– Τι
έκανε λέει; Δε φταις σε τίποτα; Και τώρα
πήγες να μου το πεις, άνθρωπέ μου! Δεν έχεις το Θεό σου! Χε…χε…χεεε! Αν μου’ λεγες
πως είσαι ένοχος, θα μπορούσα και να σ’ αφήσω να φύγεις… έχει τέτοιους εδώ μέσα…
άλλο καλό. Όλοι έχουν λερωμένη τη φωλιά τους. Γι’ αυτό, ένας αθώος είναι ό,τι
μας χρειάζεται εδώ. Πώς να σ’ αφήσω να φύγεις; Αν δεν το’ λεγες…, ε… κάτι
μπορούσε να γίνει…, έτσι όμως πρέπει να καθίσεις εδώ ώσπου να βρω έναν αθώο σαν
κι εσένα, για να’ χω αντικαταστάτη. Γι’ αυτό, κάτσε δω και μη βγάζεις άχνα.
Περιφερόμενος
μέσα στην Αυλή, με κάμποσους φύλακες γύρω του, ο Καραγκιόζης συνέχιζε το
παιχνίδι του απολαμβάνοντάς το, φωνάζοντας μ’ όλη του τη δύναμη χωρίς να μπορεί
να συγκρατηθεί.
–Μην
τολμήσει κανένας και μου πει για κάποιον: είναι αθώος. Αυτό με τίποτα. Δεν έχει
αθώους εδώ. Κανένας δεν βρέθηκε εδώ μέσα τυχαία. Από τη στιγμή που πέρασε το
κατώφλι της Αυλής, δεν μπορεί να είναι αθώος. Κάτι θα’ κανε, έστω και με το
μυαλό του. Αν όχι κάτι άλλο, σίγουρα η μάνα του, όταν το είχε στην κοιλιά της,
κάτι κακό θα είχε βάλει με το νου της. Όλοι, βέβαια, λένε πως δεν είναι ένοχοι,
αλλά εγώ για όσα χρόνια είμ’ εδώ δεν έχω βρει ούτε έναν που να τον έφεραν χωρίς
λόγο, δίχως να’ χει φταίξει σε κάτι. Όποιος έρχεται εδώ, είναι ένοχος,
τέλειωσε…, έστω κι αν ακούμπησε ένοχο… Έτσι είναι! Άφησα αρκετούς, με εντολές
αλλονών ή με δική μου ευθύνη. Αυτό έγινε, αλλά… όλοι τους κάτι είχαν κάνει!
Αθώοι άνθρωποι δεν υπάρχουν στην Αυλή. Είν’ αλήθεια πως υπάρχουν χιλιάδες
ένοχοι που δεν είναι εδώ πέρα κι ούτε πρόκειται να τους φέρουν ποτέ, γιατί αν
τους κουβαλούσαν όλους εδώ τούτη η Αυλή θα’ πρεπε ν’ απλωθεί από τη μια θάλασσα
στην άλλη. Ξέρω καλά τους ανθρώπους, όλοι τους είναι αμαρτωλοί, μόνο που δεν
το’ χει η μοίρα του καθενός να δοκιμάσει της Αυλής.
Νόμος και (κυρίως)
Τάξη
Το 2012 έκλεισαν εκατόν είκοσι χρόνια
από τη γέννηση του συγγραφέα Ίβο Άντριτς στο χωριό Ντόλατς της Βοσνίας, ενώ
έναν χρόνο πριν συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια από τη βράβευσή του με το Νόμπελ
Λογοτεχνίας (1961). Πιστός στο νεανικό του όνειρο, ο σπουδαίος ουμανιστής
συγγραφέας καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του υποστήριζε την ιδέα της ενωμένης
Γιουγκοσλαβίας και απέφευγε επιμόνως να δηλώνει το θρήσκευμα ή την εθνοτική του
ταυτότητα, αρκούμενος να αναφέρει τον τόπο καταγωγής του και την υπηκοότητά του
(«Βόσνιος Γιουγκοσλάβος»). Δήλωνε μάλιστα χαρακτηριστικά σε μια αθηναϊκή
εφημερίδα, κατά τη διάρκεια μιας σύντομης στάσης του στην ελληνική πρωτεύουσα,
το Μάρτιο του 1962: «Είμαι ένας άνθρωπος της πατρίδας μου».
Έγραφε ασταμάτητα, ενώ δείγμα της
εμμονής του στην ιδέα της ενότητας είναι το γεγονός ότι χρησιμοποιεί στα γραπτά
του εναλλάξ κυριλλικούς και λατινικούς χαρακτήρες και όλα τα ιδιώματα της σερβοκροάτικης
γλώσσας. Πέθανε στο Βελιγράδι το 1975 σε ηλικία 83 ετών. Τα μυθιστορήματα «Το
Γεφύρι του Δρίνου»(1945), «Το
Χρονικό του Τράβνικ»(1945), «Η
Δεσποινίδα» (1945) και τέλος «Η Καταραμένη Αυλή»(1954), αποτελούν τον κύκλο των μεγάλων έργων του.
Με τη νουβέλα «Καταραμένη Αυλή», ο
Άντρις δίνει μια απεικόνιση της απολυταρχίας και των αυταρχικών μεθόδων της.
Μπορεί βέβαια να τοποθετεί την αφήγησή του στο ιστορικό παρελθόν και
συγκεκριμένα στην καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, όμως οι αντιστοιχίες του
στο παρόν του ίδιου του συγγραφέα (1954) και ακόμη περισσότερο στο σήμερα του
κάθε αναγνώστη είναι εξαιρετικά
καίριες.
Αν θες
να ξέρεις τι πράμα είναι ένα κράτος κι η διοίκησή του, και ποιό είναι το μέλλον
του, κοίταξε πόσοι έντιμοι κι αθώοι άνθρωποι βρίσκονται στις φυλακές, κι από
την άλλη, πόσοι εγκληματίες και παράνομοι είναι ελεύθεροι. Έτσι θα το μάθεις με
τον καλύτερο τρόπο.
_______
Ίβο Άντριτς (Βραβείο Νόμπελ
Λογοτεχνίας 1961)
«Καταραμένη Αυλή»
Μετφρ. Χρήστος Γκούβης
(«Εκδόσεις Καστανιώτη», Αθήνα 2012)