Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη,
Ξέρω
ότι δεν είναι καιρός για γράμματα και ότι ακόμα δεν είσαι έτοιμος να
παραδόσεις δώρα και είσαι κάπου διακοπές στην Χαβάη μάλλον, όπως σε
έδειχνε μια παλιά διαφήμιση της Κόκα Κόλα, αλλά νομίζω ότι μόνο εσύ
μπορείς να με καταλάβεις, τόση απελπισία φαντάσου. Δε γαμιέται όμως;
Σήμερα
το πρωί χάζευα με το μίζερο πρωινό μου τις βάσεις για τα Πανεπιστήμια.
Διπλοκυκλωμένη η μέρα στο ημερολόγιο πολλών, πέρασαν χρόνια που με
έκαιγε και μένα το αποτέλεσμα, και τι σκατά κατάλαβα; Απ’ όσο είδα και
μάλλον αντιλήφθηκα, τώρα της μόδας είναι το να γίνεις οικονομολόγος,
ψυχολόγος ή μπάτσος. Μόνα τους αυτά τα τρία, εξιστορύν άρτια την
κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας.
Διαλύεσαι οικονομικά,
ψάχνοντας προφήτες και σωτήρες ειδήμονες του κώλου, με αποτέλεσμα να
σου έρχεται 21 χιλιάρικα η εφορία και να καταντάς αφενός κοινωνικά
νεκρός γιατί σε όλα οι άλλοι φταίνε και η ουρά σου είναι ασφαλής μέσα
σε αυτήν την αλεξίσφαιρη φούσκα που έχεις βάλει τον εαυτό σου να ζει
και να αναπνέει, και αφετέρου ψυχικά άρρωστος γιατί ζεις σε ένα ψέμα
και το ψέμα λειτουργεί σαν καρκίνωμα: κάποια στιγμή θα το καταλάβεις,
δε μπορεί. Καταλαβαίνεις λοιπόν ότι είσαι ψυχικά άρρωστος, τρελός πως
το λένε; και επειδή έχεις τόση μικρή ιδέα για τον εαυτό σου,
αποφασίζεις ότι ένας άγνωστος επιστήμονας, με ένα πτυχίο σε πάπυρο στον
τοίχο του πολυτελέστατου βικτωριανού γραφείου του ξέρει τον εαυτό σου
καλύτερα από σένα, πας και σκας φράγκα που δεν έχεις για να γιάνεις την
ψυχή σου. Α, ξέχασα, είναι και πολύ «in» αυτή η φάση με τους
ψυχολόγους, σαν το κάπνισμα στο σχολείο.
Τέλος οι ειδικοί,
αποφασίζουν ότι θα είσαι για πάντα άρρωστος. Στο μεταξύ, έχεις βάλει
υποθήκη το σπίτι σου, το αμάξι του μπαμπά σου, έχεις φάει τη σύνταξη
της μάνας σου, και η γκόμενά σου σε έχει παρατήσει γιατί δεν έχεις
όρεξη για σεξ και για ανθρώπινες επαφές: «είμαι άρρωστος», της λες και
κλείνεσαι στον αποστειρωμένο εαυτό σου. Εξαρτιέσαι από τον τρελογιατρό,
μέχρι που δεν έχεις λεφτά άλλα, και αναγκάζεσαι να γυρίσεις στην
παρανομία (αναρωτιέμαι, ανάλογα με την εποχή και τις εκάστοτε ανάγκες
δεν θα έπρεπε να αλλάζουν κάποια ‘εδάφια’ της νομολογίας;) για να τα
βρεις να πάρεις τη δόση σου. Δεν αργείς να φας πέσιμο από τον μπάτσο
της γειτονιάς σου (κάθε γειτονιά έχει πλέον και από έναν, δεν είναι
τυχαίο) και να βρεθείς χωρίς λεφτά, χωρίς ψυχή και χωρίς ήλιο να σου
θυμίζει εν τέλει ότι ποτέ δεν ήσουν άρρωστος, ποτέ δεν ήσουν παράνομος –
απλά δεν είχες ανακαλύψει ότι μπορείς να γράφεις στον Άγιο Βασίλη για
να μη σαλτάρεις.
Σε τρώει το σκοτάδι της ύπαρξής σου και ξέρεις
σε τρώει λίγο-λίγο, χωρίς να καταλαβαίνεις ότι αυτός είναι ο θάνατος,
και όχι εκείνο που περιέγραφες όντας σε έκσταση στο πλαγιαστό
νεκροκρέββατο, θεωρώντας ότι όλος ο κόσμος που εσύ θεωρείς σκατένιο,
γυρίζει γύρω από σένα. Τι ειρωνεία.
Λοιπόν, δεν θέλω να γίνω
ούτε οικονομολόγος, ούτε ψυχολόγος, ούτε μπάτσος. Αλλά από την άλλη δεν
θα τους δώσω την αρρωστημένη χαρά να με νοιάζει που δεν έχω λεφτά, δεν
θα αφήσω την μοντέρνα πανούκλα να μου κάψει το μυαλό μου και όλα αυτά
που θέλω να πω, και φυσικά δεν θα επιτρέψω σε κανένα να μου στερήσει
τον ήλιο. Για όλα χρειαζόμαστε κίνητρα, και τα δικά μου έχουν φλέβες
που κυλά ζεστό το αίμα, έχουν κόκκαλα που παρόλο που τρίζουν στέκονται
εκεί και στηρίζουν ένα κεφάλι με δύο μάτια γεμάτα εικόνες και όνειρα να
καθρεφτίζονται εκεί που μπορεί να μην έχουν γεννηθεί ακόμα, έχουν
γλώσσα που φτύνει λέξεις και που γλύφει τις πληγές, έχουν αυτιά να
ακούνε να επεξεργάζονται, να περιμένουν.
Άνθρωποι. Γαμώτο.
Άνθρωποι και έρωτας αναμεταξύ τους. Τίποτα άλλο. Μετά δώσε μου υλικά
και θα σου φτιάξω την γαμημένη ιδανική κοινωνία που αρρωσταίνεις και
ρίχνεις όλα τα φταιξίματα σε αυτήν, επειδή δεν υπάρχει. Θα στην φτιάξω
εγώ, στο ορκίζομαι, κι ας μη ξέρω τα χαρακτηριστικά του μπετό, κι ας μη
ξέρω να κάνω ράμματα σε ανοιχτές πληγές κι ας μη ξέρω να ξεβουλώνω
αποχετεύσεις – κάποιος από μας θα ξέρει, είμαι σίγουρη. Πρώτα άσε με να
σε θεωρήσω άνθρωπο μου, μα πάνω από όλα ψηλάφισέ με εσύ, τόσο που να
μπορείς με το άγγιγμά σου να με αναγνωρίζεις στο σκοτάδι.
Α, ναι για να επιστρέψω και σε σένα, δεν θέλω δώρο για φέτος, μη μπεις στον κόπο.
Β.
Ο Κάστορας ανήκει στον Εαυτό του.