“Find what you love and let it kill you.” Bukowski
Γράφει η Μαρίνα Μπίκου
Είναι μερικές μέρες που το μόνο που θες είναι να χαθείς σε κάτι που αγαπάς και όλα τα άλλα να τα αφήσεις στην απ’έξω. Έτσι δεν είναι; Τι κι αν ο θόρυβος που κάνει η ρουτίνα είναι εκκωφαντικός; Απλά χάνεσαι σε κάτι σοκάκια απόμερα, νοητά και μη, και ακούς μόνο με την καρδιά. Έτσι κι εγώ. Το αποφάσισα μια μέρα που ήξερα από την πρώτη καλημέρα πως όλα θα πήγαιναν στραβά…
Τα παράτησα όλα, πήρα το αστικό και κατέβηκα κέντρο. Ήταν Κυριακή και το περίμενα πως όλα θα ήταν κλειστά. Ούτε κόσμο πολύ είχε. Αυτό που μ’αρέσει όταν οι δρόμοι είναι γυμνοί από βήματα, είναι ότι γίνομαι πιο παρατηρητική. Χαρακτηριστικό το οποίο, υπό άλλες συνθήκες, δεν θα μου το απέδιδα.
Όταν είσαι μόνος στους δρόμους, δε σε νοιάζει να κοιτάξεις ψηλά να δεις τις οροφές των παλιών αρχοντικών του κέντρου. Δε σε νοιάζει να ακολουθήσεις συνθήματα στους τοίχους, γραμμένα δίχως λογική, μονάχα με όνειρο. Και επιτέλους, ακούς θρόισμα από αυτά τα κάποια δέντρα που μας έχουν απομείνει. Αλλά αυτό, δεν μπορούσε να ακούγεται τώρα…
«Say hello on a day like today
Say it everytime you move
The way that you look at me now
Makes me wish I was you
It goes deep
It goes deeper still
This touch
And the smile and the shake of your head…»
Δεν υπήρχε πια τίποτε άλλο… Μόνο αυτή η μελωδία που μ’έπιασα να τη σιγοτραγουδάω. Και δεν ήμουνα η μόνη. Υπήρχε κάποιος κάπου πολύ κοντά μου. Κατηφόρισα το δρόμο, κοιτούσα συνεχώς δεξιά-αριστερά, μα τίποτα. Είχαν περάσει τουλάχιστον τριάντα λεπτά με μένα να ψάχνω, ούτε κι εγώ ήξερα τι, σ’ένα μέρος που φάνταζε πια εντελώς άγνωστο. Τώρα η μελωδία είχε αλλάξει. Κάθισα κάτω, σ’ένα πεζούλι, και παραδόθηκα απλά σ’αυτό το αγαπημένο κομμάτι του David Bowie. «Absolute beginners».
Είχα εγκαταλείψει τις προσπάθειες. Απλά απολάμβανα. Ασυναίσθητα σηκώνω τα μάτια μου στον πρώτο όροφο ενός ετοιμόρροπου διώροφου. Ένα μισάνοιχτο παράθυρο και κάτι μορφές, που ο ήλιος θάμπωνε στην αντανάκλαση των τζαμιών. Δύο τύποι και μια κοπέλα καθισμένοι δίπλα σε ένα πικάπ. Αυτό ήταν λοιπόν! Είχα βρει την πηγή. Τη βλέπω που σηκώνει τη βελόνα με προσοχή και βγάζει το δίσκο. Τώρα τι θα έβαζε άραγε;
Με πήραν είδηση. Σηκώνομαι όρθια, μα δεν μπορώ να κάνω βήμα, ούτε και να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω τους, Ο ένας τύπος μου χαμογελάει και ξάφνου χάνεται από το οπτικό μου πεδίο. Μα όχι για πολύ. Μόνο για κάτι δευτερόλεπτα. Ίσως ήταν πέντε ίσως και ένα ολόκληρο λεπτό, δε θυμάμαι. Τώρα ήταν κάτω απ’το σπίτι και ερχόταν προς το μέρος μου. Στιγμιαίος πανικός. Μετά βίας κάνω δύο βήματα. Με σταματάει απαλά με το χέρι του στη μέση μου και μου ψιθυρίζει:
« No one knows what it’s like
To be the bad man, to be the sad man
Behind blue eyes…»
Κι έτσι ξαφνικά όπως εμφανίστηκε μπροστά μου, έτσι κι έφυγε. Κι έφυγα κι εγώ. Τώρα οι Who είχαν αναλάβει τα ηνία στο πικάπ. Όταν παίρνουν τη σκυτάλη οι Who να μη φοβάσαι τίποτα… Και μετά μου λένε «δεν υπάρχει μαγεία»…