Please mind the gap
Μόλις έφτασα.
Παίρνω το μετρό, σε σαράντα λεπτά είμαι στο Σύνταγμα. Κάθε φορά που κατεβαίνω η
Αθήνα θα αλλάζει. Είναι το κλίμα της, ο αέρας που αναπνέεις, έχει κάτι
ιδιαίτερο αυτή η πόλη. Περπατώντας στο πλατύ πεζοδρόμιο της Αμαλίας και πάνω
στα κίτρινα φύλλα, πρέπει να διαλέξω μεταξύ κελαηδισμάτων στα αριστερά και του
χάους μιας μεγαλούπολης στα δεξιά. Επιλέγω τον αριστερό ήχο και μπαίνω στον
εθνικό κήπο, ένας παράδεισος στην καρδιά της Αθήνας.
Ήμουν από τους
λίγους που χαζολογούσαν, οι περισσότεροι έτρεχαν κρατώντας μαύρους
χαρτοφύλακες, κόβοντας δρόμο μέσα απ' τον κήπο.
Προχωρώ προς το
Ζάππειο κι έπειτα στη Δ. Αρεοπαγίτου, ίσα που προλαβαίνω ανοιχτό το μουσείο της
Ακρόπολης. Το κενό της Καρυάτιδας που λείπει, μιλάει περισσότερο από τις ήδη
υπάρχουσες. Φως πλημμύρισε εμένα αλλά και κάθε γωνιά του χώρου, αναδεικνύοντας
ακόμη περισσότερο τα εκθέματα.
Έχω ακόμη ώρα να
παριστάνω τον τουρίστα – σ' αυτό βέβαια συμβάλλουν και οι έμφυτοι ρυθμοί
Θεσσαλονίκης – συνεχίζω λοιπόν προς το Θησείο κι έπειτα φτάνω στην Αισχύλου
στου Ψυρρή. Στη γύρω περιοχή επικρατεί χαμός από παλαιοπωλεία, χειροποίητα
χαλιά, βιβλιοπωλεία, παντοπωλεία, υπόγεια με κατσαρολικά, όλα στριμωγμένα σε
τέτοιο βαθμό που αν πέσουν, θα χρειαστεί η πυροσβεστική για απεγκλωβισμό.
Στέκομαι λίγο
στην άκρη, κλείνω τη μηχανή καθώς συχνά με παρασύρει κι ενώ φωτογραφίζω, χάνω
αυτό που συμβαίνει βλέποντάς το μεν, αλλά μέσα από το φακό. Η πυξίδα μου πλέον
δεν δείχνει το βορρά, χάνομαι και το απολαμβάνω… Έχω την ευκαιρία της
ανακάλυψης. Οι έμποροι δεν μου μιλούν για τίποτε άλλο πέρα από την κρίση κι εγώ
βρίσκομαι κάπου στη μέση, γνωρίζοντας μεν, αλλά μη θέλοντας να ακούσω τα ίδια και
τα ίδια, το αφήνω για αργότερα χωρίς να το αγνοώ.
Φτάνω
Μοναστηράκι. Κατευθύνομαι προς την Πλάκα. Είναι αδύνατο να μη τη λατρέψεις.
Διατηρεί στοιχεία γειτονίας, τόσο πόλης όσο και χωριού. Τα μεσημέρια μοιάζει
ήσυχη, είναι από εκείνα τα κλασικά ελληνικά μεσημέρια που ο κόσμος κοιμάται και
η ιστορία που την περιστοιχίζει ηρεμεί από τα φλας των περαστικών.
Ανεβαίνω προς τη
Μητροπόλεως κι είναι γραφτό να μείνω νυστική, καθώς ο Κώστας από το 1950 ψήνει
σουβλάκια μόνο κατόπιν τηλεφωνικής παραγγελίας. Άλλο πάλι και τούτο. “Κώστας –
όχι άγχος” γράφει η κάρτα που μου έδωσε. Μπαινόβγαινε κόσμος, έπαιρνε
λαχταριστά σουβλάκια κι εγώ έμενα να απορώ που δεν μπορούσα να πάρω σειρά.
Οδός Σκουφά.
Βράδυ.
Κάθομαι για
κρασί και στο τραπέζι υπάρχουν τυπωμένοι στίχοι του Ελύτη:
“Έτσι
συχνά όταν μιλώ για τον ήλιο
μπερδεύεται
στη γλώσσα μου ένα μεγάλο τριαντάφυλλο κατακόκκινο.
Αλλά
δεν μου είναι βολετό να σωπάσω.”
Πώς να σωπάσω
λοιπόν, όταν πέρα από την ομορφία της Αθήνας εισέπραξα όσα ζεί ο μέσος
Αθηναίος; Όταν η σιωπή στο μετρό σε τρομάζει, δεν ακούγεται ψίθυρος, ούτε καν
ένα τηλεφώνημα. Είδα κόσμο απογοητευμένο, μπερδεμένο, κουρασμένο, εξαθλιωμένο,
φοβισμένο. Που και που οι ήχοι του συρμού μπλέκονταν με εκείνους του ακορντεόν
και της κιθάρας όσων ζητιάνευαν. Ζητούσα πληροφορίες και αισθάνθηκα, κατ'
επανάληψη, πως διέκοπτα τη ροή των προβλημάτων του κόσμου. Κι ένα βλέμμα κενό,
εκείνο που σε κοιτάει χωρίς να σε βλέπει.
Εύχομαι και
ελπίζω, οι πόλεις, όχι μόνο η Αθήνα, να επιστρέψουν στους κατοίκους τους, που
πληρώνουν φόρους, που είναι άνεργοι, που “δεν τα φέρνουν βόλτα”, γιατί για την
ώρα ανήκουν στους τουρίστες. Please mind the gap λοιπόν, όπως ακούγεται στο
μετρό κάθε λίγο και λιγάκι… Το κοινωνικό, το ψυχικό, το χρηματικό κενό, το κενό
που δημιούργησαν οι ανισότητες, το κενό που μας κάνει να αμφιβάλλουμε για τις
ικανότητές μας. Το κενό που θα δημιουργηθεί αν όλοι όσοι μπορούν, μια μέρα
αναγκαστούν να φύγουν.