Καμία συνέντευξη τύπου χθες, με την κίνηση στην αποθήκη
Γ΄ να είναι υποτονική, καθώς οι περισσότεροι ετοιμάζονται για την αυριανή ήμερα,
με την τελετή λήξης και την απονομή των Βραβείων του Διεθνούς Διαγωνιστικού
τμήματος να κλέβουν την παράσταση. Οι ταινίες που θα βραβευτούν, θα προβληθούν
την Κυριακή 9 Νοεμβρίου (τελευταία ουσιαστικά ημέρα της διοργάνωσης) στις
αίθουσες Ολύμπιον και Φρίντα Λιάππα, στις οκτώμισι και εννιά η ώρα αντίστοιχα. Γυρνώντας
στο σήμερα όμως, η βροχερή μέρα είναι ό,τι πρέπει
για ταινίες . Φύγαμε λοιπόν!
***
Κουμίκο, η κυνηγός του θησαυρού του Ντέιβιντ Ζέλνερ (τμήμα
“Ανοιχτοί Ορίζοντες”, κυρίως πρόγραμμα)
Η Κουμίκο των αδελφών Ζέλνερ, είναι μια ιδιαίτερη
περίπτωση. Ζει μόνη της παρέα με ένα χαριτωμένο κανελί κουνελάκι, το οποίο
ενίοτε ταΐζει νουντλς. Η ζωή της, ένα καθημερινό βασανιστήριο, με το αφεντικό
να συμπεριφέρεται τυραννικά, τις συνάδελφους να ασχολούνται με περμανάντ στα
ματόκλαδα και την ανυπόφορη μητέρα της να τηλεφωνεί μόνο για να μάθει τρία
πράγματα: αν πήρε προαγωγή, αν παντρεύεται και γιατί δεν γυρνά να μείνει μαζί
της. Κάποια στιγμή, η νεαρή Γιαπωνέζα θα ανακαλύψει μια βιντεοκασέτα (αδιευκρίνιστη
η αρχική σκηνή) με την κλασική ταινία των 90s “Fargo”. Βλέποντας το φιλμ ξανά
και ξανά πείθεται ότι η τσάντα με τα χρήματα της ταινίας, είναι πραγματικά
θαμμένη στη μέση ενός χιονισμένου λιβαδιού, διπλά σε έναν φράχτη, τον οποίο
κεντά σε ένα ύφασμα σχηματίζοντας με απόλυτη ακρίβεια, τον πιο παράξενο χάρτη
θησαυρού που έχουμε δει εδώ και πολύ καιρό. Αποφασισμένη να αναζητήσει τη
χαμένη μυθική περιουσία, εγκαταλείπει το Τόκιο για την παγωμένη Μινεσότα. Οι
σκηνοθέτες συνθέτουν ένα ιδιόμορφο road movie, πιστό στο ύφος της ταινίας των
αδελφών Κοέν, η οποία αποτελεί και έναυσμα της παράξενης περιπέτειας. Παραλογισμός σε όλο του το μεγαλείο, με αναμφισβήτητο κεντρικό πρόσωπο την
νεαρή Γιαπωνέζα, που άλλοτε σαν αμήχανη κοκκινοσκουφίτσα, και άλλοτε σαν
απόκοσμο φάντασμα (όμοιο με το πνεύμα στο “Spiritedaway” του Μιγιαζάκι), με
μακριά πέπλα να χαϊδεύουν το χιόνι (στην πραγματικότητα είναι ένα πάπλωμα που
έχει κλέψει από κάποιο μοτέλ), χάνεται στην αναζήτηση της ουτοπίας, της
επιβράβευσης, της τρυφερότητας και του αυτοσεβασμού. Η δομή του φιλμ, θυμίζοντας
καταθλιπτικό ασιατικό λαϊκό παραμύθι, κινείται εύστροφα από την έκδηλη ειρωνεία
στην πειθαρχημένη εκκεντρικότητα, βασίζοντας την αφήγησή της σε μια άλογη
προϋπόθεση που είτε την αποδέχεσαι, είτε όχι. Εκεί στηρίζεται και η γοητεία του
φιλμ, στο καδράρισμα της κατάκτησης του ονείρου (θυμίζοντας θεματικές ταινιών
του Χέρτσογκ), που μπορεί να μοιάζει τόσο ευγενές, όσο και παρανοϊκό. Καταλήγοντας,
ενδιαφέρον στοιχειό στο φιλμ είναι το γεγονός ότι τον αστυνομικό που προσπαθεί
να βοηθήσει την Κουμίκο στη Μινεσότα υποδύεται ο ίδιος ο Ντέιβιντ Ζέλνερ.
***
Ατέρμονη θλίψη του Χόρχε Πέρες Σολάνο (Διεθνές
Διαγωνιστικό πρόγραμμα)
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί η θλίψη είναι
ατέρμονη σ’ αυτές τις μικρές και απομονωμένες γωνιές του Μεξικού. Η μοναξιά, η
φτώχια και πολλά άλλα προβλήματα επηρεάζουν τα συναισθήματα όλων, αλλά κυρίως
των γυναικών, που έκτος των άλλων έχουν να αντιμετωπίσουν μια σκληρή σεξιστική
συμπεριφορά από την πλευρά των ανδρών τους. Η πρωταγωνίστρια του φιλμ η Σέμπα, καλείται
να επιλέξει ανάμεσα σε αυτά που δεν θα
έπρεπε κανονικά να μπαίνουν σε παράλογα διλήμματα, νιώθοντας το έδαφος να
φεύγει κάτω από τα ποδιά της. Ο Μεξικάνος Χόρχε Πέρες Σολάνο, στην δεύτερη
μεγάλου μήκους δουλειά του, αποφασίζει να εστιάσει αποκλειστικά στην πολυπλοκότητα
της γυναικείας φύσης, απλουστεύοντας εσκεμμένα όλους τους ανδρικούς χαρακτήρες
και επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον στις εφήμερες ηδονές, αλλά αδιάλειπτες οδύνες
των δυο πρωταγωνιστριών της ιστορίας. Η μητρότητα κατέχει περίοπτη θέση στο
θεματικό άξονα του φιλμ, το οποίο όμως δεν διστάζει να ρίξει κλέφτες ματιές
στον πολιτικό εμπαιγμό (ίσως η καλύτερη σκηνή της ταινίας αυτή της δύσμοιρης
πολιτικής συγκέντρωσης), την αδιαφορία της εκκλησιάς και την αυταρχική
στρατιωτική εξουσία. Οι προθέσεις φαίνονται ευγενείς, στην ουσία
όμως αυτό το κοινωνικό μελόδραμα δεν προσφέρει τίποτε καινούριο (ακόμη και η
έλευση του τσίρκου στο χωριό έχει μια γνωστή γεύση), με πανομοιότυπες σκηνές να
επαναλαμβάνονται, καταλήγοντας τελικά δυσλειτουργικές, χωρίς νοηματική αξία, ενώ
η αδικαιολόγητα μεγάλη του διάρκεια κουράζει και αποπροσανατολίζει. Στα θετικά
στοιχειά της ταινίας βρίσκεται αναμφισβήτητα το ηχητικό μοντάζ, καλύπτοντας
ξεκάθαρα τα μικρά, σχεδόν ασήμαντα
θροΐσματα των κομμένων γαρίφαλων καθώς ταξιδεύουν στο ποτάμι, αλλά και τα
σκονισμένα βήματα των στωικών γυναικών που αντιμετωπίζουν κάθε συναισθηματική
δοκιμασία με σιωπηλό σπαραγμό και βουβά δάκρυα. Παρότι η
πλανοθεσία αποτυπώνει το αδιέξοδο, και το αλάτι των αλικών στις οποίες οι
περισσότεροι κάτοικοι δουλεύουν μπαίνει βαθιά στις πληγές και τις ανοίγει ξανά,
το τελικό κινηματογραφικό αποτέλεσμα παραμένει αδύναμο, μεθοδευμένο και
στερεοτυπικό.
***
Love is strange του Άιρα Σακς (τμήμα “Ανοιχτοί
Ορίζοντες”, κυρίως πρόγραμμα)
Είναι η αγάπη παράξενη τελικά; Μήπως είναι η ζωή παράξενη;
Μήπως πάλι, ο τρόπος που αγαπάμε είναι παράξενος και όχι το ίδιο το συναίσθημα;
Κατά τον Άιρα Σακς, βραβευμένο ανεξάρτητο Αμερικάνο σκηνοθέτη, η αγάπη έχει
μοναδικότητα. Σ’ αυτό το τρυφερό φιλμ, καθένας από τους ήρωες αγάπα μοναδικά. Και
αυτό είναι που ουσιαστικά τους ενώνει.
Αυτή η συγκινητική και εξαιρετικά ερμηνευμένη ιστορία
έχει να κάνει με την αγάπη, τη φιλία, ίσως και λίγο με τις τιμές των ακινήτων
στη Νέα Υόρκη. Οι δυο βασικοί πρωταγωνιστές, ο Τζορτζ (Άλφρεντ Μολίνα) καθηγητής
μουσικής σε ένα καθολικό σχολείο, και ο Μπεν (Τζον Λίθγκοου), συνταξιούχος και
επίδοξος ζωγράφος, αποφασίζουν να παντρευτούν μετά από μια σχέση σαράντα ετών. Την
ρομαντική και αδέξια τελετή διαδέχονται οι θλιβερές συνέπειες. Ο Τζορτζ
απολύεται από τη δουλειά του, μόνο η σύνταξη του Μπεν δεν φτάνει για να
συντηρήσουν το κομψό διαμέρισμά τους κι έτσι αναγκάζονται να το πουλήσουν, ζητώντας
παράλληλα φιλοξενία από κοντινούς φίλους και συγγενείς. Τελικά καταλήγουν σε
ξεχωριστά σπίτια, με τους φίλους τους να δέχονται με χαρά να τους φιλοξενήσουν,
αλλά με λιγότερη χαρά να τους έχουν όλη μέρα ανάμεσα στα πόδια τους.
Η σκηνοθεσία αφήνοντας πίσω την κατάφωρη κοινωνική αδικία
της απόλυσης του γκέι δάσκαλου, εστιάζει την προσοχή της πάνω σε άλλα, εξίσου
ενδιαφέροντα θέματα. Η πρόκληση που αντιμετωπίζει κάνεις κατά τη συμβίωση με
άλλους είναι από τους πυρήνες του φιλμ, με μια συνεχή αλληλεπίδραση (και ίσως
εντάσεις) ανάμεσα σε αυτούς που προσπαθούν να βοηθήσουν και σ’ αυτούς που
προσπαθούν να μην γίνουν βάρος, δοσμένη όμως με εξαίσια διακριτικότητα και
τρυφερό, υπόγειο χιούμορ. Το σενάριο ακουμπά με σεβασμό πάνω στους κύκλους μιας
αγάπης που ανθίζει με το χρόνο, ανακαλύπτει τις διαδραστικές σχέσεις τριών
γενεών, μιας ώριμης και πιο ολοκληρωμένης, μιας κάπου στη μέση, που προσπαθεί
να καταλάβει τι θέλει και πώς τελικά επιβιώνει ο ένας απ’ τον άλλο, αλλά και
μιας μικρότερης που ανακαλύπτει το συναισθηματικό δέσιμο -ερωτικό ή μη- για
πρώτη φορά. Με παστέλ τόνους (όμοιους με τους πινάκες του Τζον) φωτογραφείται η
Νέα Υόρκη από τον εξαιρετικό Έλληνα κινηματογραφιστή Χρήστο Βουδούρη, προσθέτοντας
ζωή σε μια πόλη που παίζει αφενός πρωταγωνιστικό ρόλο, προσφέροντας το ιδανικό
σκηνογραφικό καμβά, αφετέρου ξέρει να μένει στη αφάνεια για να αφήσει με τη
σειρά της τους δυο εξαιρετικούς θεατρικούς ηθοποιούς (και στην πραγματικότητα
πολύ κάλους φίλους) να διαπρέψουν.
Επενδυμένο με βελούδινες μελωδίες του Σοπέν, αφήνοντας
ένα εύστοχο σχόλιο πάνω στην πολυφυλετικότητα της μουσικής που δεν κάνει
διακρίσεις (πανέξυπνη η σκηνή του κονσέρτου), η ταινία αποδίδει σχεδόν σε όλους
τους τομείς, πάρα ίσως την υπερβολική feel-goodδιάθεση που αποπνέει. Με απόλυτο πρωταγωνιστή έναν
συγκλονιστικό Τζον Λίθγκοου, που αποδεικνύει ότι η καλοσύνη, πάρα το
οποιοδήποτε κόστος, είναι αυτή που μένει τελικά, η ταινία καταφέρνει να πετύχει
το στόχο της, συγκινώντας με αυτό που ίσως πολλές φορές θεωρούμε δεδομένο: την
παρουσία.