρι. Στα
βαμβακερά σεντόνια έγινα άγγελος, λευκό φωτεινό και ελαφρώς απότομο,
ατίθασο και αληθινό. Το νιώθω ακόμα το χέρι σου στο μάγουλό μου – ήταν
πολλά τα αστέρια στο κεφάλι μου κι εσύ να λάμπεις ως Παναγία. Έφερα χαρά
στην κλινική, η αδερφή Μαίρη χαμογελούσε και φώναζε πως μοιάζει το
παιδί με ζωγραφιά, ματάκια σαν φαναράκια και δύο χέρια άγκυρες στο σώμα
σου.
Θέλησα στοργή. Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν ακούστηκε το αγάπη μου για
πρώτη φορά, έζησα ελεύθερος στον Ωκεανό και χάρηκα που διάλεξες να με
συναντήσεις στη γέφυρα – περίμενα υπομονετικά δίπλα στα πλατάνια για να
υποδεχτώ τη μητέρα που θα με γεννούσε. Και ήρθες. Μεγάλωνα δίπλα σου σε
μια ζωή γεμάτη χρώμα, υφάσματα διπλά και πολύπλοκα, έφαγα ψωμί και κρασί
αφού έζησα αφηρημένα, προστασία το μπούστο σου και ζεστή φωλιά.
Μεγαλώναμε μαζί, δίπλα δίπλα κι εσύ μου έδινες να φάω σύκο και ήλιο –
στην αυλή έστηνα μάχες με δράκους αλλά τα πουλιά πετούσαν πιο πέρα και
άφηνα τις εκστρατείες για να σου φέρω την αλμύρα του Ωκεανού. Τις νύχτες
σχεδίαζες δρομολόγια τρένων με ψεύτικους προορισμούς κι εγώ βοηθός
σταθμάρχη στο κυλικείο που έκανε διάλειμμα. Το τσιγάρο κρεμόταν στα
χείλη το πρώτο εκείνο βράδυ της αιώνιας κίνησης αλλά εσύ δεν ήξερες να
μου μιλήσεις γι'αυτό. Συνέχισα να μεγαλώνω κι εσύ κοντοστάθηκες,
κουράστηκες στη διαδρομή και σε νοστάλγησα. Δόξα το Θεώ δεν κατάλαβες
ποτέ τον κόσμο, σκέφτομαι οτι ήσουν απούσα εκείνο το πρωί στο δημοτικό
που έδιναν μαθήματα για τα μεγάλα γεγονότα.
Στα 17 τα φτερά μεγάλωσαν, φλαπ φλαπ, κίνησε το παρόν και βγήκε στο
σεργιάνι να βρει το μέλλον του. Μεγάλωσα κι εσύ δεν μπόρεσες να με
φροντίσεις, σου έβαλα τις φωνές που άφησες το παράθυρο ανοιχτό – είχε
δροσιά εκείνο το βράδυ και το αεράκι έφερνε στον τοίχο τις σκέψεις που
χάθηκαν στην συντομία των ημερών. Σε άφησα να περιμένεις στο σταθμό, σου
κράτησα μυστικά αλλά εσύ δεν έδειξες να ενοχλήσε. Στον καλοκαιρινό
ουρανό με ενοχλούσε το θρόϊσμα των μυστικών κι ένα αεροπλάνο κοιτούσε
προς τη δύση, εκεί που αποφεύγουν να ρίχνουν το βλέμμα τους οι Θνητοί.
Ποτέ δεν με ήξερες αλλά πάντα με γνώριζες. Τακτοποιούσες τα σκεπάσματα
σαν να έκρυβες τα μυστικά μας. Έδινες, έδινες, έδινες… Αγάπη. Μια
πατερίτσα που εγώ απαρνήθηκα. Ντροπή, εκείνο το σούρουπο δεν έπρεπε να
φοβηθώ το αγιάζι – η ζακέτα μου ήταν τρύπια αλλά μου την έδωσες εσύ. Σε
λησμόνησα. Ήθελα πάντα περισσότερα. Ποτέ δεν έπρεπε να σε δικάσω. Ήθελα
όμως πάντα περισσότερα. Κάτι ασυλλόγιστα πουλιά έφερναν την Άνοιξη και
μετά αφού κρύωναν έκρυβαν τον ήλιο και το γέλιο. Θύμωνα μαζί τους.
Θύμωνα μαζί σου. Έκρινες τον εαυτό σου σκληρά, χαστούκιζες το κύμα και
έπαιρνες απογευματινό τσάι με το φάντασμα της Ευτυχίας δίπλα στο
δαφνόδεντρο.
Και πεθαίνουμε στερημένοι σε έναν παράδεισο από λέξεις.