Από τη γένεση του κινηματογράφου υπήρχε μία διαμάχη στο κατά πόσο το καινούργιο αυτό μέσο είναι μια απλή καταγραφή της πραγματικότητας ή τέχνη. Οι πρώτες ταινίες που δημιουργήθηκαν ήταν αποτέλεσμα της αποτύπωσης καθημερινών ασχολιών πάνω στο φιλμ, όπως το
Πρόγευμα του μωρού (Λυμιέρ, 1895) και Οι χαρτοπαίχτες (Λυμιέρ, 1895). Γρήγορα όμως ήρθε μία καινούργια τάση στον κινηματογραφικό χώρο με τον Georges Méliès. Αυτή η τάση δεν ήταν τόσο πιστή στην ρεαλιστική απόδοση των πραγμάτων και αντιμετώπιζε τον κινηματογράφο σαν τέχνη και όχι σαν μια προέκταση της φωτογραφίας. Έτσι αναπτύχθηκε η ρεαλιστική και η διαπλαστική τάση.
Στα πρώτα χρόνια του κινηματογράφου η ρεαλιστική τάση ήταν η κυρίαρχη μιας και το κοινό πίστευε ότι το σινεμά ήταν η συνέχεια της στατικής φωτογραφίας και κατ' επέκταση ένα μέσο αποτύπωσης καθημερινών καταστάσεων. Όσο περνούσε όμως ο καιρός υπήρχε μια μεταστροφή της γνώμης του κοινού και ο κινηματογράφος άρχιζε να αντιμετωπίζεται ως τέχνη. Η ρεαλιστική και η διαπλαστική τάση συνυπήρχαν και βάσει του Siegfried Kracauer σε μια ταινία πρέπει να επιτευχθεί η σωστή ισορροπία χωρίς η τελευταία να προσπαθεί να καταπνίξει την πρώτη τουναντίον να της δίνει το προβάδισμα. Μολονότι οι δύο τάσεις ξεχώρισαν από τα πρώιμα χρόνια του κινηματογράφου υπήρξαν πολλές θεωρητικές προσεγγίσεις του ζητήματος της πραγματικότητας στον κινηματογράφο. Μία από αυτές είναι και του Rudolf Arnheim.
Ο Arnheim διατύπωσε την άποψη ότι ένα αντικείμενο το οποίο φωτογραφίζεται, αυτομάτως περνάει από την υποκειμενικότητα του καλλιτέχνη γιατί αυτός επιλέγει την γωνία λήψης και κατ' επέκταση την εμφάνιση αυτού του αντικειμένου. Έτσι υποστήριξε την δημιουργία μιας άλλης πραγματικότητας στο φιλμ. Αυτή του την άποψη την τεκμηρίωσε με πέντε χαρακτηριστικά τα οποία διαφοροποιούν τον κινηματογράφο από την πραγματικότητα: τη μείωση του βάθους, τη προβολή στερεών αντικειμένων σε επίπεδη επιφάνεια, την απουσία χρώματος, την έλλειψη συνεχούς χώρου-χρόνου και τον αποκλεισμό όλων των αισθήσεων εκτός της όρασης.
Η έλλειψη βάθους υπογραμμίζει την προοπτική εντύπωση των πραγμάτων. Σε μία κινηματογραφική οθόνη το ένα αντικείμενο κρύβει το άλλο, όμως αυτό δε φαίνεται τυχαίο εν αντιθέσει μοιάζει σα να κρύβει κάποιο συμβολισμό. Αν όμως υπήρχε η αίσθηση βάθους θα είχαμε την εντύπωση ότι θα μπορούσαμε να περπατήσουμε ανάμεσα σε αυτά και αυτό το συναίσθημα θα χανόταν. Κατ' επέκταση η έλλειψη βάθους τοποθετεί τα μορφικά χαρακτηριστικά των αντικειμένων σε δεσπόζουσα θέση. Το κάθε πλάνο είναι μια γραμμική σύνθεση στην οποία το φως και η σκιά είναι εναρμονισμένα. Άρα, όταν ένα αντικείμενο κινείται εντός της οθόνης, το μέγεθος του φαίνεται να υφίσταται μεταβολές.
Έτσι η έλλειψη βάθους προσδίδει μία μη-πραγματικότητα στο φιλμικό κείμενο. Αυτή η μη-πραγματικότητα έχει σχέση και με την προβολή στερεών αντικειμένων σε επίπεδη επιφάνεια που λόγω αυτής υπάρχει και η μείωση βάθους. Η κάμερα κινηματογραφεί έναν τρισδιάστατο κόσμο. Όμως η προβολή του φιλμ γίνεται σε μία επίπεδη επιφάνεια, την κινηματογραφική οθόνη. Όποτε τα αντικείμενα, όντας τρισδιάστατα, παίρνουν και κάποιες ιδιότητες δισδιάστατου. Κατ' επέκταση δημιουργείται πρόβλημα με την προοπτική και ανάλογα με τη γωνία λήψης τα αντικείμενα παραμορφώνονται.
Το τρίτο χαρακτηριστικό για το οποίο μίλησε ο Arnheim είναι η απουσία χρώματος. Μέχρι τη δεκαετία του τριάντα, που ανακαλύφθηκε η τεχνική Technicolor, οι ταινίες ήταν ασπρόμαυρες, δηλαδή μια σύνθεση φωτός και σκιάς. Αυτό είναι ένα στοιχείο που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα και αποδίδει μια διαφορετική αντίληψη αυτής, μέσω της ταινίας. Το τέταρτο χαρακτηριστικό είναι η έλλειψη συνεχούς χώρου και χρόνου. Το στοιχείο που διαφοροποιεί τον κινηματογράφο από τις άλλες τέχνες είναι το μοντάζ. Το μοντάζ μπορεί να ελέγξει τον χώρο και τον χρόνο σε μία ταινία. Έτσι, διαμέσου του μοντάζ, κατακερματίζεται ο χωροχρόνος του φιλμικού κειμένου, προς όφελος της σωστής θέασης. Το τελευταίο χαρακτηριστικό στο οποίο αναφέρθηκε ο Arnheim είναι ο αποκλεισμός όλων των αισθήσεων εκτός της όρασης. Στον βωβό κινηματογράφο η μόνη αίσθηση η οποία ενεργοποιούνταν στη θέαση μιας ταινίας ήταν η όραση. Αν και αυτή βέβαια είχε κάποιους περιορισμούς, όπως την οριοθέτηση αυτού που βλέπουμε με το κάδρο και την ασπρόμαυρη εικόνα. Ο ήχος δε θεωρούνταν σημαντικός γιατί η εικόνα είχε όλες τις ουσιώδης πληροφορίες.
Ο θεατής ενώ βρίσκεται σε ακινησία στην κινηματογραφική αίθουσα βλέπει μέσω της κάμερας. Έτσι όταν η κάμερα κινείται, ο θεατής δυσκολεύεται να αντιληφθεί την κίνηση καθαυτή και αρχίζει να τον διακατέχει μία σύγχυση. Εκτός όμως από την κίνηση της κάμερας υπάρχει και κάτι ακόμη που εμποδίζει τον θεατή να αντιληφθεί τις σωστές συντεταγμένες του φιλμικού χώρου, τα λοξά πλάνα. Όταν παρακολουθούμε μια ταινία δεν έχουμε την αίσθηση της ισορροπίας και των άλλων κιναισθητικών βιωμάτων μας σε αντίθεση με την πραγματικότητα στην οποία ξέρουμε πότε κοιτάμε ένα αντικείμενο από ψηλά ή από χαμηλά. Έτσι ο θεατής βλέποντας μια εικόνα πιστεύει πως είναι κάθετη λόγω της επιφάνειας της κινηματογραφικής οθόνης.
Έτσι, αυτά τα πέντε χαρακτηριστικά του κινηματογραφικού μέσου διαφοροποιούν μία ταινία από την πραγματικότητα. Εμβαθύνοντας στη θεωρία περί πραγματικότητας και φιλμ, αντιλαμβανόμαστε ότι η φιλμική πραγματικότητα διαφέρει από την κανονική. Ο θεατής δεν αντιλαμβάνεται τα αντικείμενα και τους χαρακτήρες όπως στην καθημερινότητα του λόγω της παρέμβασης της κινηματογραφικής κάμερας ανάμεσα τους. Τα κινηματογραφικά εργαλεία, όπως το μοντάζ και η γωνία λήψης, διαμορφώνουν την πραγματικότητα και την τοποθετούν στα όρια της τέχνης. Έτσι πάνω στο φιλμ δημιουργείται μια άλλη πραγματικότητα, πραγματικότητα μιας άλλης διάστασης.
Βιβλιογραφία
- Αρνχάιμ, Ρ. Το φιλμ ως Τέχνη, Αθήνα: Καθρέφτης, 2008.
- Κρακάουερ, Σ. «Βασικές έννοιες» στο Θεωρία του Κινηματογράφου Αθήνα: Κάλβος, 1983.