Από το Γιώργο Καρακασίδη
Θυμάμαι κάπου εκεί στα τέλη του 80 που πήγαινα στο ναό της γειτονιάς μου, το βίντεοκλαμπ, να ζητήσω το ‘Γκούνις’. Αυτό για ένα διάστημα γινόταν σχεδόν κάθε μέρα, αφού ακόμα δεν υπήρχαν πολλές κόπιες από την ίδια ταινία, ώστε να μπορείς να την κρατήσεις για μέρες προτού την επιστρέψεις. Όπως καταλαβαίνετε, στην ερώτηση ‘ποια ταινία έχεις δει 100 φορες’, εγώ απαντώ (κυριολεκτικά): Goonies. Φαντάζομαι εγώ και αμέτρητοι συνομήλικοι μου ανά την υφήλιο (σίγουρα η αδερφή μου).
Η υπόθεση ακολουθεί μια παρέα φίλων στην (προ)εφηβεία, τους Γκούνις, που υπό την απειλή αλλαγής γειτονιάς και διάλυσης της φιλίας τους, αναζητά το χαμένο θησαυρό ενός μονόφθαλμου πειρατή. Στο κατώπι τους βρίσκεται μια οικογενειακή σπείρα κακοποιών που απαρτίζεται από τη μαμά και τους επιπόλαιους γιους της. Αυτό που ακολουθεί είναι ένα χορταστικό υπερθέαμα με υπόγειες σήραγγες, στοιχειωμένες νεροτσουλήθρες και νότες σε πιάνο που μπορεί να αποδειχθούν θανατηφόρες, αν παιχθούν λάθος. Το σενάριο του Κρις Κολόμπους (ένα χρόνο μετά το ‘Γκρέμλινς’), η σκηνοθεσία του Ρίτσαρντ Ντόνερ (του δημιουργού του πρώτου ‘Σούπερμαν’ και μετέπειτα του ‘Φονικού Όπλου’) και φυσικά η παραγωγή του Στίβεν Σπίλμπεργκ (στο απόγειο της μυθοπλαστικής του ικανότητας) αποτέλεσαν τα συστατικά μιας μαγικής κινηματογραφικής συνταγής που θα αποκτούσε ένα διαχρονικό cult status.
Υπάρχει, όμως, κάτι που κάνει αυτή την παιδική περιπέτεια ακόμα πιο ξεχωριστή από τις υπόλοιπες. Μέχρι την έλευση της βιντεοκασέτας, η εμπειρία παρακολούθησης μιας ταινίας ήταν παρόμοια με εκείνη του θεάτρου. Οι ταινίες προβάλλονταν για περιορισμένο χρονικό διάστημα στις κινηματογραφικές αίθουσες και η επαναπροβολή τους ήταν σπάνια, εκτός αν πρόκειται για κλασικές ταινίες ή ειδικές προβολές. Το να παιχθεί δε η ταινία στα τηλεοπτικά κανάλια ήταν, ελέω πνευματικών δικαιωμάτων, κάτι τρομερά κοστοβόρο και χρονοβόρο. Έρχεται λοιπόν τότε η βιντεοκασέτα και σου δίνει τη δυνατότητα να βλέπεις την ιστορία ξανά και ξανά, να μαθαίνεις τους διάλογους απέξω, να μιμείσαι τις εκφράσεις και τις γκριμάτσες των ηρώων σε τέτοιο βαθμό που να νιώθεις ότι είσαι κι εσύ μέρος της αφήγησης. Το φιλμ γίνεται το ασφαλές καταφύγιο σου και οι πρωταγωνιστές του οι φίλοι που δεν πρόκειται να σε απογοητεύσουν ποτέ. Η σχέση με ηθοποιούς (όπως και με μουσικούς μέσω του πρωτοποριακού τότε MTV) γίνεται σχεδόν βιωματική. Καπώς έτσι λοιπόν οι τελευταίοι της Generation-X & οι πρώιμοι millennials άρχισαν στα 80s να κάνουν τους πρώτους τους κινηματογραφικούς φίλους, αναρτώντας χρόνια αργότερα τα πρώτα R.I.P. στάτους σα να έχασαν δικούς τους ανθρώπους.
Οι Goonies ήταν οι σωστοί άνθρωποι τη σωστή στιγμή. Άλλωστε, μιλάμε για παιδιά της διπλανής πόρτας, όχι πολύ διαφορετικά στη συμπεριφορά και στον τρόπο που μιλούσαν από σένα (για την ιστορία η λέξη shit ακούγεται 29 φορές στην ταινία). Η ταύτιση μαζί τους ήταν πολύ πιο εύκολη απ’ ότι θα γινόταν χρόνια αργότερα με επίδοξους μάγους α λα Χάρι Πότερ ή τις έμφυτες υπερδυνάμεις της Eleven στο Stranger Things. Η μόνη τους δύναμη ήταν η ομαδικότητα και η επινοητικότητά τους. Κι αν η γειτονιά τους στην Αστόρια του Όρεγκον σου φαινόταν (δικαιολογημένα) ονειρική κι ενδεχομένως αρκετά διαφορετική από τη δική σου, μην ξεχνάς ότι ήταν η επικείμενη μετατροπή της σε τεράστια έκταση γκολφ αυτή που αποτέλεσε τον κινητήριο μοχλό της διάσωσής της. Το Goonies, μεταξύ άλλων, προοικονομούσε το gentrification που έμελλε να περάσει από την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού.
Τα χρόνια πέρασαν και όπως γίνεται πάντα, κάποιοι από τους ηθοποιούς συνέχισαν την καριέρα τους, άλλοι εξαφανίστηκαν. Ο Sean Austin που υποδυόταν τον Μάικι, θα γινόταν ο Σαμ στον ‘Αρχοντα των Δαχτυλιδιών’, ο Josh Brolin, ο μεγαλύτερος αδερφός του στο φίλμ , θα συνεργαζόταν με σπουδαίους σκηνοθέτες όπως τον Βιλνέβ (στο ‘Sicario’) & τους αδερφούς Κοέν (στο ‘Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους’), ενώ ο Μάουθ, δηλαδή ο Corey Feldman, θα χε μια όχι και τόσο εντυπωσιακή αλλά σταθερή παρουσία στη Showbiz. Η μαμά Φρατέλι (Anne Ramsay) θα έδινε ρεσιτάλ δύο χρόνια αργότερα στο ‘Πέτα τη μαμά απ’ το τρένο’ του Ντάνι Ντε Βίτο, ενώ ο εφευρέτης της παρέας Data (Ke Huy Quan) θα έπαιρνε Όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου για το ‘Everything Everywhere All at Once’ το 2022.
Η συνεύρεση όμως όλων αυτών καθώς και των συμπρωταγωνιστών τους ήταν κάτι μοναδικό που δε θα λάμβανε χώρα ποτέ ξανά. Το legacy των Goonies στο χώρο της παιδικής (και όχι μόνο) περιπέτειας είναι τεράστιο. Κι αν νομίζεις ότι όλο αυτό είναι ένα νοσταλγικό memorabilia, τότε αυτό που προτείνω είναι να πάρεις το παιδί ή το ανήψι σου και να καθίσετε να το δείτε. Ποιος ξέρει, μπορεί στο τέλος να αναφωνήσετε και οι δυο ενθουσιασμένοι: ‘Goonies never say die’
Το Goonies παίζεται στο Cinobo Πατησίων