Η αλήθεια μιας ιστορίας δεν κρίνεται από τη συνάφειά της με την πραγματικότητα αλλά από το ήθος της. Δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς σημαίνει αυτό, αλλά της αρέσει να σκέφτεται πως υπάρχουν πράγματα αληθινά που δεν έχουν συμβεί ποτέ. Της αρέσει να σκέφτεται πως υπάρχουν πράγματα που είναι και δεν είναι αληθινά. Πράγματα που μπορεί να μην έγιναν ποτέ, αλλά είναι πιο αληθινά απ’ την αλήθεια.
Το βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου το έχω εντοπίσει μόλις πριν από λίγο καιρό, εντελώς τυχαία. Διόλου δεν είχα αντιληφθεί την επιτυχημένη του πορεία εδώ κι έναν χρόνο, ούτε τα θετικά σχόλια και τις κριτικές που είχε εισπράξει όλο αυτό το διάστημα. Έτσι εδώ και δέκα μέρες έχω αποφασίσει να γράψω το δικό μου σημείωμα γι’ αυτόν τον συγγραφέα που μου κίνησε το ενδιαφέρον επειδή έχουμε σχεδόν την ίδια ηλικία (γεννήθηκε το 1970), εργάζεται όχι μονάχα ως πολιτικός συντάκτης σε εφημερίδα αλλά και ως μεταφραστής κι έχει γράψει όλο κι όλο δύο βιβλία. Την ίδια στιγμή που κάθομαι να γράψω τούτες εδώ τις γραμμές, έχουν ήδη ανακοινωθεί τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2011 από την Ειδική Επιτροπή του Υπουργείου Πολιτισμού. Ο ογδοντάχρονος Θεσσαλονικιός ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος έχει αποποιηθεί το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων χαρακτηρίζοντάς την «πράξη ζωής». Η είδηση έχει κατακλύσει το Διαδίκτυο. Ο σαραντάχρονος Χρήστος Οικονόμου έχει λάβει το Βραβείο Διηγήματος για το Κάτι θα γίνει, θα δεις.
Χασκογελάω. Όχι, ο Οικονόμου δεν θα απορρίψει το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος του Υπουργείου Πολιτισμού. Δε χρειάζεται.
Στο δεύτερο μόλις βιβλίο του, ο Οικονόμου γράφει για το ουζερί Υπάρχω που γνώρισε πολλούς θνητούς ανθρώπους και τώρα απέναντί του διαφημίζονται Αθάνατες Ντουλάπες που δεν πεθαίνουνε ποτέ. Γράφει για σχέσεις που πεθαίνουνε για οχτακόσια το πολύ εννιακόσια ευρώ, γράφει για εργάτες που σκοτώνονται από ηλεκτροπληξία στα εικοσιτέσσερις χιλιάδες βολτ, γράφει για μανάδες που χάνονται απ’ την κακιά αρρώστια και τη φτώχεια, γράφει για σπιτικά που κάθε βράδυ λίγο-λίγο τούς κλέβουνε τις πέτρες και γι’ άλλα που αρπάζουνε φωτιά και γίνονται ρημαδιό και στάχτη. Γράφει για εργαζόμενους που στέκουν στη σειρά σαν πιγκουίνοι έξω απ’ το λογιστήριο της επιχείρησης, προσδοκώντας τούτη τη φορά να πληρωθούν, έτοιμοι να χιμήξουν ο καθένας στον μπροστινό του για να του αρπάξουν τη σειρά, γιατί γνωρίζουν πως τα λεφτά δεν περισσεύουν για όλους. Γράφει για ανθρώπους που απολύονται και νιώθουν τσακισμένοι σα να ’χουν κάταγμα, για άλλους που εξακολουθούν να εργάζονται κι υποχρεώνονται να κάνουν πράγματα αδιανόητα για κάποιους άλλους. Γράφει για τα ειδοποιητήρια της τράπεζας και τα ασταμάτητα τηλεφωνήματα των εισπρακτικών εταιρειών.
Γράφει όμως και για την ιστορία δύο νεαρών ερωτευμένων που ενώνουν τα χέρια τους με κόλλα λόγκο για να μην τους χωρίσουνε ποτέ. Κι αυτό, για μένα, είναι η δική του πράξη ζωής, που ξεπροβάλλει μέσα από το δεύτερο βιβλίο του Οικονόμου. Κι όχι από κάποια δημόσια δήλωση ή συνέντευξή του
Δε χρειάζεται να ζει κανείς στον Πειραιά, στη Νίκαια, στη Δραπετσώνα, στη Σαλαμίνα, στα Χανιά, στα μέρη όπου ο συγγραφέας τοποθετεί τις σκηνές —τα στιγμιότυπα από τις ζωές των χαρακτήρων του—, για να κάνει τους δικούς του συσχετισμούς και τις συγκρίσεις με τη ζωή που ο καθένας μας ζει σήμερα. Αρκεί να διαβάσει κανείς τις δεκαέξι ιστορίες που ο Οικονόμου έχει γράψει με γλώσσα ρέουσα και ζωντανή, όπως ακριβώς μιλιέται, κοφτή, απότομη και με ελλιπή στίξη. Δε χρειάζεται τίποτε άλλο παρά να συγκινηθεί από την ίδια την αλήθεια και το ήθος που κρύβει μέσα στις σελίδες του, να καταλάβει πως είναι ένα όμορφο, πραγματικά όμορφο, βιβλίο χάρη σ’ αυτά τα δυο, όπως γράφει ο ίδιος ο Οικονόμου, και δε χρειάζεται να παρασυρθεί κανείς από σχόλια, επαίνους, κριτικές, δηλώσεις, συνεντεύξεις και Κρατικά Βραβεία.
Χρήστος Οικονόμου
Κάτι θα γίνει, θα δεις
«Πόλις», Αθήνα 2010
264 σελ.