HomeCinemaΕξώστης ΘΦεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης | Γνωρίζοντας τον Ζέλιμιρ...

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης | Γνωρίζοντας τον Ζέλιμιρ Ζίλνικ

Ανήκει στη γενιά του γιουγκοσλαβικού νέου κύματος, γνωστού κι ως
«Μαύρο κύμα», και είναι ο μοναδικός της δημιουργός που παραμένει σήμερα
ενεργός. Πρόκειται
για τον ανεξάρτητο σκηνοθέτη- δημιουργό Ζελιμίρ Ζίλνικ, τον οποίο είχαμε την
τιμή να γνωρίσουμε στα πλαίσια του καθιερωμένου αφιερώματος του φεστιβάλ “Ματιές
στα Βαλκάνια”. Με αφορμή την τιμητική εκδήλωση στο όνομα και το έργο του
ιστορικού κινηματογραφιστή, είχαμε την ευκαιρία να τον ακούσουμε να μας μιλάει
για το έργο του, τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της χώρας του, που τον
οδήγησαν στο σινεμά αλλά και το μέλλον.

Η
κινηματογραφική του μέθοδος συμπεριλαμβάνει στοιχεία τόσο από το αφηγηματικό
σινεμά, όσο και από το ντοκιμαντέρ. Όπως, πολλοί από τους συναδέλφους του, η
επαφή του με το αντικείμενο ξεκίνησε με μικρού μήκους ταινίες και ντοκιμαντέρ-
έργα τα οποία μπορούμε να δούμε τώρα για πρώτη φορά στην Ελλάδα, εντός του
αφιερώματος. Καθώς δηλώνει για την πρώτη του επαφή: “Αυτά τα μέσα δοκίμαζαν
τόσο την δεξιοτεχνία και τις γνώσεις σου, όσο και την καρδιά σου, τις αντοχές
και το ενδιαφέρον σου.” 

Όταν
γίνονταν οι διαδηλώσεις στη Γιουγκοσλαβία το 68', ο νεαρός τότε Ζίλνικ ήταν εκεί
και τις τραβούσε με κάμερα, όπως συνήθιζαν πολλοί σκηνοθέτες τότε. Μπορεί
σήμερα καθώς λέει να θεωρείται ότι αυτές οι διαδηλώσεις ήταν κατά του
καθεστώτος, ότι ο κόσμος διαδήλωνε κατά της σοσιαλιστικής διακυβέρνησης,
εκείνος όμως τα θυμάται διαφορετικά. Ως μία διαδήλωση που απαιτούσε τον
σοσιαλισμό, από ένα καθεστώς που μέσω της γραφειοκρατίας τον κατάργησε και δεν
κατάφερνε να ανταποκριθεί στις υποσχέσεις του. Η νέα γενιά τότε- εντός της και
ο ίδιος- απαιτούσε τις βασικές αρχές του σοσιαλισμού από μία κρατική λειτουργία
που εγκαθίδρυσε μία νέα κυρίαρχη τάξη ως νομενκλατούρα. Αυτά τα γεγονότα
έμελλαν να επηρεάσουν εξαιρετικά την σκηνοθετική και ανθρωπιστική διάθεση του
Ζίλνικ, όχι μόνο διότι ήταν σημαντικά για την ιστορία της χώρας και τον
διαμόρφωσαν ως προσωπικότητα αλλά και για την ίδια την παρερμηνεία ενός γεγονότος
στο παρελθόν, όταν δεν υπάρχει μία κάμερα να το καταγράφει.

Το
ντοκιμαντέρ όμως με το οποίο αρχικά καταπιάστηκε δεν τον κράτησε αποκλειστικά,
καθώς όπως δηλώνει αυτό το μέσο έχει κάποιους βασικούς περιορισμούς. “Δουλεύεις
με πραγματικούς ανθρώπους που έχουν πραγματικές ιστορίες, πραγματικές τραγωδίες
και ντροπή σε μία άβολη για αυτούς χρονική στιγμή της ζωής τους. Είναι  άνθρωποι που εκτίθενται. Συνεπώς παραλείπεις
κάποιο υλικό που θα τους έφερνε σε δύσκολη θέση. Ο μεγαλύτερος περιορισμός του
ντοκιμαντέρ είναι το γεγονός ότι δεν μπορείς να δείξεις όλον τον όγκο της
ιστορίας, οπότε και αποφάσισα να ασχοληθώ με τον αφηγηματικό κινηματογράφο”.


“Εμείς
όμως δεν είχαμε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις μεγαλεπήβολες παραγωγές του
Χόλιγουντ. Τα ερεθίσματα μας ήταν ανέκαθεν χαμηλού προϋπολογισμού και
ανεξάρτητης παραγωγής όπως το Γαλλικό Νέο Κύμα (από το οποίο και επηρεάστηκε
εξαιρετικά το ύφος του Ζίλνικ) και ο πρώιμος Σοβιετικός κινηματογράφος”.
Μεγάλος θαυμαστής του Godard βαδίζει με τον
κανόνα πως “ένα καλό αφηγηματικό έργο πρέπει να είναι κοντά στο ντοκιμαντέρ και
αντίστροφα”.

Το
καθεστώς τότε έδειχνε μία μεικτή και αντικρουόμενη στάση απέναντι στους
κινηματογραφιστές. Από την μία τους στήριζε, από την άλλη τους λογόκρινε και
από την τρίτη έδειχνε επιμέρους ενδιαφέρον χωρίς να ρισκάρει επισήμως να
εμπλακεί. “Το σινεμά στην Γιουγκοσλαβία ήταν η πιο ευυπόληπτη μορφή τέχνης και
παραμένει ακόμα και σήμερα να είναι”. Υπήρξε σαφώς και ένα πολύ χρήσιμο
προπαγανδιστικό μέσο. Στην νεότητα του θυμάται για μία ταινία του όπου τον
πλησίασε ένας συνεργάτης του με ένα χαρτί ζητώντας του να το υπογράψει. Το
χαρτί έλεγε πως το έργο βρισκόταν ακόμα στο στάδιο του μοντάζ, ενώ στην
πραγματικότητα η ταινία είχε ήδη ολοκληρωθεί και είχε κάνει πρεμιέρα σε αρκετές
Βαλκανικές χώρες. Όταν με απορία είπε πως δεν γίνεται να πουν ψέμματα εφόσον
υπήρχαν ξεκάθαρα αρχεία που αποδείκνυαν ότι η ταινία είχε ήδη κυκλοφορήσει, ο
συνεργάτης του σηκώνει το χέρι και δείχνει προς τα πάνω “το είδε ο Τίτο”.
Προφανώς δεν έμεινε ιδιαίτερα ευχαριστημένος. Ο Ζίλνικ αρνήθηκε να υπογράψει
και η ταινία κατέληξε στο δικαστήριο. Ο Δικαστής του είπε “Είδα την ταινία σου.
Ήταν πολύ βαρετή”.  



“Παρότι
αυτή η κατάσταση έχει τελειώσει, η κουλτούρα έχει περιοριστεί πολύ” δηλώνει.
Στην Σοβιετική ένωση υπήρχε τεράστια παραγωγή κουλτούρας και τεράστια
ενασχόληση μαζί της. “Τώρα που η κουλτούρα είναι ελεύθερη, έχει πάψει να της
δίνεται βήμα. Έχει περιοριστεί στην άκρη της σελίδας και οι κριτικοί από εκεί
που ήταν πολυάριθμοι έχουν πάψει να υπάρχουν. Δεν υπάρχει χώρος για την
κουλτούρα αλλά υπάρχει άπειρος για την διασκέδαση. Από την άλλη δεν μπορείς να
πεις ότι ο κόσμος έχει πάψει να ενδιαφέρεται.” Παρόλα αυτά σήμερα με την
προσβασιμότητα της τεχνολογίας, ο Ζίλνικ είναι θετικός, δηλώνοντας πως έχει
ανοίξει ένα τεράστιο πεδίο ελευθερίας στο σινεμά. “Αυτό που λέγαμε κάποτε
ταινία χαμηλής παραγωγής, μπορεί να καταλήξει να είναι ταινία προσωπικής
παραγωγής”. Από την άλλη όμως αναφέρει ότι “το ποσοστό της ιδιοφυΐας που
αξιοποιεί αυτά τα δεδομένα, δεν συμβαδίζει με την ταχύτητα που αναπτύσσονται τα
μικροτσίπ και τα gigabyte, αλλά αυτό συμβαίνει στην ιστορία”.

Παρότι
δηλώνει πως “δεν του μένει πολύς χρόνος ακόμα”, λόγο ηλικίας, ο Ζίλνικ
παραμένει ενεργός στα κινηματογραφικά δρώμενα, ολοκληρώνοντας την περασμένη
Άνοιξη γυρίσματα στην Αφρική για ένα νέο ντοκιμαντέρ. Με αφορμή τα γυρίσματα
του, τόνισε πως η κατάσταση εκποίησης και κατάχρησης των φυσικών πόρων της
Αφρικής σήμερα, ξεπερνάει σε δύναμη και έκταση ακόμα και τον καιρό της
αποικιοκρατίας. Παράλληλα δήλωσε πως δουλεύει ένα νέο εγχείρημα στην Σερβία,
από το οποίο διέκοψε τα γυρίσματα για να παρευρεθεί στο φεστιβάλ, το οποίο θα
ανακοινωθεί εν ευθέτω χρόνω, αφότου ολοκληρωθεί.

Ο
Ζίλνικ, παρότι αριστερών πεποιθήσεων, είχε προβλέψει την αναγκαιότητα να
καταρρεύσει το Σοβιετικό Καθεστώς 20 χρόνια πριν αυτό γίνει πράξη. Για την
Ελλάδα και την παγκόσμια κατάσταση της κρίσης, είχε να δηλώσει τα εξής: “Όταν
έπεσε το τείχος του Βερολίνου, πιστεύαμε όλοι ότι αυτό θα ήταν η τελευταία
μεγάλη αλλαγή, πλέον ξέρουμε ότι είναι εξαιρετικά αφελές να πιστεύουμε πως οτιδήποτε
συμβαίνει σήμερα, θα κρατήσει για πάντα. Για την κατάσταση στην Ελλάδα δεν ξέρω
πολλά, είμαι εδώ μόλις τρεις μέρες. Χαίρομαι όμως να βλέπω νεαρούς ανθρώπους
που παραμένουν χαμογελαστοί. Έχετε επιβιώσει ήδη 3.000 χρόνια και πιστεύω πως
θα επιβιώσετε για τουλάχιστον άλλα 3.000”.

Related stories

Στην Κονσέρβα ήπιαμε στην υγειά της αιώνιας καψούρας

Μπορεί να έχεις ακούσει για τον Χάρη της Κονσέρβας,...

ΘΕΑΤΡΟ | Τα 39 Σκαλοπάτια του Patrick Barlow στην Θεσσαλονίκη

«Τα 39 Σκαλοπάτια», το κωμικό θρίλερ κατασκοπείας που παρουσιάστηκε...

Η Μαρία που έγινε Κάλλας: Αξίζει να το δείτε;

Η σειρά «Η Μαρία που έγινε Κάλλας» ξετυλίγει τη...

Αστικοί Θρύλοι | Το 1ο Γυμνάσιο

της Μαρίας Ράπτη Εκείνοι που δεν γεννήθηκαν ποτέ, παίζουν στα...