Μίαν
ημέραν, την δευτέραν νομίζω από της
ενάρξεως των εργασιών εις την γέφυραν,
ήμην αφοσιωμένος εις μίαν στιχομυθίαν
μετά της χαριτοβρύτου κόρης εις ποιάν
τινα απόστασιν από των άλλων, όταν αιφνης
αντελήφθην ότι ‘μας
έπαιρνε ταινία’ ο εις εκ των δύο
κινηματογραφιστών οι οποίοι μας
συνώδευαν, των αδελφών Μανίκα ή Μανούσου.
Θεωρήσας τούτο αδιακρισίαν, του εζήτησα
τον λόγον. «Με παρεξηγήσατε, κύριε
ανθυπολοχαγέ», απήντησε. «Μακράν εμού
η σκανδολοθηρία. Απαθανατίζω απλώς μίαν
αξιομνημόνευτον φιλικήν συνομιλίαν
πολεμιστού με νεαράν χωρικήν εις την
Μακεδονίαν. Αλλ’ αν αυτό σας θίγη, σας
υπόσχομαι ν’ αχρηστεύσω τα πλάνα». «Και
διατί, παρακαλώ, είναι αξιομνημόνευτος
τοιαύτη σκηνή;» ηρώτησα. Δεν απήντησεν
αμέσως. Προσεπάθει, όπως μου εφάνη, να
επιλέξει προσεκτικώς τας λέξεις με τας
οποίες θα διετύπωνε την σκέψιν του.
«Κοιτάξτε γύρω σας, κύριε ανθυπολοχαγέ»,
είπε τελικώς. «Ενώ εσείς και η δεσποινίς
αποτελείτε, ίνα ούτως είπω, μίαν πινελιάν
ρομαντικής γαλήνης εις το τοπίον,
στρατιωτικοί εκ των τριών κρατών και
κάτοικοι της περιοχής πηγαινοέρχονται
εργαζόμενοι πυρετωδώς διά την επισκευήν
μίας γέφυρας η οποία κατεστράφη από
πολεμικόν αεροπλάνον και ημπορεί αύριον
να πληγή πάλιν εις νέαν στρατιωτικήν
ενέργειαν. Αυτή η γωνιά της γης είχε
μείνει επί αιώνας μακράν της Ιστορίας,
αλλά τώρα τίθεται εις ταχείαν και βιαίαν
κίνησιν. Διά τούτο και ημείς, ο αδελφός
μου και εγώ, μετεπηδήσαμεν από την
φωτογραφίαν εις τον κινηματογράφον,
ώστε ν’αποτυπώσωμεν καταλλήλως αυτήν
την αλλαγήν». «Ωραία όλα αυτά, κύριε»
είπον εγώ «αλλά διατί κινηματογραφείτε
και λαϊκάς πανηγύρεις, τοπικάς
τελετουργίας, τώρα δε, και καθαρώς,
ιδιωτικάς στιγμάς;» «Διότι ο κόσμος
αυτός, όπως τουλάχιστον, τον εγνώρισα
εγώ ζων εδώ εκ γενετής, πεθαίνει. Τίποτε
δεν θα είναι όπως πριν εις τας επερχόμενας
δεκαετίας. Οι άνθρωποι δεν θα ενθυμούνται
καν ποίοι υπήρξαν οι ίδιοι και αι
οικογένειαί των. Καταλαβαίνετε τώρα;
Προσπαθώ να σώσω εις τον κελλουλοΐτην
την μνήμην αυτού το οποίον πέπρωται να
διαγραφή από τας σελίδας της Ιστορίας
και τας συνειδήσεις των ανθρώπων.
Έτσι
περιγράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ τον
διάλογο του ανθυπολοχαγού Πρόδρομου
Λίτινα με τον πρωτοπόρο κινηματογραφιστή
Μίλτο Μανάκια (ή Μανάκη) κάπου στη
μακεδονική γη το καλοκαίρι του 1913, λίγο
πριν ξεσπάσει ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος,
στο μυθιστόρημά του «Τι ζητούν οι
βάρβαροι» (Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα
2008).
Κι
όπως ακριβώς το σελυλόιντ στο μοτέρ των
αδερφών Μανάκια, έτσι και το βιβλίο
«Σινέ Θεσσαλονίκη: Ιστορίες από την
πόλη & τον κινηματογράφο» έρχεται για
να προστατεύσει την κινηματογραφική
μνήμη τούτης εδώ της πόλης –κι είναι
μακρόχρονη και πλούσια και σαφώς δεν
πρέπει να διαγραφεί από τις συνειδήσεις
των ανθρώπων. Και κατά κύριο λόγο των
δικών της ανθρώπων: αυτών που περάσανε
χρόνια ολόκληρα μέσα στις αίθουσες, που
πρωτοαγκαλιάστηκαν και πρωτοφιλήθηκαν
μέσα στις αίθουσες, που μετά την προβολή
έριχναν τρικούβερτους καβγάδες για μια
ταινία ή αναλύσεις που κρατάνε χρόνια
για κάποια άλλη, που εκνευρίζονταν όταν
ο διπλανός κρατσάνιζε τα πατατάκια και
ρουφούσε μέχρι τέλους την κόκα-κόλα για
να την αφήσει μετά να κυλίσει στο πάτωμα
ή όταν ο μπροστινός τους ήταν πολύ ψηλός
και δεν τους επέτρεπε να δουν.
Για
όλους αυτούς τους ανθρώπους, γι’ αυτήν
τη μεγάλη κινηματογραφική κοινωνία της
Θεσσαλονίκης, οι Λευτέρης Αδαμίδης,
Νίκος Γκροσδάνης, Αλέξης Ν. Δερμεντζόγλου,
Σωτήρης Ζήκος, Νίκος Θεοδοσίου, Βασίλης
Κεχαγιάς, Θωμάς Λιναράς, Τάσο Μελεμενίδη, Αγγελική
Μυλωνάκη, Αλέξανδρος Μουμτζής, Γιώργος
Μπολάνης, Σάκης Σερέφας, Γιώργος Τούλας,
Νότης Φόρσος, TobyLee
και AidaVallejoVallejo
στηρίζουν σφιχτά και σταθερά από μία
ψηφίδα, ο καθένας με το κείμενό του.
Θεματικές ενότητες του πανέμορφου αυτού
βιβλίου που επιμελήθηκαν η Αγγελική
Μυλωνάκη και ο δικός μας Γιάννης
Γκροσδάνης: «Θεσσαλονίκη: η πόλη των
σινεφίλ», «Θεσσαλονίκη: η πόλη των
κινηματογράφων και των κινηματογραφικών
περιοδικών», «Θεσσαλονίκη: η πόλη του
Φεστιβάλ Κινηματογράφου», «Θεσσαλονίκη:
η κινηματογραφημένη πόλη».
Και
κλείνω με ένα απόσπασμα από το σημείωμα
του Α.Ν. Δερμεντζόγλου που αναφέρεται
στον πρόωρα χαμένο Θόδωρο Αγγελόπουλο:
Ο
Αγγελόπουλος τα είπε όλα τότε και
προειδοποίησε η
Ελλάδα πεθαίνει
και το συμπέρασμα αυτό ήταν πιο ενδιαφέρον
και τραγικό, πεθαίνει
αργά και βασανιστικά,
άρα δικαιούμαι να συμπεράνω σηπόμενη
και ανάπηρη. Έτσι, απέδειξε πως τίποτα
δεν είναι υπερβολή, αρκεί να το διατυπώσεις
έγκαιρα και έγκυρα. Ξεπέρασε, λοιπόν,
την εποχή του, «είδε» προφητικά, σχολίασε
και δεν «ακούσθηκε». Είναι ο μόνος που
πρόσφερε τόσο βαλκανικές εικόνες της
Ελλάδας. Νομίζω πως με τον τρόπο του
διατύπωνε την προειδοποίηση: «Μην
λοξοκοιτάτε τη Δυτική Ευρώπη, η μοίρα
μας είναι εδώ».
————–
«Σινέ
Θεσσαλονίκη: Ιστορίες από την πόλη &
τον κινηματογράφο»
Επιμέλεια:
Αγγελική Μυλωνάκη – Γιάννης Γκροσδάνης
University
Studio Press, Θεσσαλονίκη
2012
Σελ.
210