8 Μαρτίου 1962
Αγαπητή Ήντιθ Μήρλιζ,
Είμαι πολύ χαρούμενος με το γεγονός ότι το έργο σου StoryWriting πρόκειται να κυκλοφορήσει σε χαρτόδετη έκδοση. Με αυτόν τον τρόπο θα αποκτήσει πολύ ευρύτερο κοινό, κι αυτό είναι πολύ καλό. Ίσως να μην καταφέρει να διδάξει στον αναγνώστη πώς να γράφει μια καλή ιστορία, όμως σίγουρα θα τον βοηθήσει να την αναγνωρίζει όταν τη διαβάζει.
Παρόλο που πρέπει να έχουν περάσει σχεδόν χίλια χρόνια από την εποχή που παρακολούθησα το μάθημα δημιουργικής γραφής που παρέδιδες στο Στάνφορντ, θυμάμαι εκείνη την εμπειρία πολύ ξεκάθαρα. Τα μάτια μου γυάλιζαν και το μυαλό μου ήταν θολωμένο, κι ήμουν πανέτοιμος να ρουφήξω τη μυστική σου συνταγή για να γράφω καλά διηγήματα –δηλαδή ακόμη καλύτερα διηγήματα.
Όμως πολύ γρήγορα εσύ ματαίωσες αυτήν την αυταπάτη. Ο μοναδικός τρόπος για να γράψεις ένα καλό διήγημα, μας είπες, είναι να το γράψεις. Μονάχα αφότου έχει γραφτεί, μπορεί να αναλυθεί επί μέρους και να εξεταστεί το πως ακριβώς έγινε. Πρόκειται για ένα πολύ δύσκολο είδος, μας είπες, κι η απόδειξη γι’ αυτό βρίσκεται στο γεγονός ότι υπάρχουν πολύ λίγα σπουδαία διηγήματα στον κόσμο.
Ο βασικός κανόνας που μας έθεσες ήταν απλούστατος και ταυτόχρονα αποκαρδιωτικός. Για να είναι αποτελεσματικό ένα λογοτεχνικό κείμενο, πρέπει να αποκαλύπτει κάτι προς τον αναγνώστη εκ μέρους του συγγραφέα και το μέτρο της αξίας του είναι η δύναμη αυτής της αποκάλυψης. Πέρα απ’ αυτό, μας είπες, δεν υπάρχουν κανόνες. Ένα λογοτεχνικό κείμενο μπορεί να μιλήσει για τα πάντα και να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο και κάθε τεχνική –φτάνει να είναι αποτελεσματικό.
Ως υπότιτλο σε αυτόν τον κανόνα, επέμενες πως είναι απαραίτητο για κάθε συγγραφέα να γνωρίζει τι θέλει να πει, με λίγα λόγια για ποιο πράγμα μιλάει. Και ως άσκηση γι’ αυτό, μας ζήτησες να προσπαθήσουμε να περιορίσουμε το νόημα μιας ιστορίας σε μια μονάχα πρόταση, γιατί μονάχα τότε θα το γνωρίζαμε τόσο καλά ώστε να το επεκτείνουμε σε τρεις ή έξη ή δέκα χιλιάδες λέξεις.
Κι έτσι χάθηκε η μαγική συνταγή, το κρυφό συστατικό. Με τίποτα περισσότερο απ’ αυτό, μας έβαλες να διαβούμε το έρημο και μοναχικό μονοπάτι της γραφής. Κι εμείς θα πρέπει να σου παραδώσαμε τότε μερικές φρικώδεις, άθλιες ιστορίες. Όσο κι αν εγώ προσδοκούσα να με ανακαλύψουν κι επιτέλους να αναγνωρίσουν την αδιαμφισβήτητη αξία μου, οι βαθμοί με τους οποίους τίμησες τις προσπάθειές μου πολύ σύντομα με προσγείωσαν. Κι αν αισθάνθηκα ότι με είχες κρίνει άδικα τότε, για πολλά χρόνια αργότερα οι κρίσεις των εκδοτών και των επιμελητών υποστήριζαν την δική σου άποψη κι όχι τη δική μου.
Μου φαινόταν άδικο. Μπορούσα να διαβάσω ένα σπουδαίο πεζό κείμενο, μπορούσα μάλιστα να αντιληφθώ πως είχε γραφτεί, χάρη στη δική σου διδασκαλία. Γιατί δε μπορούσα να το κάνω ο ίδιος; Ε λοιπόν, δε μπορούσα, προφανώς επειδή δυο ιστορίες δεν τολμούν να μοιάσουν η μια με την άλλη. Με το πέρασμα του χρόνου έχω γράψει ένα σωρό πεζά κείμενα κι ακόμη δεν ξέρω πως ακριβώς γίνεται παρά μονάχα να γράφω και να τολμώ να ρισκάρω.
Αν υπάρχει κάποια μαγεία στο γράψιμο, κι εγώ είμαι πεπεισμένος πως πράγματι υπάρχει, κανείς δεν έχει καταφέρει να την περιορίσει στο επίπεδο της συνταγής που μπορεί να μεταφερθεί από τον έναν στον άλλον. Τούτη η φόρμουλα φαίνεται να κρύβεται αποκλειστικά και μόνο στην επώδυνη ανάγκη του συγγραφέα να αποκαλύψει στον αναγνώστη κάτι που εκείνος θεωρεί σημαντικό. Εφόσον ο συγγραφέας αισθάνεται αυτήν την ανάγκη, ίσως μερικές φορές –αλλά όχι ασφαλώς πάντοτε- να βρει τον τρόπο να τα καταφέρει.
Δεν είναι τόσο πολύ δύσκολο να κρίνεις ένα λογοτεχνικό κείμενο αφότου έχει γραφτεί, όμως μετά από τόσα χρόνια, το να ξεκινήσω να γράφω μια καινούργια ιστορία με φοβίζει αφάνταστα. Θα φτάσω στο σημείο να πω ότι ο συγγραφέας που δεν φοβάται τελεί εν πλήρη και ευτυχή αγνοία του απόμακρου και βασανιστικού μεγαλείου του μέσου.
Αναρωτιέμαι αν θυμάσαι ακόμη την τελευταία συμβουλή που μου έδωσες. Ήταν κατά τη διάρκεια της ξέφρενης δεκαετίας του ’20, με τη μεγάλη αφθονία και τον πλούτο, κι εγώ σκόπευα να βγω σ’ εκείνον τον κόσμο για να προσπαθήσω να γίνω συγγραφέας.
Κι εσύ είπες, «Θα σου πάρει πολύ χρόνο κι εσύ δεν έχεις χρήματα. Ίσως θα ήταν καλύτερα αν πήγαινες στην Ευρώπη».
«Γιατί;», σε ρώτησα.
«Γιατί στην Ευρώπη η φτώχεια είναι μια ατυχία, ένα γύρισμα της τύχης, αλλά στην Αμερική είναι ντροπή. Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσες ν’ αντέξεις τη ντροπή να είσαι φτωχός».
Λίγο καιρό αργότερα ήρθε η μεγάλη ύφεση. Τότε όλοι έγιναν φτωχοί και δεν ήταν πια ντροπή. Κι έτσι δεν έμαθα ποτέ αν θα μπορούσα ή όχι να το αντέξω. Όμως σίγουρα είχες δίκιο για ένα πράγμα, Ήντιθ. Μου πήρε πολύ χρόνο, πάρα πολύ χρόνο. Και συνεχίζει ακόμη και δεν έχει γίνει ευκολότερο. Εσύ μου είχες πει πως ποτέ δεν θα γίνει πιο εύκολο.
Τζον Στάινμπεκ