Για την Ξάνθη μου.
από την Μαρίνα Μπίκου
Είναι κάποιες μέρες που το μόνο πράγμα που θα μ’ευχαριστούσε πραγματικά είναι το πατρικό μου. Είναι αυτές οι μέρες που μπουχτίζεις από ελευθερία και ανεξαρτησία και θες με όλη σου την καρδιά να σε πάρει ο μπαμπάς στις 3 το χάραμα, για να ρωτήσει τι ώρα θα γυρίσεις σπίτι. Έχοντας φύγει καιρό τώρα από τον «έλεγχο» και, παραδόξως, αναζητώντας τον πού και πού. Και αυτός κάθεται στον καναπέ και δεν κοιμάται. Σε περιμένει, ίσα ίσα για τις δυο κουβέντες που θα πείτε όταν επιστρέψεις. Και η μαμά… Που σηκώνεται αθόρυβα λίγο μετά για να σε σκεπάσει. Όταν πάω στην Ξάνθη επιστρέφω πίσω.
«Εδώ οι νύχτες δεν διψάνε γι' άλλες άγριες γιορτές
μονάχα σκιάχτρα τραγουδάνε με καρδιές δανεικές
εδώ πεθαίνουν νυσταγμένοι οι τελευταίοι εραστές
εδώ η θλίψη δεν κερδίζει ποτέ»
Η Ξάνθη είναι μαγική. Είναι η Πόλη με τα Χίλια Χρώματα, άλλωστε. Η πόλη που συνδυάζει Ανατολή και Δύση τόσο αρμονικά. Μου είχαν λείψει τόσο πολύ οι κοπέλες με τις πολύχρωμες μαντήλες τους. Οι μιναρέδες. Το να ακούω την πρώτη καλημέρα της ημέρας σε δυο γλώσσες. Οι βόλτες με το αμάξι στα βουνά της πόλης. Στα Πομακοχώρια μας. Με τα όμορφα σπίτια και τις μυρωδιές των φαγητών και των γλυκών να κατακλύζουν την ατμόσφαιρα. Έτσι, απλά και όμορφα. Ανθρώπινα.
Πίσω στον «τόπο του εγκλήματος», λοιπόν. Με δυο φίλους αδελφικούς και μυαλό αδειασμένο. Περπατούσαμε ώρα στα σοκάκια της Παλιάς Πόλης και θυμόμασταν συνθήματα σε τοίχους. Τα εντοπίζαμε και φούντωναν οι αναμνήσεις. Και γελούσαμε και συγκινούμασταν, συνάμα. Χωρίς πολλά λόγια. Χρόνια τώρα συνεννοούμαστε με τα μάτια μονάχα. Καθίσαμε για ρακόμελα σε μέρος αγαπημένο, γραφικό, στα πλακόστρωτα της Παλιάς Πόλης. Και ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα. Λες και δεν τους είχα αφήσει ούτε στιγμή.
Αγαπώ να γυρνώ πίσω και να νοσταλγώ. Για λίγο, μα το αγαπώ. Και μετά από πολύ καιρό συνάντησα κι εσένα. Εσένα που μου έδινες πάντα ένα τριαντάφυλλο σε κάθε βόλτα μας, εσένα που δεν κοιμόσουν αν δεν μιλούσαμε, που μ’έμαθες να σε νοιάζομαι όπως εσύ εμένα και να σ’αγαπώ. Θυμήθηκα εκείνο το καλοκαίρι μας. Μα να σου πω κάτι; Εκείνη τη στιγμή δεν σκεφτόμουν τίποτα. Ούτε κι εσένα. Και τότε ήταν που σε είδα μπροστά μου. Μέσα στο αμάξι ΜΑΣ. Θυμάσαι; Τα όνειρά μας. Δεν έχεις αλλάξει καθόλου από τότε. Δεν λυπήθηκα, αλήθεια. Μα χάρηκα όταν έμαθα πως τα βράδια, ακόμη, σε συντροφεύουν εκείνες οι τζαζ μουσικές. Όπως τότε. Με λίγο κρασί, δίπλα στη θάλασσα. Θυμάσαι;
«When you're smiling
When you're smiling
The whole world smiles with you
When you're laughing
When you're laughing
The sun comes shining through
But when you're crying
You bring on the rain
So stop your sighing, be happy again
Keep on smiling '
Cause when you're smiling
The whole world smiles with you»