Και
αφού ανανεώσω ποτό και πάω να ρίξω λίγο
νερό στο πρόσωπό μου θα σου πω την ιστορία.
Αλλά πριν, ένα έχω να σου πω, άντε δύο:
πρώτον, να τελειώνει αυτή η κωμωδία με
την ανεκτικότητα, ναι, εντάξει, είχε
βγει κι ένα παρατσούκλι κάποτε, ο
Πρίγκιπας της Ανεκτικότητας, χαχαχαχα,
τι πάω και θυμάμαι, αλλά ειλικρινά, με
το χέρι στην καρδιά, που λένε και στην
τηλεόραση, φιλάω σταυρό, τέρμα η
ανεκτικότητα, τέρμα, φτάνει, φινίτο,
τέλος, αλληλούια, και θέλω να είσαι δίπλα
μου σ’ αυτό, να με τσιγκλάς θέλω, πρέπει
όσοι μας πλησιάζουν να μας αγγίζουν με
χέρι που φοράει λευκό γάντι, μεταξωτό,
μόνον έτσι αξίζει να μας αγγίζουν, κι
ας διατελέσαμε ρεμάλια, ψέματα δεν
είπαμε, τι λέω, δεν σκεφτήκαμε, δεν
διανοηθήκαμε καν να πούμε, ποτέ. Άσε που
είναι κι αυτή η, πώς να το πω, αυτή η
κοινοποιημένη διάλυση, αυτή η μανία με
τους χορτοφάγους λύκους, αυτή η ντεμοντέ
ιπποσύνη μας, αχ, πώς να το πω, Αγάπη μου,
Αγαπημένη, να, σαν την Άγρια Συμμορία,
ναι, εκείνο το γουέστερν που σου έδειξα
τις προάλλες, ναι του Ινδιανοτεξανού,
του Σαμ Πέκινπα, let’sgo,
λένε, μονάχα ένα let’sgo,
κι έχουν γίνει όλες οι απαραίτητες
συνεννοήσεις, έχουν ριφθεί όλοι οι
κύβοι, έχουν ανατιναχθεί όλες οι γέφυρες,
έχουν ανταλλαχθεί όλα τα βραχνιασμένα
βλέμματα, έχουν γίνει όλα τα δέοντα
ευχέλαια, και πάει, cryhavoc!,
αντιλαμβάνεσαι, cryhavoc!,
με πιάνεις, cryhavoc!,
ξέρεις πολύ καλά τι θέλω ακριβώς να πω.
Και, δεύτερον, για να μην αφήνουμε
εκκρεμότητες, άκου με και πίστεψε με: η
ρήξη είναι ευγένεια. Αυτό είναι. Η ρήξη.
Ευγένεια.
Στον
«Διασυρμό» του Γιώργου – Ίκαρου
Μπαμπασάκη, ο στυλογράφος Parker
51, η πράσινη γραφομηχανή Olympia,
τα αμέτρητα Players
και τα Gitanes
κι όλες οι άλλες μάρκες με τα άφιλτρα,
τα παλιά ηλεκτρόφωνα και τα ραδιόφωνα
Tivoli,
οι δίσκοι βινυλίου της cool
και bebop
τζαζ και της εναλλακτικής/πειραματικής
ροκ σκηνής (φροντίστε να τους ακούσετε),
οι τίτλοι των βιβλίων, των αναρίθμητων
βιβλίων (ψάξτε τα, διαβάστε τα), τα φιλμ
του Όρσον Ουέλλες, των αδερφών Ταβιάνι,
του Ταρκόφσκι, του Κασσαβέτη και των
υπολοίπων (ψάξτε τα, δείτε τα) το άφθονο
ουίσκυ
και το τσίπουρο και το κρασί, και τόσα
άλλα που αυτή τη στιγμή μου διαφεύγουν,
δεν είναι παρά τα Μακ Γκάφιν, τα πανέμορφα
αφηγηματικά προσχήματα που ο Μπαμπασάκης
χρησιμοποιεί για να εξιστορήσει το
χρονικό μίας παρέας φίλων στο διάστημα
1991-2012. Βέβαια μην κάνετε το λάθος και
παρασυρθείτε, δεν αποτελούν απλώς
κομμάτι του ντεκόρ – έστω και απαραίτητο
– αλλά λειτουργικό στοιχείο της πλοκής
κάθε αποσπάσματος. Όχι, στο βιβλίο αυτό
δε μπορούμε να μιλήσουμε για «λαθρεμπορία
στυλ», ούτε για πρόταση προς μίμηση από
τον αναγνώστη –κάτι τέτοιο άλλωστε θα
ήταν απλούστατα ανόητο…
Πρόκειται
για απεικόνιση ενός δεδομένου τρόπου
ζωής και για την αναπαράσταση μιας
συγκεκριμένης εποχής που έφυγε
ανεπιστρεπτί. Σε ένα κείμενο όμως που
μιλάει ανοικτά και με τρόπο σύγχρονο
για τη φιλία, τον έρωτα, τη συντροφικότητα
και τις μεγάλες χίμαιρες, τον χαμένο
και τον κερδισμένο χρόνο εξίσου, την
ατομική ανάλωση και μάλιστα με τρόπους
και όρους καθαρά πανηγυρικούς, τα Μακ
Γκάφιν είναι όλα αυτά που σηματοδοτούν
και συμβολίζουν την πορεία του καθενός,
το μονοπάτι που οφείλει να διανύσει για
να λύσει τα αινίγματα και ενδεχομένως
να κερδίσει την παρτίδα. Αλλά θα το
επαναλάβω, όπως είμαι σίγουρος θα το
ήθελε και ο ίδιος ο συγγραφέας: σίγουρα
όχι μιμούμενος. Καθένας μονάχος του και
επινοώντας τον δικό του τρόπο.
Το
όνομα μπορεί να είναι σκοτσέζικο και
να προέρχεται από την
ιστορία δύο αντρών που ταξίδευαν μαζί
σ’ ένα τρένο: «Τι είναι εκείνο το δέμα
εκεί ψηλά στο ράφι των αποσκευών;» «Α,
αυτό; Μα τούτο δω είναι ένα Μακ Γκάφιν».
«Και τι είναι το Μακ Γκάφιν;» «Ε, λοιπόν,
για να μαθαίνεις, το Μακ Γκάφιν είναι
μια συσκευή για να πιάνεις λιοντάρια
στα Χάιλαντς». «Μα δεν υπάρχουν λιοντάρια
στα Χάιλαντς!» «Συνεπώς, αγαπητέ μου,
ούτε κι αυτό είναι ένα Μακ Γκάφιν»
(«Χίτσκοκ,
Φρανσουά Τρυφό», μτφρ. Γιάννης Δ.
Ιωαννίδης, επιμέλεια: Αχιλλέας Κυριακίδης,
Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα, 2007).
————–
Γιώργος
–Ίκαρος Μπαμπασάκης
Διασυρμός(μυθιστόρημα)
Βιβλιοπωλείο
της Εστίας (Αθήνα, 2012)
σελ.
183