«Κανείς δεν περίμενε από μένα ότι θα συνέθετα μουσική. Απλά το έκανα. Ό,τι έχω συνθέσει είναι ό,τι υπήρχε μέσα μου: ο συνδυασμός του ξέφρενου ρυθμού της Νέας Υόρκης, όπου γεννήθηκα, με μια κληρονομιά αιώνων. Με ρωτάνε τι προσπαθώ να κάνω, και το μόνο που μπορώ να απαντήσω είναι ότι εκφράζομαι. Κάποιοι άνθρωποι μπορούν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους με λέξεις ή με μουσική. Υπάρχουν χιλιάδες άλλοι που νιώθουν το ίδιο αλλά σιωπούν. Όσοι από εμάς μπορούμε, οφείλουμε να μιλήσουμε και εκ μέρους όσων δεν μπορούν – αλλά θα πρέπει να το κάνουμε με ειλικρίνεια»
Ο George Gershwin, γεννημένος το 1898 στη Νέα Υόρκη, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους αμερικάνους συνθέτες του 20ου αιώνα. Παρά το σύντομο της ζωής του, το μουσικό του έργο καθώς και η συμβολή του στην αμερικάνικη μουσική ήταν τεράστια. Υπήρξε πολύ δημοφιλής κάθε πρεμιέρα από κάποιο σόου του ή νέα του σύνθεση ανακοινωνόταν στις εφημερίδες. Το υβριδικό, προσωπικό του στυλ κέρδισε το κοινό και δίχασε τους κριτικούς. Σε μία εποχή που τα όρια μεταξύ δημοφιλούς και σοβαρής μουσικής ήταν ξεκάθαρα, ο Gershwin έφερε τη τζαζ μπροστά σε κριτικούς κλασικής μουσικής, και το ευρύ κοινό σε παραστάσεις κοντσέρτων και όπερας.
Η συστηματική του ενασχόληση με τη μουσική ξεκίνησε στα 11, όταν η οικογένειά του αγόρασε ένα μεταχειρισμένο πιάνο, που προοριζόταν αρχικά για τον αδερφό του, τον Ira. Όταν όμως ο George τους εξέπληξε όλους εκτελώντας με άνεση ένα δημοφιλές τραγούδι, που έμαθε μόνος του παρατηρώντας έναν γείτονα πιανίστα, αποφασίστηκε να πάρει αυτός μαθήματα. Ο πρώτος του σημαντικός δάσκαλος, ο Hambitzer, αρνήθηκε να δεχτεί χρήματα, καθώς θεωρούσε τον George μουσική διάνοια και πίστευε πως θα αφήσει το στίγμα του στην ιστορία της αμερικανικής μουσικής, εκτίμηση που τον δικαίωσε.
Στα 15 του, παράτησε το σχολείο και άρχισε να εργάζεται ως song plugger (πιανίστες που εκτελούσαν τραγούδια μιας εταιρίας για να προωθήσουν έντυπο μουσικό υλικό) για μία εταιρία μουσικών εκδόσεων. Ποτέ δεν εκτελούσε τη μουσική όπως ακριβώς ήταν γραμμένη, πάντα αυτοσχεδίαζε, εξελίσσοντας έτσι συνεχώς τη τεχνική του. Μετά από τρία χρόνια, έφυγε από τη δουλειά: είχα κουραστεί να παίζω τα τραγούδια των άλλων, ήξερα ότι μπορούσα να γράψω δικά μου.
Το 1919, ο φίλος του Irving Ceasar, επηρεασμένος από ένα χιτ της εποχής, το Hindustan των Wallace και Weeks, πρότεινε να γράψουνε μαζί ένα κομμάτι, με αναφορά όμως στη Λατινική Αμερική αντί της εξωτικής Ινδίας. Έτσι προέκυψε το Swanee. Όταν ο δημοφιλής τραγουδιστής και παραγωγός Al Johnson άκουσε τον Gershwin να το ερμηνεύει σε ένα πάρτι, αποφάσισε να το εντάξει στα σόου του και να το προωθήσει. Έτσι το Swanee, ένα τραγούδι διάρκειας 2 λεπτών, που λέγεται ότι γράφτηκε μόλις μέσα σε μία ώρα, γνώρισε τεράστια επιτυχία, και αποτέλεσε για τον Gershwin το εισιτήριο για τη δημοσιότητα και μια άνετη ζωή.
Την εποχή εκείνη πολλοί μουσικοί έγραφαν ένα μεγάλο χιτ, γρήγορα γινόντουσαν διάσημοι, και γρήγορα τους ξεχνούσαν. Ο Gershwin δεν ανήκε σε αυτή την περίπτωση. Μετά την επιτυχία του Swanee, συνέθετε τραγούδια για παραστάσεις στο Broadway. Γρήγορα όμως η μουσική του θα παιζόταν και στο concert hall, χώρο συναυλιών κλασικής μουσικής.
Την παραμονή πρωτοχρονιάς του 1923, ο Gershwin, επιστρέφοντας από ένα πάρτι, κάθισε στο πιάνο για να συνθέσει. Ο αδερφός του Ira, που έμενε στη διπλανή πόρτα, πήγε σπίτι του και χωρίς να τον διακόψει κάθισε στο δωμάτιο, τον άκουγε να παίζει και διάβαζε μία εφημερίδα. Ξαφνικά άρχισε να γελάει. Είχε διαβάσει ότι τον Φεβρουάριο του 1924, σε έξι εβδομάδες από τότε, θα γινόταν μία μεγάλη συναυλία στο Aeolian Hall της Νέας Υόρκης (An experiment in modern music), και πως ο αδερφός του θα έγραφε ένα κομμάτι για αυτή, για πιάνο και ορχήστρα. Ο George πανικοβλήθηκε: δεν είχε γνώσεις ενορχήστρωσης. Ήξερε να γράφει τραγούδια για πιάνο και φωνή, αλλά του έλειπε το υπόβαθρο παραδοσιακής μουσικής εκπαίδευσης. Παρ’όλα αυτά το έργο που παρουσίασε κέρδισε της εντυπώσεις του κοινού. Πρόκειται για το Rhapsody in Blue, ένα από τα σημαντικότερα μουσικά έργα της Αμερικής του 20ου αιώνα, που άνοιξε τους δρόμους για τη χρήση στοιχείων τζαζ στο έργο μετέπειτα σοβαρών συνθετών, από τον Copland ως τον Brecht. Ένας αρθρογράφος του περιοδικού American Heritage έγραψε για το έργο: Το διάσημο εναρκτήριο γκλισάντο του κλαρινέτου… έχει γίνει τόσο γνωστό όσο η έναρξη της 5ης συμφωνίας του Beethoven.
Με την εισαγωγή στοιχείων τζαζ, όπως κλίμακες μπλουζ και συγκοπτώμενους ρυθμούς (ragtime) στις παρτιτούρες της γαλάζιας ραψωδίας, η πρεμιέρα της οποίας σχεδόν συνέπεσε με εκείνη της Ιεροτελεστίας της Άνοιξης του Stravinsky, ο Gershwin εντάχθηκε για πολλούς στο κίνημα των Αμερικάνων μοντερνιστών. Ένας συνθέτης δημοφιλούς μουσικής για το ευρύ κοινό, που έγραφε τραγούδια για παραστάσεις στο Broadway, είχε πλέον ενταχθεί στους κύκλους της σοβαρής μουσικής.
Η διττή αυτή ιδιότητα της μουσικής ταυτότητας του Gershwin απασχόλησε πολύ τους κριτικούς. Κάποιοι είχαν εντυπωσιαστεί από τις συνθετικές του ικανότητες και τον θεωρούσαν Stravinsky της Αμερικής, ενώ άλλοι υποστήριζαν πως η θέση του είναι μόνο στο Broadway, καθώς δεν έχει το υπόβαθρο να υποστηρίξει μία μεγαλύτερη σύνθεση σοβαρής μουσικής. Κανείς όμως δεν αμφέβαλε για τη μουσική του διάνοια και τη γνησιότητα των μουσικών του ιδεών.
Ο ίδιος είχε γνωρίσει και συναναστρεφόταν με πολλούς επιφανείς συνθέτες, από τους οποίους συχνά ζητούσε να πάρει μαθήματα σύνθεσης. Η απάντηση όμως τις πιο πολλές φορές ήταν αρνητική, καθώς οι περισσότεροι φοβόντουσαν ότι θα αλλοιωνόταν το αυθεντικό του στυλ και η ξεχωριστή του μουσική προσωπικότητα. Ο Ravel συγκεκριμένα του απάντησε: Γιατί θέλεις να γίνεις ένας δεύτερης κατηγορίας Ravel, ενώ είσαι ήδη ένας πρώτης κλάσης Gershwin;, ενώ ο Stravinsky, όταν ενημερώθηκε για τις τεράστιες επιτυχίες του και τα έσοδά του τού είπε: Ίσως εσύ πρέπει να μου κάνεις μαθήματα.
Στη δεύτερη σημαντική του σύνθεση σοβαρής μουσικής, το concertο in F, μία σύνθεση για πιάνο και ορχήστρα, υπάρχει σημαντική εξέλιξη στην συνθετική τεχνική του Gershwin, καθώς δεν υπάρχουν τα προβλήματα μορφής που εντοπίστηκαν από κάποιους κριτικούς στη γαλάζια ραψωδία. Το έργο, αν και με τη παραδοσιακή μορφή των τριών μερών (allegro, adagio-andante con moto, allegro agitato), έφερε την ιδιαίτερη υπογραφή του Gershwin, και δίχασε ξανά τους κριτικούς ως προς τη κατηγοριοποίηση του.
Ένα κομμάτι που σίγουρα όμως αποτέλεσε jazz standard, σύμβολο κατατεθέν της swing και της εποχής της τζαζ, το I’ve got rhythm, συνέθεσε ο Gershwin λίγα χρόνια μετά. Η δομή του κομματιού των 32 μέτρων, αποτέλεσε το δεύτερο ίσως πιο δημοφιλές πρότυπο αυτοσχεδιασμού στη τζαζ μετά το παραδοσιακό 12μετρο των μπλουζ, και είναι γνωστή στην αρμονία της τζαζ ως rhythm changes. Αποτέλεσε τη βάση για πολλές μετέπειτα συνθέσεις όπως το bepop Anthropology των Charlie Parker και Dizzy Gillespie.
Μία από τις φιλοδοξίες του Gershwin ήταν να πειραματιστεί με μεγαλύτερες φόρμες και να διευρύνει τις δυνατότητες της δημοφιλούς μουσικής. Όταν διάβασε το novel του DuBose Heyward Porgy, αποφάσισε πως αποτελεί το τέλειο υπόβαθρο για μια όπερα με στοιχεία τζαζ. Έτσι έγραψε τη φολκ όπερα Porgy and Bess. Αν και τα πρώτα χρόνια δέχτηκε αρκετή αρνητική κριτική, λόγω του στερεοτυπικού τρόπου αναπαράστασης της ζωής των μαύρων, αποτελεί την πιο επιτυχημένη αμερικάνικη όπερα του 20ου αιώνα. Την ανέβασε στο Broadway, καθώς ήθελε να προβάλλει ένα έργο που θα απευθυνόταν στους πολλούς παρά στο περιορισμένο κοινό της σοβαρής μουσικής. Πολλά από τα τραγούδια που παρουσιάστηκαν στην Porgy and Βess, όπως το Summertime, έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή.
O George Gershwin, συνθέτης, απεβίωσε. έγραφε στο πρωτοσέλιδο των New York Times στις 12 Ιουλίου 1937. Ήταν μόλις 38 ετών. Χιλιάδες άνθρωποι από όλον τον κόσμο, που τον γνώριζαν μόνο μέσα από το έργο του, είχαν συγκλονιστεί από το νέο, λες και επρόκειτο για δικό τους άνθρωπο. Ο Gerhswin, που ένωσε Broadway και concert hall, αποτελεί μέχρι και σήμερα τον πιο πολυπαιγμένο αμερικάνο συνθέτη.