Μοιάζει η Θεσσαλονίκη να παίζει ένα ύπουλο ερωτικό παιχνίδι με τους ανθρώπους της και οι δρόμοι της πόλης να παίρνουν τον ρόλο της προξενήτρας. Κάπως έτσι έπαιξε το παιχνίδι της με εμάς η Αγίου Δημητρίου και τελικά νικήθηκα στην Διοικητηρίου.
Δεν θυμάμαι το όνομά σου. Τώρα πια νιώθω άσχημα για αυτό. Δεν είναι τύψεις, είναι μια περίεργη αμηχανία που μου προκαλεί η επαφή μας. Δεν είναι ότι δεν έδωσα σημασία σε αυτά που μου έλεγες εκείνο, το πρώτο βράδυ, αλλά ότι δεν περίμενα να βρεθούμε ξανά τόσο σύντομα, τόσο κοντά. Ήταν όλα σαν να είχαν βγει από αμερικάνικη ταινία β’ διαλογής, χωρίς σενάριο και με κακό soundtrack. Κι εσύ επιμένεις να μην θες να μου το πεις. Επιμένεις να βρισκόμαστε ανώνυμα, χωρίς ρούχα, χωρίς αιδώ, χωρίς συνέχεια, με μόνο σύμμαχο και σύνορο την Αγίου Δημητρίου που μπαίνει ανάμεσά μας.
Σε είδα τυχαία σε ένα ΑΤΜ πριν λίγες μέρες, κάπου εκεί στην Διοικητηρίου. Δεν σε αναγνώρισα αμέσως. Εκείνο το τατουάζ στο πίσω μέρος του λαιμού σου σε πρόδωσε κι έμεινα εκεί στην ουρά να το κοιτάω επίμονα περιμένοντας την σειρά μου. Την σειρά μου να σου μιλήσω, να γυρίσεις, να με κοιτάξεις και να δω αν θα μου μιλήσεις μπροστά σε κόσμο. Σκέφτηκα να φύγω, να μην βάλω τον εαυτό μου σε αυτήν την δοκιμασία αλλά η κλίση του δρόμου με κρατούσε στο ίδιο σημείο.
Σε δευτερόλεπτα άλλαξα χίλιες φορές γνώμη. Σταμάτησα να σκέφτομαι. Έριξα τις άμυνες μου, χαλάρωσα τους μυς του προσώπου μου, χαμογέλασα και μου χαμογέλασες κι εσύ…