Ένας ειλικρινής σκηνοθέτης, με βαθιά κοινωνική ματιά μας
συστήθηκε σήμερα το πρωί στο masterclass που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα “Παύλος Ζάννας”. Ο Ραμίν
Μπαχράνι, ένας από τους σημαντικότερους ανεξάρτητους Αμερικανούς σκηνοθέτες της
γενιάς του, μίλησε στο κοινό για το ξεκίνημα της καριέρας του, τα ερεθίσματα
που λάμβανε από μικρός (κυρίως διαβάζοντας κλασικούς συγγραφείς όπως Κάφκα, Τολστόι,
Ντοστογιέφσκι), άλλα και την κινηματογραφική του διαπαιδαγώγηση νοικιάζοντας ως
έφηβος πια, ταινίες του Γούντι Άλλεν, του Κόπολα και του Σκορτσέζε. Θεωρεί
ότι σε μια ταινία, η μυθοπλασία πρέπει να είναι προϊόν έρευνας, που ξεκινά από
μια απλή, θεμελιώδη αρχή: Τι ακριβώς θέλεις να κάνεις;
Μας μίλησε για τις ιδέες του, θεωρώντας την έμπνευση για
την υπόθεση ενός φιλμ ως έναν αγώνα δρόμου και χαρακτήρισε τον Πόλ Τόμας
Άντερσον ως τον καλύτερο μοντέρνο κινηματογραφιστή, εξαιρετικό τόσο με την
κάμερα όσο και με τις ιδέες. Για τον Μπαχράνι η θεμελίωση ενός φιλμ παίζει
ίσως τον πιο σημαντικό ρόλο. Η δομή των έργων του είναι το έδαφος πάνω στο
οποίο θα χτιστεί το οικοδόμημα των βαθύτερων νοημάτων, των λεπτομερειών και των
ερμηνειών. “Αν το πάτωμα δεν είναι στέρεο, η σκεπή όσο περίτεχνη κι αν είναι θα
πέσει να σε πλακώσει” σημείωσε χαρακτηριστικά. Αεικίνητος στο σετ, πάντα κοντά
στην κάμερα και στον ηθοποιό, προστατεύοντάς τον, θέλει να έχει πάντα τον
έλεγχο, επιβλέποντας όσο το δυνατόν περισσότερο όλα τα στάδια της κατασκευής
των ταινιών του. Παρόλο που στην Αμερική “κανείς δε θέλει να χρηματοδοτεί
δράματα” ο ίδιος επιμένει να επικρίνει τις ανισότητες, με ματιά βαθιά κοινωνική
και θέματα αντλημένα στα μετρά της καθημερινότητας. Κλείνοντας, δήλωσε
ευτυχισμένος που δεν δούλεψε ποτέ στην κινηματογραφική βιομηχανία (“θα συνθλίψει
την φαντασία μου, προτιμώ να κάνω άλλες δουλειές για να επιβιώνω”), και φοβάται
ότι κάποια μέρα “ολόκληρος ο πολιτισμός θα μπορεί να χαθεί μέσα σε μια μικρή, πρόστυχη
selfie…”
***
Fidelio- Η Οδύσσεια της Αλίκης της Λυσί Μπορλετώ (τμήμα
“Ανοιχτοί Ορίζοντες”, κυρίως πρόγραμμα)
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της τριαντατετράχρονης
Λυσί Μπορλετώ έχει αρετές. Καλοφωτισμένους
χώρους, μια αξιοπρεπή ερμηνεία από την “δικιά μας” Αριάν Λαμπέντ, δεμένη
αφήγηση. Έχει όμως και μεγάλες αδυναμίες. Μια από αυτές και σίγουρα η πιο
σημαντική είναι το σενάριο. Η ιστορία θέλει την Αλίς, μια νεαρή μηχανικό του
εμπορικού ναυτικού, να μπαρκάρει σε ένα παλιό φορτηγό πλοίο με το όνομα
“Φιντέλιο” (το οποίο είναι και το πρώτο καράβι στο οποίο δούλεψε) αντικαθιστώντας
τον προκάτοχό της που πέθανε πάνω σ’ αυτό, κάτω από ανεξήγητες συνθήκες. Στο
δωμάτιό της θα βρει το ημερολόγιο των ταξιδιών του νεκρού άνδρα, το οποίο θα
αποφασίσει να κρατήσει και να διαβάζει καθώς οι μέρες περνούν. Καπετάνιος στο
πλοίο είναι ο πρώτος και ίσως μεγάλος της έρωτας. Το πολυφυλετικό πλήρωμα θα
την αποδεχτεί πολύ γρήγορα, όμως η συνύπαρξη με τον όμορφο πρώην φίλο της, ο
οποίος θα αρχίσει να την προσεγγίζει πάλι ερωτικά, θα της δημιουργήσει ένα
μείγμα περίεργων συναισθημάτων ένοχης (η σχέση της την περιμένει στη στεριά), έξαψης
και αναμνήσεων. Οι γλυκερές φιλοσοφίες για τον έρωτα και τη δέσμευση δίνουν και
παίρνουν, η παράλληλη υπόθεση με τον νεκρό ναύτη πέρνα γρήγορα σε δεύτερη μοίρα,
ενώ η γενική ιδέα μοιάζει βγαλμένη από κλασικές σαπουνόπερες. Σ΄ αυτό το “πλοίο
της αγάπης” κανένας δεν μοιάζει να δουλεύει (οι σκηνές της διασκέδασης και
χαλάρωσης του πληρώματος γεμίζουν άσκοπα φιλμικό χρόνο) ενώ η προσέγγιση της
ερωτικής ιστορίας έχει ένα βαρύ άρωμα γλυκανάλατου ρομάντζου τρίτης διαλογής. Η εικονογράφηση τακτοποιημένη μεν, επιτηδευμένη δε, αποτυγχάνει να
μεταδώσει το μεγαλείο της ανοιχτής θάλασσας και των ταξιδιών (κάτι που
καταγράφεται απολυτά στο “Forgetmenot” του Φάγκρα), άλλα
και ο δραματικός, θεατρικός τόνος της γραφής στέκεται εμπόδιο στην όποια
ταύτισή μας με τα ερωτικά προβλήματα (επ’ ουδενί όμως “Οδύσσεια”) της ηρωίδας. Κρίμα, γιατί
κάποια στιγμή μια ερωτική σκηνή αυτοϊκανοποίησης, συνδυασμένη άψογα με το “Πόσο
λυπάμαι” της Βέμπο στο backround, υπόσχεται πολλά και τελικά ανεκπλήρωτα.
***
Forget Me Not του Γιάννη Φάγκρα (Διεθνές Διαγωνιστικό
τμήμα)
Το μεγαλεπήβολο πρότζεκτ του σκηνοθέτη της δημοφιλέστατης
ταινίας του 2001 “Πες τη μορφίνη ακόμα την ψάχνω” είναι η μια από τις δυο
ελληνικές παράγωγες που συγκαταλέγονται στη λίστα του Διεθνούς Διαγωνιστικού
τμήματος του ΦΚΘ (η άλλη είναι η “Νορβηγία” του Γιάννη Βεσλεμέ) μετά από σχεδόν
δέκα χρόνια από την θεματική σύλληψη του από τον Γιάννη Φάγκρα. Μετά από πολλές
περιπέτειες (μοιάζοντας σε αυτό με την πλοκή του ίδιου του φιλμ) η ταινία
ολοκληρώθηκε και παραδίδεται ως ένα ταξίδι στη θάλασσα, την καρδιά και τα
συναισθήματα του πρωταγωνιστή της. Ο Άλεξ (Γιάννης Στάνκογλου) βρίσκεται στο
κατώφλι της κόλασης (προσέξτε την επιγραφή “Limbo” σε μια από τις αρχικές σεκάνς), αλλά ταυτόχρονα χτυπά και την πόρτα του
παραδείσου. Περνά
τις μέρες του πίνοντας στη Νέα Ορλεάνη, κάνοντας σεξ με γυναίκες, έχοντας
ξεχάσει τη χώρα του και τη Δάφνη, που ακόμη περιμένει ένα του σημείο ζωής. Η θλίψη στο βλέμμα του φανερώνει ανάγκη επαναπροσδιορισμού της σχέσης του
με τον κόσμο, άλλα χρειάζεται ένα “σκούντημα”. Η θάλασσα τελικά
δίνει τη λύση προσφέροντάς του ένα ταξίδι με το μικρό πλοίο “Puk-uk” (στη γλώσσα
των ινδιάνων της Αλάσκας σημαίνει ακριβώς αυτό το σκούντημα) διασχίζοντας το
Βέριγγειο Πορθμό, φτάνοντας στα όρια της ανθρωπινής ύπαρξης, του χώρου και του
χρόνου.
Η κάμερα φορτωμένη στον ωμό, καταγραφεί ένα μυθικό
ταξίδι χωρίς σύνορα (τα γυρίσματα έγιναν στη Νέα Ορλεάνη, Αλάσκα, Βόρειο
ειρηνικό και θάλασσα του Μπέρινγκ) συμπληρώνοντας τις μακριές σιωπές και τα
βλέμματα χαμένα στον ορίζοντα, με εικόνες απαράμιλλης ομορφιάς, αγριότητας
αφοπλιστικής αρχέγονης γοητείας. Η θάλασσα “γεμάτη δάκρυα, τόσα που γίνεται
καθρέφτης” μετατρέπεται σε ευκαιρία εξαγνισμού με τον μόνιμα γκρίζο και
απειλητικό ορίζοντα να αποτυπώνεται στο αγέλαστο πρόσωπο του πρωταγωνιστή. Ξεκάθαρα
ένα φιλμ προσωπικό, που ανιχνεύει τα όρια της καταστροφής, που δομείται πάνω σε
“κάτι που πάντα βρίσκεται σε αιώνια εναλλαγή …”
Η ταινία θα προβληθεί την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου στις 18:00
στην αίθουσα “Ολύμπιον” και την Παρασκευή 7 Νοεμβρίου στις 22:00, στην αίθουσα
Τώνια Μαρκετάκη
***
1001 Γραμμάρια του Μπέντ Χάμερ (τμήμα “Ανοιχτοί
Ορίζοντες” κυρίως πρόγραμμα
Η Μαριέ είναι μια νεαρή επιστήμονας που αγάπα ιδιαίτερα
τα μικρά, τετράγωνα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και εργάζεται στον Νορβηγικό
Ινστιτούτο Μέτρων και Σταθμών, στο οποίο φυλάσσεται σαν κρατικό μυστικό η
πρωτότυπη μονάδα μέτρησης του βάρους που ζυγίζει ακριβώς ένα κιλό. Όταν ο
πατέρας της Μαριέ και σεβαστός επιστήμονας από τη διεθνή κοινότητα παθαίνει
έμφραγμα και χρειάζεται να εγχειριστεί, η ίδια της αναλαμβάνει να μεταφέρει τον
πολύτιμο κύλινδρο φτιαγμένο από λευκόχρυσο και ιρίδιο σε ένα συνέδριο στο
Παρίσι, για να συγκριθεί με την παγκόσμια σταθερά του βάρους, να βαθμονομηθεί
και να διαπιστωθεί εάν έχει πάρει ή χάσει μικρογραμμάρια. Στην πρώτη πράξη του φιλμ, ο Νορβηγός σκηνοθέτης Μπέντ Χάμερ, ένας από τους
πιο σημαντικούς δημιουργούς της χωράς του, μας συστήνει (πολλές φορές με
περιπαικτική διάθεση) την πολυτιμότητα του δομικού πυρήνα της υπόθεσης
παράλληλα με την ανίερη, μοναχική καθημερινότητα της πρωταγωνίστριας. Η Μαριέ
ζει μια ατσαλάκωτη και τετράγωνη ζωή καπνίζοντας μανιωδώς σε ένα αφόρητα στενό
δρομάκι έξω από το Ινστιτούτο, ακολουθώντας με ευλάβεια μια ρουτίνα που την
οδηγεί στην απομόνωση και τη θλίψη. Η επιδείνωση της υγειάς του πάτερα της θα
την κάνει να χάσει την ορθολογική προσέγγιση για τη ζωή της και θα την οδηγήσει
στον επαναπροσδιορισμό των άξιων και των σταθερών της κυρίως μέσω της ευγενικής
σχέσης που δειλά αρχίζει να αναπτύσσει με έναν ντροπαλό Γάλλο κατά τη διάρκεια
του συνεδρίου.
Ο σκηνοθέτης παίζοντας με τα μεγέθη, τους αριθμούς και
τα πρόσημα, ακροβατεί πάνω σε μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην ειρωνεία και την
ευθύτητα, εστιάζοντας στην γκρίζα ζώνη ανάμεσα στην επιστήμη και τα ανθρώπινα
συναισθήματα. Το αποτέλεσμα είναι μια γλυκιά, ζεστή και ενδιαφέρουσα ταινία που
ξεγέλα με την τεχνικότητα των όρων της, άλλα στην πραγματικότητα πραγματεύεται
ιστορίες ανθρώπων που έχουν τόσο ανάγκη ο ένας το άλλον. Εκλεπτυσμένη και
διακριτική, στοχάζεται ευφυέστατα πάνω στην ανθρωπινή ύπαρξη και το ειδικό της
βάρος ( συγκλονιστική η σκηνή του “ζυγίσματος” της ψυχής), παρεκκλίνοντας
ελάχιστες φορές από την πορεία της. Εκτιμήθηκε ιδιαίτερα, κυρίως από το νεαρό
κοινό που την παρακολούθησε και χειροκροτήθηκε θερμά. “Το πραγματικό βάρος στη
ζωή είναι να μην έχεις τίποτα να κουβαλάς” λέει σε κάποια σκηνή η ηρωίδα. Εμείς
πάντως φεύγοντας κουβαλάμε τα πιο όμορφα συναισθήματα για αυτό το αποδοτικό, αξιαγάπητο, και βάθια φιλοσοφημένο φιλμ.
Ή ταινία θα επαναπροβληθεί την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου στις 20:14,
στην αίθουσα Τζόν Κασσαβέτης