Σκηνοθεσία: John Slattery
Ηθοποιοί: Philip Seymour Hoffman, Richard Jenkins,
Eddie Marsan, John Turturro, Christina Hendricks
Η ζωή του Μίκι
μοιάζει ίδια με αυτή όλων των κάτοικων του God’ s Pocket. Μίζερη,
βαρετή, γεμάτη μεθυσμένα βράδια, στοιχήματα σε ιππόδρομο και μικροκλοπές. Κανένας
δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα που λίγο ο ίδιος, λίγο ο τόπος του έχει
ορίσει. Η θλίψη βάφει τους δρόμους της μικρής γειτονιάς της δυτικής Φιλαδέλφεια
με σκούρους καφέ τόνους, η βρομιά, η σκόνη και η απόγνωση ποτίζουν τους
κάτοικους και δεν ξεπλένονται ούτε με μικρές δόσεις συμπαράστασης και
ανθρωπισμού. Όταν ο νταής, απροσάρμοστος και κοινωνικά επικίνδυνος γιος της
σαγηνευτικής γυναικάς του σκοτώνεται μυστηριωδώς σε ένα εργατικό ατύχημα, ο
ίδιος για να ικανοποιήσει την δυσπιστία της προς την εξήγηση που της δίνουν οι
μάρτυρες, αναλαμβάνει να ψάξει για να βρει την αλήθεια. Έτσι ξεκινά μια σειρά
από διακλαδιζόμενες ιστορίες που εμπλέκουν ένα κλεμμένο φορτίο κρεάτων από το
λιμάνι, τον τοπικό ανθοπώλη που χρώστα χρήματα στην μαφία της γειτονίας, έναν
επιτυχημένο αλλά καταθλιπτικό αλκοολικό αρθρογράφο που εντυπωσιάζεται από τα
κάλλη της συζύγου του Μίκι, έναν νεκροθάφτη που προσπαθεί να πουλήσει το
ακριβότερο φέρετρο. Όλοι κομμάτια ενός παζλ που μοιάζουν ασύνδετα. Έτσι κι
αλλιώς “αν δεν είσαι από δω δεν μπορείς να
καταλάβεις. . .”
Η σκηνοθεσία
της ταινίας ανήκει στον Τζον Σλάτερι, ο οποίος εδώ κάνει την πρώτη του απόπειρα
πίσω από την κάμερα, πέρα από κάποια επεισόδια της πολύ πετυχήμενης αμερικάνικης
σειράς “MadMen” στην οποία και
πρωταγωνιστεί. Η δομή είναι αυτή ενός χαμηλών τόνων, σκοτεινού δράματος με
αναλαμπές μαύρου χιούμορ και αμήχανων καταστάσεων. Ο σκηνοθέτης προσπαθεί να
διαιρέσει το σενάριο σε αρκετά μέτωπα, που όλα όμως συγκλίνουν σε μια κεντρική
παραδοχή : είναι σχεδόν αδύνατο να ξεφύγεις από τη
μοίρα του τόπου. Δυστυχώς η ταινία γίνεται πολύ γρήγορα επίπεδη και βαρετή, χωρίς
ουσιαστική εξέλιξη ούτε στους χαρακτήρες, αφού οι επιλογές τους σύντομα
καταντούν αδιάφορες, άλλα ούτε και στην πλοκή η οποία εξαντλείται σε ανακόλουθα
και ελαφρώς τετριμμένα ξεσπάσματα και
τραγωδίες. Πάντως η αίσθηση είναι ότι ο πρωτοεμφανιζόμενος δημιουργός ίσως έχει
μια ευκαιρία ως κινηματογραφιστής, αφού κατορθώνει να υπνωτίσει με το αργό
τέμπο και τη μηδενιστική εικονογράφηση μιας πόλης που οι ρίζες της μπαίνουν
βάθια μέσα στην εργατική τάξη και την αμερικάνικη κουλτούρα της μικροαστικής
αποσύνθεσης και του πεσιμισμού. Για τον σκηνοθέτη σε αντίθεση (ή ίσως όχι
Ας μη γελιόμαστε,
ο κυριότερος λόγος για τον οποίο αξίζει η θέαση αυτού του φιλμ είναι η
τελευταία, ή καλύτερα μια από της τελευταίες ερμηνείες του Φίλιπ Σέυμουρ Χόφμαν.
Ο ίδιος μας παραδίδει ένα μεταθανάτιο κινηματογραφικό αντίο υποδυόμενος υπέροχα
για ακόμη μια φορά έναν άνδρα λιωμένο κάτω από το βάρος της ζωής και των
λανθασμένων επιλογών, κάνοντας τον θεατή, ίσως άθελά του, να ταυτίζει την
απογοήτευση στο βλέμμα με την πραγματική του κατάσταση, το διάστημα λίγο πριν
από το θάνατό του. Σίγουρα κανένας δεν περίμενε ότι αυτή η μέτρια ταινία θα
αποτελούσε ενθύμιο της ερμηνευτικής του διάνοιας, όμως δυστυχώς είναι μια από
τις λίγες ευκαιρίες που έχουμε ακόμη ως θεατές να θαυμάσουμε αυτόν τον
εξαιρετικό ηθοποιό επί το έργον. Ο ίδιος βρίσκει έναν τρόπο, προσπερνώντας για ακόμη
μια φορά τα κλισέ, να αφήσει κάτι δικό του, κάτι αυθεντικό στο ρόλο, έστω και
μόνο με ένα απλό ανασήκωμα του ωμού, ή ένα ράγισμα στη φωνή. Είναι αυτός που
ηλεκτρίζει τις σκηνές και δίνει ενέργεια, ακόμη και με τις αργές, σχεδόν
υπνωτισμένες του κινήσεις. Μάζι του εμφανίζεται ένα δυνατό καστ από ηθοποιούς
που ανεβάζουν την ποιότητα της ταινίας, παίζοντας αξιοπρεπώς, άλλα χωρίς να
διαπρέπουν. Ο Ρίτσαρντ Τζέκινς προσπαθεί φιλοτιμά να αποδώσει ως αλκοολικός
δημοσιογράφος και ο Τζον Τουρτούρο υποδύεται για ακόμη μια φορά έναν χαρακτήρα
όμοιο σχεδόν με ότι έχει κάνει ως τώρα. Ίσως πιο αδύναμη από τους υπόλοιπους να
φαντάζει η Κριστίνα Χέντρικς (απαθής, μπορεί και λίγο αφελής γυναίκα του Χόφμαν),
μην πείθοντας ούτε για τον πόνο και την οδύνη της, άλλα ούτε και για την
καταγωγή της, εξ αιτίας της προφοράς που προσπαθεί μάταια να υιοθετήσει.
Με λίγα λόγια, όσο
σκληρό κι αν ακούγεται ιδιαίτερα με αυτούς τους ηθοποιούς, η ταινία δεν βρίσκει
το ρυθμό της και μπερδεύει με τον τόνο που τελικά θέλει να μεταδώσει, ιδίως
μετά την πρώτη πράξη. Στην ουσία τίποτε το αξιόλογο δεν συμβαίνει έτσι ώστε
φτάνεις τελικά να μην ενδιαφέρεσαι ιδιαίτερα για κανέναν από τους χαρακτήρες. Παρόλα
αυτά πείθεσαι με την αίσθηση ότι, έτσι είναι τα πράγματα σε αυτήν την απόμερη
γειτονία της Αμερικής. Εκεί που μπορείς να κινδυνέψεις άπλα για τι δεν έγινες
κατανοητός. Η μελαγχολία του “God’s Pocket” μοιάζει
να σε επηρεάζει τελικά, ίσως γιατί ξέρεις ότι ο βασικός της πρωταγωνιστής, ένας
από τους μεγαλυτέρους ηθοποιούς της γενιάς του, δεν είναι πια εδώ.