Δράμα, 1954,
ΗΠΑ, 67'
Σκηνοθεσία: Μαξ Νόσεκ
Παίζουν: Μίκυ Νοξ, Τζέιμι
Ο' Χάρα, Κάρεν Σου Τρεντ
Στη δεκαετία
του 30, εμφανίστηκαν στις ΗΠΑ οι πρώτες
ταινίες που προωθούσαν την κουλτούρα
του γυμνισμού και κατ' επέκταση της
φυσιολατρίας. Το ότι κατάφεραν να
προβληθούν, έστω και σε περιορισμένο
κοινό, οφείλεται πως κυκλοφόρησαν κάτω
από την ασπίδα του ντοκιμαντέρ, ως
εκπαιδευτικές ταινίες που παρουσίαζαν
ήδη υπάρχουσες κοινότητες γυμνιστών.
Το σημαντικότερο φιλμ της περιόδου
αυτής ήταν το
Elysia,
Valley of
the Nude
(1934), ένα 45λεπτο docudrama
που μέσω της ιστορίας ενός δημοσιογράφου
που γράφει άρθρο για κοινότητες γυμνισμού,
αφαίρεσε ότι μπορούσε από την πλοκή
ώστε να θεωρηθεί εκπαιδευτικό σινεμά.Στα χρόνια του
πολέμου δεν εμφανίστηκαν παρόμοια φιλμ
και έπρεπε να φτάσουμε στις αρχές της
δεκαετίας του 50 για να επανέλθει ως θέμα
ο γυμνισμός στον κινηματογράφο, σε μια
αμερικανική κοινωνία πιο αισιόδοξη από
πριν, αλλά και πιο συντηρητική συνάμα.
Το 1954, ένας γερμανός παραγωγός, ο Βάλτερ
Μπίμπο, μαζί με τον συμπατριώτη του
σκηνοθέτη Μαξ Νόσεκ (που δούλευε για
χρόνια στις ΗΠΑ καθώς απέδρασε από την
χιτλερική Γερμανία) στήνουν μια παραγωγή
που επανερχόταν στις κοινότητες
γυμνισμού, χρησιμοποιώντας μάλιστα μία
από αυτές ως φόντο γύρω από μια, απλοϊκή
μεν, ιστορία αγάπης. Το
Garden
of Eden
γυρίστηκε στην περιοχή της λίμνης Como
στη Φλόριντα, που είναι μέχρι σήμερα
θέρετρο γυμνιστών, εκεί όπου χάνεται
ξαφνικά με το αυτοκίνητό της μια νεαρή
χήρα μαζί με την κόρη της και γνωρίζει
από κοντά μια κοινότητα που ζει αρμονικά,
σε έναν υπέροχο χώρο μακριά από τον
υπόλοιπο κόσμο. Εκεί ερωτεύεται έναν
νεαρό επισκέπτη, πείθεται για το εγχείρημα
της κοινότητας και πείθει μάλιστα και
τον συντηρητικό πεθερό της, ο οποίος
από πολέμιος καταλήγει χορηγός της.
Στις ιδιαιτερότητες
της παραγωγής καταγράφεται η αμηχανία
των ηθοποιών όταν βρέθηκαν στα γυρίσματα
(τα αντίστοιχα ντοκιμαντέρ του '30 σπάνια
χρησιμοποιούσαν επαγγελματίες ηθοποιούς)
και πως τελικά ενσωματώθηκαν εν καιρώ
με τις συνήθειες της κοινότητας. Ο Μίκυ
Νοξ που πρωταγωνιστούσε, περιγράφει
στην αυτοβιογραφία του
(Hollywood:
Οι καλοί, οι κακοί και η
dolce
vita, Εκδόσεις
Ηλέκτρα)
σπαρταριστές λεπτομέρειες
για το πώς τελικά συνήθισε να βλέπει
παντού γυμνές γυναίκες, αλλά και για
την κίνηση του παραγωγού να φέρει μερικά
μοντέλα από τη Νέα Υόρκη που δεν είχαν
κανένα απολύτως πρόβλημα να γδυθούν.
Πάντως ο Νόσεκ (που γενικά με το αφελές
σενάριο που είχε, έκανε ότι καλύτερο
μπορούσε) ήταν προσεκτικός αφού μέσα
από την ιστορία του αντιμετώπισε τον
γυμνισμό ως τρόπο ζωής, χωρίς να υπονοήσει
ποτέ ότι η κοινότητα ήταν χώρος ενός
ατέλειωτου σεξουαλικού οργίου ούτε να
προβάλλει το σεξ ως τον λόγο που κάποιος
επισκέπτης επέλεγε να μείνει μόνιμα
εκεί. Έστω και έτσι πάντως, υπήρξαν
προβλήματα στη διανομή καθώς κανείς δε
φαινόταν διατεθειμένος να δώσει άδεια
προβολής.
Ο Μπίμπο θέλοντας
να κάνει ντόρο και να κερδίσει δημοσιότητα,
που σύμφωνα με τον ίδιο θα έδινε στο
τέλος και την πολυπόθητη άδεια, έκανε
μια προβολή σε συντηρητική περιοχή του
αμερικανικού νότου, εξαγριώνοντας τους
ντόπιους. Τα έβαλε με την πολιτεία,
ενημέρωσε όσους περισσότερους
δημοσιογράφους μπορούσε και ξεκίνησε
μια δικαστική διαδικασία από την οποία
βγήκε τελικά δικαιωμένος, όταν το
δικαστήριο της πολιτείας της Νέας Υόρκης
θεώρησε πως προβάλει ήδη υπάρχουσες
κοινότητες και τίποτε άλλο, οπότε δεν
μπορεί να θεωρηθεί άσεμνο. Πάντως τα
εκατομμύρια που ονειρευόταν ο Μπίμπο
λόγω του γυμνού, δεν ήρθαν ποτέ καθώς
και χωρίς απαγόρευση πλέον, λίγοι
κινηματογράφοι ενδιαφέρθηκαν.
Τέλος,
στα αξιοπερίεργα γύρω από το
Garden
of Eden
μπαίνει και το τραγούδι Let's
Go Sunning
του συνθέτη Τζακ Σάιντλιν, που
γράφτηκε για την ταινία, με άγνωστο
μέχρι σήμερα το όνομα της ερμηνεύτριας
(που μάλλον την επέβαλε ο παραγωγός στον
συνθέτη), τραγούδι που χάθηκε με τα
χρόνια και εμφανίστηκε από το πουθενά
το 2008 στο
soundtrack του
videogame Fall out
3.
Ένα μικρό δείγμα της
ταινίας μπορείτε να δείτε
εδώ